Βόλτες στις μικρές οροσειρές - μέρος 1ο

By | Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2020 Leave a Comment
κείμενο / φωτογραφίες: Αχιλλέας Ασκώτης


Η Γηραιά Ήπειρος, η Ευρώπη που αγάπησε ο αδίστακτος Δίας, εδώ που γεννήθηκαν πολιτισμοί, λαοί, είναι πολυμορφική και με άπειρη ιστορία να την ζώνει.


Η «μάνα» του κόσμου και του πολιτισμού που δημιούργησε και ξεγέννησε αυτό που λέμε… ο δυτικός κόσμος. Από τον δωδεκάθεο μέχρι και τον Χριστιανισμό, η Ευρώπη ζούσε τον παλμό μιας ανοδικής εξέλιξης στον χωροχρόνο. Απ΄τους Μίνωες, τους Δωριείς, Ίωνες, Δάκους, Θράκες, Σάξονες και μέχρι τους Μεδίκους της Αναγέννησης, η Ευρώπη δημιουργούσε και ανθούσε. Μέσα σ΄όλο αυτό το ιστορικό πανδαιμόνιο της γένεσης της, η πλούσια ομορφιά της περνούσε κι΄αυτή τον δικό της κύκλο. Βουνά, όρη, ποτάμια και πεδιάδες την απαρτίζουν αγέρωχα. Η οροσειρά των Άλπεων η πιο γνωστή, τοποθετημένη στα κεντρικά της Ηπείρου απλόχερα αφήνει την μαγεία της στον επισκέπτη. Όλοι γνωρίζουμε αυτήν την υπέροχη οροσειρά και όλοι έχουμε ταξιδέψει στην οροσειρά αυτή στα πρώτα μας βήματα ως ταξιδιώτες.
Οι Άλπεις όμως δεν είναι μόνες τους εδώ, είναι και άλλα βουνά, κι΄άλλες οροσειρές που με την σειρά τους δίνουν στον ταξιδευτή την μαγεία των ορεινών όγκων της

Ευρωπαϊκής επικράτειας. Αυτή τη φορά δεν κυνηγώ Ελληνισμό, είπα να αφήσω λίγο ήσυχους τους προγόνους μου και να επισκιάσω λίγο την προσοχή μου αλλού. Σκέφτηκα να κάνω λοιπόν ένα γρήγορο σχετικά ταξίδι στις οροσειρές αυτές και να περάσω μέσα από τα καλύτερα τους περάσματα και διαδρομές. Όσο από παραδόσεις και κουλτούρα… καλά κρατάνε εδώ στα βαλκανικά μέρη και είναι αυτό ένα σημαντικό κομμάτι της μαγείας στην περιοχή που λατρεύω να ζω.  Το μικρό αυτό οδοιπορικό λοιπόν, σκοπό έχει να ζήσει και να παρουσιάσει αυτά τα άγνωστα/γνωστά βουνά της ανατολικής Ευρώπης γιατί απλούστατα έχουν κι΄αυτά την δική τους υπέρτατη μαγεία. Το οδοιπορικό αυτό έγινε σε 3 φάσεις, καλοκαίρι και φθινόπωρο του 2019 με συνοδοιπόρους τον άλλο μου συνοδοιπόρο στη ζωή εν ονόματι Σούλη και τον καλό μου φίλο Νεκτάριο.



Η πρώτη οροσειρά, αφετηρία του οδοιπορικού, η ηρωική Πίνδος. Εδώ πάνω στα βορινά της Ελλάδας η φύση προικίστηκε με άπλετη ομορφιά, δάση απέραντα και ατέλειωτα, ποτάμια που τρέχουν σ΄όλη την διάρκεια του έτους και με χωριά χαρισμένα με απίστευτη παράδοση όσο σε πολεοδομική άποψη όπως και κοινωνική.  Επίκεντρο των διαδρομών μου είναι η κορυφή Τύμφη της βόρειας Πίνδου, η 2η ψηλότερη κορυφή στα 2,497 μέτρα,

θα κάνω κύκλο της κορυφής αυτής με κατάληξη τα υπέροχα μαγευτικά Ζαγόρια, Ζαγοροχώρια. Την επίσης υπέροχη περιοχή των Τζουμέρκων δεν έχω χρόνο να την κάνω και επίσης η επιλεγμένη μου διαδρομή υπερτερεί.

Ξεκινώ πρωινός όπως πάντα με αρχή το χωριό Μηλιωτάδες, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά των Ιωαννίνων, πριν αρχίσει το περίφημο πέρασμα της Κατάρας.  Δρόμοι μικροί και σε αρκετές περιπτώσεις να χρειάζονται συντήρηση οδηγώ τον Τιγράκο μου σ΄ένα αρκετά ενδιαφέρον τοπίο, σχεδόν παντού το πράσινο να με πνίγει καθώς οι στροφές φέρνει η μια την άλλη. Λίγο έξω από Μηλιωτάδες τσακ στα αριστερά μου ένα πέτρινο γεφύρι να στέκεται με οντότητα. Το γεφύρι του Καμπέρ Αγά κτισμένο τον 18ο αιώνα για την καλή συγκοινωνία των καραβανιών, ένα χάνι ήταν κτισμένο στην περιοχή για τον ίδιο λόγο.

Συνεχίζω και δεν πολύ αργεί, ούτε 5 χλμ, ακριβώς πάνω στον δρόμο στα αριστερά μου ακόμη ένα γεφύρι, αυτό με κάνει να σκεφτώ ότι από πολύ νωρίς η περιοχή έχει πολλά να μου αναδείξει, έχει αρκετά ώστε να εμπλουτίσει το διάβα μου. Και βέβαια ακόμη μια στάση στα σίγουρα, πάνω στον ποταμό Βάρδα βρίσκετε αυτό το όμορφο γεφύρι με την φύση να το πνίγει. Το γεφύρι της Τσίπιανης είναι κτισμένο το 1875 πιστεύετε και με ένα τόξο, κτίστηκε για να ενώνει την περιοχή του ανατολικού Ζαγορίου με τα Ιωάννινα. Φώτο, βίντεο, τσιγάρο, νερό με φόντο το γεφύρι… κλασικά μοτοσυκλετιστικά μοτίβα. 

Συνεχίζω την σχεδιασμένη μου διαδρομή για χωριά Δόλιανη, Καστανώνας, Μακρίνο και Ελατοχώρι. Τοπίο ορεινό, τοπίο δασώδες, χωριά μικρά στο διάβα μου. Μετά το Ελατοχώρι είναι το πέρασμα Βάλια Κάλντα, είμαι στην καρδιά της ένδοξης Πίνδου και στο καλύτερο/ομορφότερο πέρασμα της. Τα δέντρα ψηλά, οι στροφές ατέλειωτες, η μαγεία της φύσης παίρνει τα πάνω της μαζί με υψόμετρο που δεν σταματάει να βάζει μέτρα στο μαραφέτι μου (GPS). Το ψηλότερο σημείο που με έβγαλε ο δρόμος ήταν γύρω στα 2100 μέτρα αν θυμάμαι καλά, το κρύο ήταν κάπως υπαρκτό αλλά συνεχίζω με τα καλοκαιρινά μου μοτοσυκλετιστικά ιμάτια. Τα ματάκια μου δεν κουράζονται, το κορμί μου το ίδιο, οδηγώ και απολαμβάνω αυτά που δίνονται μπροστά μου, χαίρομαι που είμαι καβάλα στην μηχανή μου και έχω αυτά γύρω μου σαν θέα. 

Σύντομα περνάω ένα μικρό γεφυράκι και μπαίνω στο χωριό Βοβούσα. Γραφικό και όμορφο καθώς οδηγώ τα μικρά του δρομάκια, φτάνω στην πέτρινη πλατεία δίπλα από τον Αώο ποταμό και με το μεγάλο επίσης πέτρινο γεφύρι του χωριού κτισμένο το 1748. Στην πετρόκτιστη γραφική πλατεία ο καφενές κλειστός, μου είπαν ότι ψες το βράδυ γιόρταζαν και είχαν γλέντι εκεί και φαίνεται παρά-κοιμήθηκαν. Πάρα κάτω άλλος καφενές και την άραξα. Παράγγειλα και το τόστ μου με συνοδεία καπουτσίνο, ναι ακόμα και εκεί στα απόμερα ορεινά είχε τέτοιο καφέ, κάθομαι στην πίσω τζαμαρία βλέποντας ποταμό και γεφύρι με τις βουνοπλαγιές της Πίνδου στο πίσω σκηνικό… ξέρετε τι θα πω, ξέρετε τι είδους συναισθήματα μου γέμισαν το μυαλό…!!!

Η Βοβούσα έχει βλάχικες ρίζες, περιήλθε στην Ελλάδα το 1913 κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Τα πέτρινα κτίσματα σπιτιών, στεγών, γεφυριών κ.λ.π. είναι μάλλον αποτέλεσμα της διπλανής περιοχής των Μαστοροχωριών όπου οι κάτοικοι της ήταν φημισμένοι μάστορες, σημερινοί οικοδόμοι, και δούλευαν την πέτρα με απίστευτη τέχνη και μαστοριά έτσι πήραν και την ονομασία της η περιοχή. 



Συνεχίζω την διαδρομή μου στον Εθνικό Δρυμό της Βάλια Κάλντα για χωριά Περβόλι, Ζίακας, Ανάβρυτα, Δότσικο για να φτάσω στο Επταχώρι και να ενωθώ με τον κεντρικό δρόμο προς Κόνιτσα, δρόμος 20. Η ομορφιά δεν σταμάτησε, τα χωριά μικρά και γραφικότατα. Τα δάση δεν έφυγαν, παραμένουν μαζί μου παρεούλα στις διαδρομές μου.  Σε στάση μου στην μέση του πουθενά για να απολαύσω τοπίο κι ένα τσιγάρο, μια αγέλη άγριων αλόγων πέρασε 20 μέτρα από το σημείο που στεκόμουν, έμεινα σαν βλάκας και τα παρακολουθούσα να οδεύουν σε χαλαρούς ρυθμούς μέσα στα δάση, μια ζήλεια μ΄έζωσε βλέποντας αυτά τα ζώα να ζουν εδώ πάνω ανέμελα και χωρίς αστικούς ρυθμούς, ηχορύπανση, βαβούρα και ανθρώπους, μόνα εδώ να περιφέρονται μέσα στην ατέλειωτη φύση είναι κάτι που ζήλεψα πολύ. 

Η διαδρομή για Κόνιτσα σε χαλαρούς ρυθμούς και με λιγοστή κίνηση συνεχίζω την πράσινη διαδρομή μου. Έξω από Κόνιτσα το πέτρινο της γεφύρι σηματοδοτεί την αρχή της μαγευτικής χαράδρας του Βίκου και Αώου. Ένα φαράγγι που τα λόγια στερεύουν για να περιγράψουν τις εικόνες, δεν το είδα, δεν το περπάτησα αλλά είδα αμέτρητες φωτογραφίες και βίντεο που αναδεικνύουν την μαγεία του.

Πολύ κοντά το χωριό Κλειδωνιά με το επίσης πέτρινο του γεφύρι. Δύσκολα βρίσκεις χώρο για να το αποτυπώσεις όλο σε μια φώτο γιατί η φύση δεν σε αφήνει, το αγκαλιάζει σχεδόν από παντού.  Ο ποταμός Βοϊδομάτης το περνά, κτισμένο το 1853 και οι αχτίνες του ήλιο δύσκολα το φωτίζουν.




Μπαίνω αριστερά για χωριό Αρίστη, παίρνω υψόμετρο και πλέον βλέπω καθαρά τα άγρια βουνά και την ομορφιά της Τύμφης, εικόνες μοναδικές. Το χωριό Αρίστη πανέμορφο και γραφικότατο αλλά με αρκετή τουριστική κίνηση, αυτοκίνητα, ποδήλατα και ορδές κόσμου γέμισαν ασφυκτικά την πλατεία. Συνεχίζω για Τσεπέλοβο, ταμπέλες για παλιά γραφικά γεφύρια πολλές, ξωκλήσια επίσης. Καθώς ανεβαίνω πάλι υψόμετρο να΄σου και το επίσης υπέροχο γεφύρι του Κόκκορου. Ανάμεσα σε βραχώδες άγριο σκηνικό είναι βαλμένο το γεφύρι, κτισμένο το 1750. Φήμες και ιστορικά ντοκουμέντα ζώνουν το γεφύρι όπως και την περιοχή γύρω.

Και σύντομα φτάνουμε στο υπέροχο Τσεπέλοβο, για να βρούμε το μικρό μας ξενοδοχείο κάναμε κατά λάθος μια γύρα στα πέτρινα σοκάκια του, πήραμε μια πρώτη δόση γραφικότητας. Την αράξαμε στο πέτρινο επίσης μικρό ξενοδοχείο με το όνομα Τύμφη, η βεράντα μας έβλεπε τις κάτω πεδιάδες. Τακτοποιήσαμε πραμάτια μας και άμεσα για αναγνώριση μετά πόδας. Το Τσεπέλοβο είναι απίστευτα γραφικό και συγκρινόμενο από άλλα χωριά των Ζαγορίων το βάζω πολύ ψηλά. Όλο το χωριό είναι στρωμένο με πέτρα για οδόστρωμα, η πλατεία του μεγάλη μ΄ένα τεράστιο πλάτανο να δίνει σκιά σχεδόν σ΄όλη την πλατεία, λίγα μικρά γραφικά μαγαζάκια έντυναν την παράδοση, γραφικοί καφενέδες το ίδιο, ταβέρνες, πετρόκτιστα καμπαναριά, γκαλερί, σχολείο (φέτος έκλεισε) απαρτίζουν αυτά που μας έδωσε η βόλτα μας. Λόγω εποχής κόσμος αρκετός και μια σχετική αναπόφευκτη βαβούρα υπήρχε αλλά μπορούσες να νιώσεις την Ήπειρο, την Πίνδο που μας περιτριγύριζαν, την γραφικότητα, την παράδοση. Η βόλτα μας κράτησε καμιά ώρα, περπατήσαμε μέχρι τις πάνω γειτονίες, επισκεφθήκαμε το σχολείο, το κοινοτικό γραφείο αλλά κυρίως περιεργαστήκαμε τα ίδια τα σπίτια, τα απλά γραφικά πετρόκτιστα σπίτια που ζει ο λιγοστός κόσμος πλέον εδώ πάνω. Μιλήσαμε με μόνιμους κατοίκους που ήρθαν πριν χρόνια, έκαναν αποκέντρωση, Αθηναίοι που βαρέθηκαν την απαίσια αστική ζωή και τόλμησαν να έρθουν εδώ για μια ήρεμη απλοϊκή ζωή… τους ζήλεψα, κάτι τέτοιο θέλω να κάνω κι΄ εγώ στην προσωπική μου ζωή αλλά ακόμα δεν βρήκα τον τρόπο, την χρυσή τομή και όπως πάω ποτέ δεν θα τα καταφέρω με βλέπω.   

Καθίσαμε σ΄ένα καφενείο που έκλεινε εκείνη την ώρα για απογευματινή σιέστα, πήραμε τα γλυκά κουταλιού μας συνοδευμένα με λεμονάδα και κάτσαμε με φόντο την πλατεία καθώς το καφενείο κλείδωνε τις πόρτες του μετά από εμάς. Βλέπαμε τον κόσμο να περπατά στα σοκάκια, τους απέναντι να τρώνε στην κεντρική πλατεία, οικογένειες να οδεύουν προς τους καφενέδες φορώντας τα καλύτερα τους ρούχα καθώς παίρναμε τα νόστιμα γλυκά μας. Ο ήλιος πλέον χώθηκε πίσω από τις ένδοξες αυτές βουνοκορφές, η πείνα έδινε προειδοποιητικά σημάδια έτσι αφήσαμε τον καφενέ και περπατήσαμε 15 βήματα για την απέναντι ταβέρνα  Εδώ πάνω θα φας κρεατικό από ντόπιες στάνες όπως επίσης και τυροκομικά... φυσικά έτσι κάναμε κι΄εμείς σαν καλοί «τουρίστες» αφού κάτσαμε σε μια παραδοσιακή μικρή ταβέρνα με μια μικρή κληματαριά για σκεπή μας. Όσο από ύπνο, με μια δροσερή ατμόσφαιρα να αιωρείται, είδαμε τα καλύτερα όνειρα με τον Μορφέα να μας αγκαλιάζει πολύ σφικτά.  

Κόκορες λαλούσαν, το ξύπνημα ήρθε γλυκά, ώρα άγνωστη με την δροσούλα αυγή να  διώχνει την σκοτούρα της νυκτιάς. Βέβαια ξαναρίξαμε ακόμη ένα υπνάκο χωμένοι στα παπλώματα μέχρι που ξυπνήσαμε γύρω στις 830. Το πρωινό το πήραμε στην μικρή μπροστινή σκεπασμένη βεραντούλα του πέτρινου καταλύματος μας με την δροσιά παρέα. Φορτώνουμε τον τίγρη και φεύγουμε κάπως λυπημένοι που δεν κανονίσαμε έτσι το πρόγραμμα μας για ακόμη ένα βράδυ εδώ, επάνω στα αγέρωχα βουνά της Πίνδου !!!

 Η Σούλη με αποχαιρετά, εγώ μόνος συνεχίζω για βορεινές κατευθύνσεις και εκείνη νότιες. Τα σύνορα της Κακαβιάς είναι κοντά, 45 χλμ βόρεια από Ιωάννινα. Φτάνω στα σύνορα με Αλβανία σύντομα και άμεσα μπαίνω σε μια άλλη ένδοξη περιοχή του Ελληνισμού, την Βόρεια Ήπειρο, την περιοχή της Δρόπολης με τα 34 Ελληνικά χωριά της. Εδώ που ο παλμός του Ελληνισμού αν και παραπαίει, ακόμα κτυπά, ακόμα ζει. Αρχίζω να βλέπω τα χωριά αμφιθεατρικά κτισμένα στους πρόποδες των ψηλών βουνών, Ελληνικά ονόματα και οδικές πινακίδες δεξιά και αριστερά μου.

Οδηγώ χαλαρά ώστε να τα βλέπω, να τα ξαναβλέπω ίσως για 3η φόρα αλλά ποτέ δεν σταματάνε να με μαγνητίζουν, το βλέμμα μου μέσα απ΄το κράνος είναι προσηλωμένο προς αυτά ίσως θέλοντας να δείξω την δική μου υποστήριξη και την δική μου αγάπη προς του κατοίκους εδώ. Καθώς περνούσα απ΄εδώ τέλη Μαΐου το τοπίο, με την Άνοιξη ακόμη ζωντανή εδώ, πανέμορφο, υπέροχο και έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου να ξαναέρθω εδώ με τέτοια εποχή αλλά και με περισσότερο χρόνο για να τα ξανανιώσω  εντονότερα.

Στάση έξω από χωριό Τεριαχάτες, στο καφενείο του Κώστα, είναι το πόστο μου εδώ για καφέ Ελληνικό και να μιλήσω με ντόπιους. Αυτή την φορά όμως κατάφερα με μπαμπέσικο τρόπο και πλήρωσα εγώ τις μπύρες και τσίπουρα του διπλανού τραπεζιού που πιάσαμε κουβέντα. Καθώς έβαζα τσιγάρα και κινητό στο tank-bag τους άκουσα που λέγανε « ήρθε ο Κύπριος και μας τα πλήρωσε αντί εμείς να τον κεράσουμε »… αυτό το σχόλιο λέει πολλά.

Με τον Δρίνο ποταμό σαν σκιά μου στον δρόμο SH4, κατευθύνομε για Δειναρικές Άλπεις σε Αλβανικό έδαφος.  Ο δρόμος 4 με παίρνει από Fier (12 χλμ έξω βρίσκετε η υπέροχη Ελληνική αρχαία πόλη της Απολλώνιας) μέχρι και το Δυρράχιο. Μετά συνεχίζω για Σκόδρα με τον Ε762, από το Milot με Ε851 και μετά το Rubik επιλέγω επαρχιακό, τον SH30.  Κλασικός άσχημος επαρχιακός Αλβανικός δρόμος που σύντομα με κούρασε και μετάνιωσα για την επιλογή του. Μικρά φτωχά χωριά των λίγων κατοίκων στην διαδρομή και το μόνο που έσωζε λίγο την κατάσταση είναι τα αρκετά χριστιανικά ξωκλήσια που συνάντησα, ακόμα και κατσικόδρομο πήρα για να βγω τον λόφο μέχρι ένα ξωκλήσι που μου πρόσφερε ξεκούραση και θέα. Μέχρι το χωριό Reps όμως κράτησε αυτό, ο 30 γίνετε υπέροχος σε κατάσταση με μια σχετικά ενδιαφέρουσα διαδρομή με κομμάτια όμορφα που έσπαζαν την μονοτονία. Στο τέλος του μπαίνω δεξιά για τον SH5 και σύντομα αριστερά για SH22. Ένας δρόμος 50 χλμ μέχρι την πόλη Fierza. Δρόμος με ατέλειωτο στροφιλίκη, σημεία με πανέμορφο τοπίο, δρόμος με άσχημο οδόστρωμα που θέλεις τουλάχιστον 1 ώρα να το κάνεις. Ένα αλπικού τύπου μικρό όμορφο ξενοδοχείο στα μέσα της διαδρομής εκτελεί χρέη οάσεως. Στάση για καφέ χωρίς δισταγμό, σύννεφα απειλητικά άρχιζε να μαζεύονται στον ουρανό καθώς ρουφούσα τον καπουτσίνο μου.

Στην διαδρομή παρόλο που την έκανα και πέρυσι δεν θυμόμουν αν είχε συχνά πρατήρια έτσι έβαλα σημάδια και χιλιομετρικές αποστάσεις ώστε όταν φεύγω να μην μείνω εδώ πάνω να μεν φάνε οι αρκούδες. Φτάνω Fierza και με τον ίδιο δρόμο, 22, προχωρώ για Dushaj πάνω στον ποταμό Valbona. Προορισμός μου η αλπικού τύπου περιοχή της Valbona, το Εθνικό πάρκο. Εδώ πάνω βρίσκετε και η ψηλότερη των Δειναρικών Άλπεων κορυφή, η Maja Jezerce στα 2,694 μέτρα


Οι Δειναρικές Άλπεις κρατάνε μήκος 645 χλμ κατά μήκος της Αδριατικής θάλασσας. Το όνομα βγήκε από την Σέρβικη λέξη Dinara, ονομασία μια από της κορυφές της οροσειράς. Διασχίζει την Σλοβενία, Βοσνία Ερζεγοβίνη, Σερβία, Μαυροβούνιο και Αλβανία με ψηλότερη κορυφή την Maja Jezerce στα 2,694 μέτρα. Είναι πολύ δύσβατη και απόκρημνη (βλέπε φαράγγι Τάρα στα Durmitor) οροσειρά, γι΄αυτό οι Ρωμαίοι έκαναν 3 αιώνες να κατακτήσουν την περιοχή από τους Ιλλύριους, με αποτέλεσμα έως την σημερινή εποχή να είναι αραιοκατοικημένη σαν περιοχή.    


Αφήνοντας πίσω μου την μικρή πόλη Bujan, είμαι ακόμα στον δρόμο 22, πλέον το σκηνικό γύρω μου άρχισε να αλλάζει. Το πράσινο εντονότερο, η κίνηση λιγότερη με Δειναρικά βουνά να φαίνονται στον κοντινό ορίζοντα μου. Η θερμοκρασία έπεσε λιγάκι και πολύ σύντομα μπήκα μέσα στην οροσειρά. Αμέσως ήρθε για παρέα στην διαδρομή ο ποταμός Valbona. Η αγριάδα των ορών ορατή άμεσα, πανέμορφα τα βουνά και σχετικά στενό το πέρασμα, δεξιά μου και αριστερά μου υψώνονταν τα όρη δίνοντας μου υπέροχες, μαγευτικές εικόνες. Αυτό όμως που πραγματικά με μάγεψε, έμεινα άφωνος, ήταν τα νερά του ποταμού. Κρυστάλλινα ολοκάθαρα νερά με χρώμα ανοικτό τυρκουάζ, τέτοια ποταμίσια νερά είναι σπάνιο θέαμα. Μόνο στον ποταμό Αχέροντα στην Ελλάδα είδα τέτοια νερά, αυτό γίνετε γιατί οι πολλοί βράχοι καθαρίζουν το νερό από προσχώσεις γενικά που φέρουν μαζί τους τα ποτάμια.

Απογευματάκι πλέον, στα ενδότερα μου ένιωθα απίστευτα τυχερός/προνομιούχος γιατί είμαι σ΄ένα τέτοιο μοναδικό/υπέροχο/μαγικό τοπίο και να οδηγώ τον τίγρη μου σε χαλαρούς ρυθμούς ανάμεσα από ήρεμους δρόμους για να φτάσω στην περιοχή Valbona. Χωρίς υπερβολές και φανφάρες, το τοπίο έδινε απλά ρέστα, το χρωματιστό ποτάμι και τα βουνά πανύψηλα ακριβώς δίπλα μου μέσα στην στενή κοιλάδα, δεν άφηναν περιθώρια που να μην τρελαινόμουν, που να μην σκίρταγαν μάτια, μυαλό και όλες μου οι αισθήσεις.

Έβαλα στο μάτι ένα μικρό ξενοδοχείο αλπικού τύπου με καλή τιμή μέσω διαδικτύου στην καρδιά της περιοχής. Φτάνω εκεί και ευτυχώς βρήκα δωμάτιο, τα παιδιά μιλούσαν και λίγα Ελληνικά και ειδικότερα ο μάγειρας, ένας 55άρης συμπαθητικός πράος άνθρωπος που τα τελευταία 30 χρόνια ζει με την οικογένεια του Ελλάδα. Τοποθετώ την μοναδική μου βαλίτσα στο δωμάτιο, βάζω τζην και αθλητικά και ξεκινώ για εξερεύνηση. Πήρα χωματόδρομους εκεί γύρω από το ξενοδοχείο, πέρασα πάνω από μικρά ξύλινα γεφυράκια, αγρότες βρήκα στον δρόμο μου, άλογα, στάνες και ειδικότερα βρήκα… ένα τοπίο και μια ατμόσφαιρα που μου θύμιζε παλιές εποχές και αυτό συνδυαζόταν με το μοναδικό τοπίο που ανάφερα πιο πάνω, αυτό με έκανε να το νιώσω παρατηρώντας τους αγρότες εδώ να δουλεύουν την γη με την αρχέγονη μέθοδο όπως έχω δει και στις Καυκάσιες περιοχές. Προχωρώ στα ενδότερα της περιοχής μέσο ασφάλτου, από πληροφορίες που πήρα, ένα μεγάλο μονοπάτι δίπλα από ένα χείμαρρο ενώνει την εδώ περιοχή με την απέναντι, το Theth. Ανάμεσα από Valbona και Theth βρίσκετε η ψηλότερη κορυφή, η Maja Jezerce. Αφήνω λίγο την άσφαλτο και μπαίνω στον χείμαρρο, οδηγώ τον σχετικά δύσβατο χωμάτινο πέρασμα για 2 χλμ περίπου, οι πολλές πέτρες και το δύσβατο με αναγκάζουν σε στάση. Είμαι μόνος εδώ, είδα μακριά μου λίγους πεζοπόρους που περπατάνε ανάμεσα στις 2 περιοχές. Σιγή παντού, μέσα στην καρδιά των Δειναρικών Άλπεων στέκομαι και βλέπω γύρω μου, μόνο βλέπω γιατί τίποτε δεν ακούγετε, νεκρική σιγή στην ατμόσφαιρα. Έμεινα λίγα λεπτά εκεί να απολαύσω το όλο ορεινό θέαμα, οι αισθήσεις μου πάλι στο ζενίθ τους.

Με ασταμάτητη παντοτινή παρέα τον χρωματιστό ποταμό της Valbona επιστρέφω, μικρά γεφυράκια με μικρά ξύλινα σπιτάκια και τον ποταμό δίπλα τους με καλούν για στάση, φώτο και οπτική νιρβάνα. Μια απόσταση λίγων χιλιομέτρων, 2 χλμ ίσως, έκανα 3-4 στάσεις για να καταλάβετε πόση ομορφιά αλλιώτικη κατέχεται στα μέρη αυτά. Εδώ στην περιοχή βέβαια δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο κάποια καταλύματα, μερικά καφέ/εστιατόρια και τίποτα άλλο, μα απολύτως τίποτα άλλο και όλα σκορπισμένα στην μικρούλα διαδρομή.

Το απόγευμα καλά μπήκε και φτάνω ξενοδοχείο, κάθομαι στην βεράντα με μια μπυρίτσα και χαζεύω σαν βλαχαδερό τα πανέμορφα πέριξ. Έρχεται και ο μάγειρας για λίγη κουβεντούλα, ευκαιρία να μάθω για την περιοχή παρόλο που και αυτός ήρθε πριν μερικούς μήνες εδώ για δουλειά. Τα βουνά είναι γεμάτο περάσματα που τα χρησιμοποιούν εδώ και πολλά χρόνια οι κάτοικοι για να μπουν Σερβία και το αντίστροφο. Πολλοί κατέφυγαν εδώ μέσω των περασμάτων αυτών για να γλυτώσουν τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία αρχές του 90΄. 

Ο ήλιος καλά κρύφτηκε πίσω από τις βουνοκορφές και ο μάγειρας εν ονόματι Πέτρος μου έφερε κατσικάκι ντόπιο στο φούρνο ψημένο, πατάτες φούρνου, φέτα ψητή σε λάδι και λαχανικά τηγανιτά. Εγώ να μασουλάω σαν λύκος το λουκούλλειο μου γεύμα που με μαεστρία μου έψησε ο Πέτρος και το σούρουπο να δίνει ακόμη πιο μαγευτικές εικόνες, είμαι ευτυχισμένος όσο δεν περιγράφεται. Μου φέρνουν και ένα ουζάκι στο τέλος για απεριτίφ και όλα είναι… μια αληθινή υπαρκτή ΟΥΤΟΠΙΑ !!!

 

Επόμενο πρωί τα μαζεύω μετά από πρωινό στο ίδιο σκηνικό με ψες. Ευχαριστώ θερμά τον Πέτρο και τα άλλα παιδιά εκεί και φεύγω.  Μπορούσα να πάρω το πλοιαράκι από Fierza για Κομάνι αλλά το έκανα πέρυσι και 3.5 ώρες σε μια βάρκα το βρίσκω πολλές  έτσι προτίμησα να κάνω διαδρομές. Οδεύω λοιπόν για Σκόδρα για να συναντήσω τον Νεκτάριο μ΄ένα BMW XR1000 όπου θα κάνουμε μαζί τις υπόλοιπες διαδρομές.  Στο όμορφο κέντρο της Σκόδρας γίνετε η συνάντηση με καφεδάκι για την αντάμωση με τον καλό φίλο Νεκτάριο. Τα είπαμε, πήραμε και τον καφέ μας και αναχωρούμε, πολύ σύντομα μπαίνουμε Μαυροβούνιο, απ΄εδώ θα διανύσουμε 1000 χλμ περίπου όλο πάνω στις Αδριατικές ακτές.     

Μαυροβούνιο και δρόμος Ε851, όμορφες διαδρομές με το μπλε της Αδριατικής συνεχώς στα αριστερά μας για παρέα μέχρι το Κοτόρ, πλέον οι ορδές των τουριστών πήγαν σπίτια τους, μέσα σε Φθινοπωρινό παραθαλάσσιο σκηνικό η οδήγηση είναι σκέτη απόλαυση, ήρεμοι δρόμοι και με θερμοκρασίες ανθρώπινες, όλα φαντάζουν υπέροχα. Περνάμε στα γρήγορα τα γραφικά και όμορφα Sveti Stefan και Budva και άμεσα προς Κοτόρ για να πάρουμε πλοιαράκι να περάσουμε το μικρό πέρασμα, Lepetane – Kamenari. Την διαδρομή γύρω από κόλπο του Κοτόρ την έκανα και έτσι θα κάνω το αλλιώτικο, άσε που θα τρελαθώ και θα κάνω στάσεις ασταμάτητες για φώτο και αυτό θα μου δώσει καθυστέρηση, πρέπει να είμαστε Zadar το απόγευμα αργά.

Το μικρό πορθμείο μας πέρασε τα στενά του Κοτόρ σε 7-8 λεπτά με κόστος 1 ευρώ έκαστος.  Μόλις βγαίνουμε στάση για τσίμπημα σε μια υπαίθρια ψησταριά. Δεν πολύ-καθίσαμε γιατί έχουμε μπροστά μας ακόμα 400 χλμ περίπου. Πολύ κοντά τα σύνορα, χωρίς πράσινη κάρτα μπαίνουμε Κροατία. Το σκηνικό αργά αργά άρχισε να παίρνει τα πάνω του, άρχισε να εμπλουτίζει από χρώματα και σκηνικό. Φιδίσιοι δρόμοι καθώς γλείφουμε κυριολεκτικά τις Αδριατικές ακτές.

Το διάσημο Dubrovnik με τις χιλιάδες μπουλούκια τουριστών κάθε καλοκαίρι έρχεται στην οπτική μας ματιά. Τι να πω, τι να προσθέσω… από ψηλά που το παρατηρώ τα επίθετα απλά στερεύουν, τελείωσαν.  Μαγευτικά τοποθετημένο στις Κροατικές ακτές αυτή η Ενετική πόλη απλά μαγνητίζει άθελα της. 

Η διαδρομή μας περνάει από παραθαλάσσια γραφικά χωριά και υπέροχα θαλασσινά σκηνικά. Χρόνια τώρα σνομπάρω την Κροατία και ειδικότερα τις Δαλματικές ακτές… πόσο λάθος είχα, πόσο στην κοσμάρα μου ήμουνα. 

Το υπέροχο σκηνικό καλά κρατεί μέχρι την πόλη Vlaka, εδώ θα πάρουμε αυτοκινητόδρομο για να τελειώνουμε με τα ατέλειωτα χιλιόμετρα ημέρας. Το δειλινό καλά κρατεί, ο ήλιος άρχισε να χάνει την δύναμη του και όμορφοι χρωματισμοί άρχισαν να μπαίνουν στο οπτικό μας φάσμα. Σχεδόν βράδυ φτάνουμε στη πόλη προορισμού μας, το Zadar. Τακτοποιούμε την πραμάτεια μας στο μικρό διαμερισματάκι που νοικιάσαμε στα προάστια της μικρής πόλης. Ευτυχώς το νεαρό ζευγάρι που νοικιάσαμε μιλούσε αγγλικά έτσι μας συμβούλεψαν να μην πάμε στο παλιό κέντρο για φαί γιατί το ποιο πιθανών να μας άρπαζαν τα οπίσθια και ίσως να μην τρώγαμε και καλά, έτσι, πολύ κοντά μας είχε ωραιότατα τοπικά εστιατόρια μας είπαν. Περπατητή οδεύουμε εκεί, γουρουνιές έξω στις μεγάλες ψησταριές μας υποδέχτηκαν στο εστιατόριο, μ΄ένα Ιταλό μοναχικό καβαλάρη με Africa Twin 1000 καταβροχθίσαμε τα  καημένα αυτά ζωάκια συνοδευμένα με πατάτες φούρνου και Σέρβικη σαλάτα Shopska.         

 

Ξυπνητήρι βαράει στις 8, ο ήλιος μας περίμενε να μας καλημερίσει, φορτώνουμε μηχανές και στο πρώτο cafe σταματάμε για πρωινό μας. Σάντουιτς και καφεδάκι μας δίνουν δυνάμεις για σημερινές διαδρομές, 420 χλμ μας καρτερούν. 

Συνεχίζουμε με αυτοκινητόδρομο, άχαρος όπως πάντα αλλά οι αποστάσεις μικραίνουν έντονα. Ανεβαίνουμε υψομετρικά με τον ήλιο παρέα, μπαίνουμε σ΄ένα μακρύ τούνελ και βγαίνοντας… ομίχλη και κρύο μας περίμεναν σάμπως και μεταφερθήκαμε στην Σκανδιναβική χερσόνησο, το υψόμετρο στα 600 μέτρα αλλά τσιμπούσεεεεεε.

Βγήκαμε λίγο από Rijeka, παραλιακά και πάλι σ΄ένα αρκετά συμπαθητικό τοπίο με προορισμό μας το Bovec στην Σλοβενία. Ψιλόβροχο αρχινά, βάζουμε αδιάβροχα μπας και δυναμώσει και δεν βρούμε άμεσα χώρο σκεπασμένο για στάση. Από την πόλη Rupa περνάμε στην Σλοβενία με μηδαμινούς ελέγχους στο σύνορο. Με την βροχή πιο έντονη αλλά με σχετικά ψηλές θερμοκρασίες, μπαίνω σε γραφείο των συνόρων για αγορά Vignette και μου λέει ότι δεν έχει για μηχανές, ακόμα και ο Γερμανός που ήταν εκεί για τον ίδιο λόγο με έβλεπε με περιέργεια πως και επίσημο γραφείο για έκδοση Vignette να μην έχει για μηχανές, 15 ευρώ έλεγε στο γραφείο η Vignette.

Μέσα σε συνεχή μέτρια βροχή συνεχίζουμε στις ολοπράσινες πεδιάδες της μικρής αυτής χώρας. Δεν σταματάμε πουθενά εκτός για φουλάρισμα, η βροχή μας εμποδίζει να απολαύσουμε τον περίγυρο μας. Κάποτε σταματάει η βροχή αλλά για πολλή λίγο, οδηγούμε συνετά τους βρεγμένους οδούς διπλής κατεύθυνσης με την μέτρια σε όγκο κίνηση από τετράτροχα. 

Από πόλη Logatec και δρόμο 102 αρχίζουμε να κοντεύουμε στην πόλη για το βράδυ, στους πρόποδες πλέον των Ιουλιανών Άλπεων και διαμέσου της κοιλάδας Soca, φτάνουμε στην μικρούλα πόλη/χωριό Bovec. Μουντός συννεφιασμένος ουρανός και ψιλή βροχή κάθε τόσο καθώς περπατούμε την πόλη, γνωριμία και κάτι να τσιμπήσουμε. Ίσως στο μοναδικό γραφικό/ντόπιο εστιατόριο του Bovec, το γκαρσόνι λίγο περίεργο και ο Νεκτάριος τα παίρνει μαζί του, άσκοπα προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι απλά είναι ο τρόπος του τέτοιος και η φωνή του κάπως δυνατή και επίσης να του δώσω να καταλάβει ότι μάλλον θα μείνουμε νηστικοί… ευτυχώς κάλμαρε και έτσι απολαύσαμε το βραδινό μας με το γκαρσόνι πλέον να γίνετε πολύ συμπαθητικό.

Λιακάδα με κανένα ίχνος σύννεφου μας βρίσκει το πολύ πρωί. Κεντρική πλατεία για πρωινό, δεν μπορούσαμε να τα είχαμε όλα υπέρ μας, το κρύο ήταν αρκετό. Απολαύσαμε ένα τοστ με το καφεδάκι μας ανάμεσα σε όμορφα κτίρια που περικλείουν τον χώρο και στο βάθος οι κορυφές, τα όρη, οι Ιουλιανές Άλπεις.

Από νωρίς το τοπίο πανέμορφο, Αλπικό παραδοσιακό που μόνο απόλαυση έδινε. Παρόλο το πρωινό κρύο, η απόλαυση τόσο ψηλά που δεν το νιώθαμε. Πλώρη για σημείο Mangart, πάνω στα σύνορα με Ιταλία και Αυστρία. Δάση και άγρια βουνά με εικόνες πανέμορφες ανεβαίνουμε τις Ιουλιανές Άλπεις. Σε κάποιο σημείο πετάγετε ένας νεαρός μέσα από μια ξύλινη κατασκευή, σαν σκοπιά στρατιωτών. Σταματάμε και μας λέει ότι θέλει 10 ευρώ, 5 για κάθε μηχανή ως είσοδος. Άρχισα να μουρμουρώ με ακαταλαβίστικα αγγλικά και ο νεαρός ψάρωσε, βαρέθηκε να με ακούει… μου είπε 5 ευρώ και για τις 2 μηχανές, έτσι, συνεχίσαμε την διαδρομή μας. Ο δρόμος στενεύει σε σχετικά επικίνδυνα σημεία, ατέλειωτες χαράδρες στο πλάι μας και αρκετά μικροσκοπικά τούνελ. Στα 2055 μέτρα φτάσαμε στο σημείο, ώρα 9:00 και με τέτοιο υψόμετρο το κρύο κόντευε τους 0 βαθμούς. Είμαστε τυχεροί, λιακάδα σ΄όλο το φάσμα του ουρανού έτσι βλέπαμε απίστευτες θεάσεις. 

Το σημείο Mangart είναι το 3ο ψηλότερο σημείο των Ιουλιανών Άλπεων και ο δρόμος είναι ο ψηλότερος της Σλοβενίας. Το όνομα των ορών είναι προς τιμή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ιούλιου Καίσαρα.


Χαζέψαμε αρκετά την άπλετη θέα με τις υπέροχες εικόνες, γάντια δεν βγάλαμε στην στάση για να καταλάβετε. Αφήνουμε το Mangart και κατηφορίζουμε, ευτυχώς μπας και ζεσταθούμε λιγάκι. Τα Αλπικά τοπία δεν σταματούν να μας κάνουν παρέα καθώς οι κινητήρες μας γουργουρίζουν στην κοιλάδα Soca. Μια στάση για δεύτερο καφέ της ημέρας σ΄ένα ξύλινο cafe είναι απαραίτητο με τέτοιο σκηνικό, καθήμενοι και με τον ήλιο κατάμουτρα μας απολαμβάνουμε το καφεδάκι μας, τα κοκαλάκια μας επιτέλους άρχισαν να ζεσταίνονται. Πληρώσαμε τα 2 ευρώ μας και την κάνουμε. 

Σύντομα μπαίνουμε στο πέρασμα Vrsic, πάλι ο δρόμος στενεύει, ατέλειωτες φουρκέτες των 180 μοιρών και με μέτρια ασφαλτόστρωση μας κάνει λιγάκι την ζωή δύσκολη. Αυτό το σκηνικό συνεχίστηκε για καμιά 15 χλμ μέχρι να ανεβούμε τα 1611 μέτρα, το ψηλότερο πέρασμα της Σλοβενίας. Ο διαδρομή ονομάζεται «Ρώσικος δρόμος» γιατί κτίστηκε τον 19ο αιώνα για στρατιωτικούς σκοπούς από Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου.

Το πέρασμα ήταν και το φυσικό σύνορο Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας μέχρι τον 2ο  Παγκόσμιο πόλεμο. Το όνομα Vrsic σημαίνει μικρή κορυφή και είναι παρμένο από την όρος Vrsic που βρίσκεται στην περιοχή. Λίγο πριν την κατάβαση μας για λίμνη Bled, στα δεξιά μας ένα Ρώσικο ξύλινο ξωκλήσι που έκτισαν οι Ρώσοι αιχμάλωτοι το 1916 για να τους θυμίζει το γεγονός.

Κατεβαίνοντας, τα σκηνικό πήρε τα πάνω του, απίστευτο αυτό που βλέπαμε. Μοναξιά του κράνους εδώ δεν νιώσαμε τίποτα, παρατηρούσαμε με ανοιχτό στόμα αυτά τα θεσπέσια όρη και τοπία, τα επίθετα έχουν στερέψει, το τοπίο ήταν απλά… Μαγικό!!!

Τελειώσαμε τις 50 φουρκέτες του περάσματος και επόμενη στάση σε λίμνη Bled. Οδηγούμε τον επαρχιακό δρόμο και όχι τον αυτοκινητόδρομο για την λίμνη σε ήρεμους οδούς με σχετικά λιγοστή κίνηση. Ηρεμία και λιγοστή γενικά κίνηση αλλά νιώθω πολύ καλύτερα στις απόμερες ορεινές διαδρομές, εκεί που νιώθω ότι κοντεύω σε «πολιτισμό» πλέον νιώθω απλά άβολα και μου προκαλεί νευρικότητα, έγινα λάτρης της μοναχισμού φαίνεται… βλέπε γήρας. 

Η λίμνη κοντά είναι, σύντομα φτάσαμε και παρκάραμε πάνω στις όχθες τις με φόντο το νησάκι. Πολλής κόσμος και κοσμάκης, οι ορδές τουριστών ακόμη και τέλος Σεπτέμβρη δεν έπαυσαν να υπάρχουν. Επάνω στο νησάκι στην μέση της λίμνης, υπάρχουν διάφορα κτίσματα αλλά δεσπόζει του 17ου αιώνα εκκλησιά δοσμένη στην Παναγία. Ακόμα και σ΄ένα όμορφο γραφικό σκηνικό δεν πολύ-γουστάρω και την κάνουμε, συνεχίζουμε τον ίδιο δρόμο για την διπλανή λίμνη, Bohinjsko.

 Σε καμιά 25ριά χλμ είμαστε στην λίμνη, κόσμος πολύ λιγότερος. Παρκάρουμε δίπλα από την υπέροχη εκκλησιά με αρχιτεκτονική περασμένων αιώνων δοσμένη στον Αγ. Ιωάννη τον Βαπτιστή και το πέτρινο γεφύρι. Φώτο και περπάτημα για να δούμε την λίμνη και ότι εμπεριέχει αυτή. Η λίμνη έχει διάφορα για να δεις και να κάνεις αλλά εμείς αρκεστήκαμε με τα απλά. 

Αυτό που αξίζει αναφοράς είναι το άγαλμα ενός κατσικιού, το Zlatorog (Χρυσό Κέρατο). Το Zlatorog το ζώνουν πολλοί μύθοι και ιστορίες ειδικότερα στις εδώ Αλπικές περιοχές, βασικά είναι μια ιστορία ενός βοσκού που αγάπησε μια όμορφη ντόπια κοπέλα και οι δυσκολίες να την κερδίσει.   


Η ηρεμία, η υπέροχη μέρα και ο λιγοστός κόσμος έφερε επίσης και… πείνα. Αραδιάσαμε στις μπαγκαζιέρες τυρί, σαλάμι, ντομάτα, ψωμί και αρχίσαμε να μασουλάμε σαν βλέπαμε την γαλαζό-πράσινη λίμνη με τις κορυφές των Ιουλιανών Άλπεων να δεσπόζουν στο οπτικό μας πεδίο.

 Έχουμε ακόμα καμιά 200αριά χλμ μέχρι το Maribor, έτσι η αναμονή μας εδώ δεν ήταν τύπου Αρμένικης. Διαμέσου μικρών χωριών και ακόμα επάνω στις Άλπεις, κατεβαίνουμε υψομετρικά για Ljubljana, δεν ξέρω ακριβώς ΠΟΥ και ΠΟΙΑ ονόματα χωριών ή τοποθεσιών αλλά οι δρόμοι 909 και 910 μας έδωσαν ΜΑΓΕΥΤΙΚΑ σκηνικά, ΜΑΓΕΥΤΙΚΕΣ διαδρομές και ΜΑΓΕΥΤΙΚΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ. Έχω δει Άλπεις, Καύκασο, Καρπάθια και τόσα άλλα όρη αλλά αυτό το τελευταίο σκηνικό θα μείνει μέσα στην βιβλιοθήκη του μυαλού, τόμος «Αξέχαστες Ορεινές Διαδρομές» που έχω κάνει. Από την σαστιμάρα μου δεν πήρα καμιά σημείωση για το που βρισκόμουν ή από πού περνούσα, απλά αφέθηκα σαν βλαχαδερό να οδηγώ τον Τιγράκο μου σ΄αυτό το «απλοϊκό και άχαρο»… ΤΟΠΙΟ !!!

Όσο κοντεύαμε την πρωτεύουσα, η κίνηση κλασικά μεγάλωνε. Αυτό όμως συνεχώς μεγάλωνε και άρχισε να γίνετε ανυπόφορη, έτσι, αντί για επαρχιακούς δρόμους προς Maribor, πήραμε αυτοκινητόδρομο για να μπορέσουμε να καλύψουμε την απόσταση.

Το απόγευμα καλά βαλμένο μέσα στην μέρα καθώς μπαίναμε στο Maribor. Σήμερα δεν είχα κάνει κράτηση για δωμάτια έτσι βασανιστήκαμε λιγάκι να βρούμε, και βέβαια πληρώσαμε κάτι περισσότερο και κάτι παραπάνω για στάθμευση των μηχανών… αχχχχ.

Μικρή και όμορφη πόλη στα ανατολικά της χώρας, κοντά στα Αυστρό-Ουγγρικά σύνορα… ηρεμήστε, δεν βρεθήκαμε στον 19ο αιώνα. Πολλά για την πόλη δεν έψαξα γιατί απλά εδώ θα ήταν μια διανυκτέρευση. Το βραδάκι μας πήρε λίγη ώρα να βρούμε τι θα φάμε, όσο για ντόπια γαστρονομία ούτε λόγος, τζίφος, ίσως γιατί δεν το πολύ ψάξαμε. 

Αρπάξαμε ένα καφέ συνοδευμένο με κρουασάν Σλοβένικο σ΄ένα καφέ πριν αφήσουμε Maribor και άμεσα προς Ουγγρικά σύνορα. Αυτοκινητόδρομος για κάλυψη χρόνου και απόστασης, έχουμε 450 χλμ μέχρι την πόλη Szeged, νότια Ουγγαρία σύνορα με Σερβία.

Χωρίς κανένα έλεγχο μπαίνουμε στην χώρα των Ούννων, η κατέυθυνση νότια και σε όμορφες πεδινές διαδρομές της χώρας και με τον ήλιο παρέα, οδεύουμε προς προορισμό. Είμαστε στην επαρχία της Παννονίας όπως ονόμαζαν οι Ρωμαίοι και είναι μια από της σημαντικές κρασοπεριοχές της Ουγγαρίας. Αμπελώνες λίγους είδαμε, περισσότερα μισό-ξεραμένα λειβάδια με ηλιοτρόπια είχαμε στην όλη μας διαδρομή μέχρι το Szeged.

Απογευματάκι φτάνουμε στο Szeged με αρκετή ζέστη. Το Szeged είναι η πρωτεύουσα της πάπρικας και εδώ θα φάτε πολύ καλό φαγητό ειδικότερα την διάσημη ντόπια ψαρόσουπα του Szeged. Η πόλη είναι η 3η μεγαλύτερη της χώρας και βρίσκετε πάνω στις όχθες του ποταμού Tisza. Εδώ θα μείνουμε 3 ημέρες, έχω παλιούς φίλους εδώ που ήθελα να ξαναδώ και επίσης και για μια μικρή ανάσα του ταξιδιού για ξεκούραση και ανασυγκρότηση. 

Την πρώτη μας νύκτα εδώ στα σίγουρα σε γνωστά λημέρια την αράξαμε και ειδικότερα σε παραδοσιακό εστιατόριο πάνω στις όχθες του Tisza ποταμού τρώγωντας ψαρόσουπα βέβαια και βλέπωντας το ηλιοβασίλεμα να σβήνει σε μια από τις γέφυρες του πλωτού ποταμού. 

Οι μέρες πέρασαν ευχάριστα, αρκετοί καφέδες ημερήσια και αρκετό σχετικά αλκοόλ βραδιάτικα με παλιούς φίλους και με αρκετό ύπνο γενικώς, αφήνουμε Szeged. Αυτοκινητόδρομος μέχρι Βουδαπέστη, πιάνουμε τον περιφερειακό για βόρεια προάστια. Θα πιάσουμε τον Δούναβη και θα τον ακολουθούμε πιστά για κάποια χιλιόμετρα. Εδώ είναι μια περιοχή που ονομάζεται Μεσογειακή Ουγγαρία, αρκετά χωριά και μικρές πόλεις με παραδοσιακό αυστηρά χαρακτήρα δίπλα στις όχθες του γαλάζιου Δούναβη με αρκετά cafe και παραδοσιακές ταβέρνες, οι Ούγγροι την ονόμασαν Μεσογειακή Ουγγαρία λόγω του χαρακτήρα που κατέχει.

Εμείς επιλέξαμε να μπούμε στο Szentendre για να απολαύσουμε το Μεσογειακό στοιχείο της περιοχής. Όντως, οδηγώντας μέσα στα στενά του Szentendre όλα είναι παραδοσιακά, υπέροχα πετρόκτιστα δρομάκια, σπίτια βαμμένα με ζωντανά χρώματα, παντού κυριαρχεί μια υπέροχη γραφικότητα. Βγήκαμε στον παραλιακό δρόμο, την αράξαμε σ΄ ένα cafe με φόντο, τι άλλο… τον διάσημο Δούναβη. Παραγγείλαμε τα καφεδάκια μας, βγάλαμε τις φώτο μας, τραβήξαμε τα βίντεο μας σαν καλοί  πιστοί τουρίστες δίχως να θέλουμε να πληγώσουμε την Γιαπωνέζικη κουλτούρα. Δίπλα μας στο απέναντι στενό, ένα Ελληνικό εστιατόριο και καθώς παρατηρούσα περισσότερο τον χώρο, η οδός έλεγε Gorog… που σημαίνει στην Ουγγρική, Ελλάδα.    

Συνεχίζουμε τον κεντρικό δρόμο, δρόμος 11, για να φτάσουμε σύνορα με Σλοβακία. Η διαδρομή με λίγη αναλόγως κίνηση αλλά σε αρκετά ενδιαφέρουσα στοιχεία της φύσης με ασταμάτητη παρέα τον χιλιό-ειπωμένο πλωτό ποτάμι του Δούναβη. Από πόλη Esztergom θα περάσουμε για πολλοστή φορά τον Δούναβη πάνω στο σιδερένιο γεφύρι Maria Valeria, κτισμένο το 1895, όπου μια πινακίδα μας ενημερώνει ότι πλέον είμαστε Σλοβακία. Η διαδρομή παρά-Δουνάβια, συνεχίζει να ακολουθά αντίστροφα την ροή του νερών του, το σκηνικό απλοϊκό αλλά είχε κάτι που κέρδιζε την ματιά μας, μια αλλιώτικη ομορφιά απλώνετε μπροστά μας καθώς οδηγούμε τις υπαίθριες εκτάσεις τους Σλοβακικού νότου. 

Χωρίς φανφάρες και αστέρια, καλύψαμε την απόσταση για την βραδινή μας σιέστα, απόγευμα φτάνουμε 25 χλμ ανατολικά της Μπρατισλάβας, πόλη Senec. Δεν μπήκαμε κέντρο αλλά φαινόταν ότι η πόλη μάλλον δεν είχε κάτι του γουάοοο να δείξει. Λίγη ξεκούραση στα δωμάτια μας στα προάστια της πόλης και το βραδάκι μας κέρδισε άμεσα ένα ξύλινο παραδοσιακό ξενοδοχείο πολύ κοντά στο δικό μας που είχε και εστιατόριο. Όλα ξύλινα μέσα, τομάρια γούνας πάνω στα παγκάκια τύπου πικ-νικ κι΄ένα μεγάλο ανοικτό τζάκι στην μέση. Ακόμα και οι σερβιτόροι ήταν ντυμένοι παραδοσιακά. Σουπίτσα και μετά ακολούθησε κρεατικό, υπέροχο παραδοσιακό φαγητό στο μεγαλείο του… τέτοια παραδοσιακά μέρη είναι παντοτινά μέσα στο «πρόγραμμα» κάθε ταξιδιού.  














            

 

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 σχόλια: