Κείμενα/φωτογραφίες : Αχιλλέας Ασκώτης
Ποτέ μου δεν είχα ξεκινήσει για
μοτο-ταξίδι χωρίς ένα έχω πρόγραμμα, διαδρομές, χώρους, προορισμούς. Για μένα
ήταν αδιανόητο απλά να ανεβώ στη μηχανή και να την αφήσω να με άρει όπου ήθελε,
άγνωστοι δρόμοι να με οδηγούν στο αναπάντεχο μιας έκπληξης....έλα που όμως
έγινε. Ακόμα φαίνεται μαθαίνω απ’την ζωή, είμαι ακόμα ένας μαθητής σ’αυτό που
λέγετε «γνώση & εμπειρίες», εγώ βέβαια νόμιζα ότι στο θέμα μοτοσικλετισμός
& ταξίδι είμαι αρκετά γνώστης λόγω πολύχρονης σχέσης, πιάστηκα όμως
αδιάβαστος και αδαής.
Καλοκαίρι 2012, συγκεκριμένα
πρώτο δεκαπενθήμερο Αυγούστου, με πάνει μια φυγή, ένα αίσθημα κυνηγημένου από
κάτι άυλο και αποφασίζω να την κάνω. Μια μικρή προεργασία για το τι θα φορτώσω
το αγαπημένο μου FJR με ρουχισμό & και άλλα συναφή και βούρ. Αυτό το βούρ
βέβαια το σκεφτόμουνα, που θα το κάνω, βόρεια ή νότια, δυτικά ή ανατολικά, σε ποιες χώρες έχω φίλους για επίσκεψη, που θα ήθελα να ξοδέψω χιλιόμετρα, τι θα
ήθελα να δω και άλλες χίλιες μύριες σκέψεις έκανε το μυαλουδάκι μου και βέβαια
η κατάληξη δεν ήταν τόσο κατατοπιστική για μένα. Τοπογραφικά, απλά για να σας
κάνω μια οπτική εικόνα, βρίσκομαι νότια Ουγγαρία σύνορα με Σερβία και το βούρ
τελικά αποφασίζετε απλά για νότια... με λιτά λόγια για Ελλαδάρα. Η Ελλαδάρα γνωστή για μένα κατά το 75% και
φυσικό ήταν να επιλέξω το υπόλοιπο 25% για προορισμό, βέβαια αυτή όλη νοητή
προετοιμασία έγινε εν ώρα οδήγησης μέσα στον Ε75 καθώς κατέβαινα.
Ψυχολογικά είμουν έτοιμος, η
μηχανή το ίδιο, τα μπογαλάκια μου επίσης, το μυαλό μου όμως ακόμα μπερδεμένο με την ακριβή γεωγραφική
τοποθεσία της κατάληξης εμένα και της μηχανής μου. Δεν βαριέσαι και δεν γ......ε
είπα σε μια στιγμή αλλοφροσύνης καθώς οι σκέψεις με είχαν καταπλακώσει σαν ερημιές και η μέρα αναχώρησης ορίζετε.
Σαββάτο πρωί στις 8 σπαταλώ τα
15 χλμ από την πόλη που μένω για σύνορα, η κίνηση αρκετή για χιλιόμετρα στα
σύνορα και με πιάνουν τα \@$^^%.....αλλιώς τα νεύρα μου. Για κάποιο ηλίθιο
λόγω το παίζω κυριλέ και σεβασμός αλλήλων και γυρνάω πίσω για να πάω στα διπλανά
σύνορα Tompa, 50 χλμ απόστασης. Κάνω και ένα λαθάκι και παίρνω ένα τελείως
επαρχιακό δρόμο της Ουγγαρίας γεμάτο μπαλώματα και άλλα κακοτράχαλα
κατασκεύασματα που κάνουν τα νεύρα μου να φτάνουν κόκκινα. Φτάνω λοιπών και
μπαίνω αμέσως χωρίς καθυστέρηση καθόλου Σερβία, πρός Subotica και να πάρω τον
Ε75 ως σύνορα με Ελλάδα. Η διαδρομή ανεύρεσης του Ε75 δεν ήταν τόσο εύκολη, το
GPS έλεγε άλλα, οι λιγοστές σημάνσης στις ταμπέλες λέγανε άλλα και για να μην
πολυλογώ σαν γεροντάκι μπαίνω Ε75, τα χιλιόμετρα περνάνε γρήγορα με ταχύτητες
των 140χλμ/ω και με συνεχείς σκέψεις στο που θα κάνω την πρώτη διανυκτέρευση,
που θα πάω τις επόμενες μέρες κλπ, τελικά βγάζω ένα πρόγραμμα (όπως είμαι
πάντοτε μαθημένος να πράττω). Χαλαρά, ανιαρά και με χωρίς τίποτε να αναφέρω
κοντεύω σύνορα με Σκόπια, Πράσινη κάρτα λέω μέσα μου....άρχισα τις βρισιές και
τα ανακαλυτά, είδες ρε βλάκα έλεγα μέσα μου ήθελες ταξίδι με χωρίς πολλές
προετοιμασίες και μπλα μπλα, καλά να πάθεις έλεγα και ξανάλεγα τιμωρώντας τον
καλό μου εαυτό. Σταματάω σε βενζινάδικο για γέμισμα και τσιγάρο, δεν κοιτάζω
την πράσινη κάρτα μπας και βρώ τρόπο να αλλάξω τις ημερομηνίες σκέφτηκα, ΘΑΥΜΑ
έγινε παιδιά, ο θεός ήταν, η παναγιά ήτανε...δεν ξέρω πιος καλός άγγελος με
λυπήθηκε ή κάτι, η πράσινη μου κάρτα
είχε ημερομηνία λήξης Σεπτέμβριο του 2012 και κάλυπτε όλες τις χώρες μη ΕΕ.
Χωρίς ακόμα να πιστεύω την καλή μου τύχη συνεχίζω και διανύω τα 180 χλμ περίπου
των Σκοπίων. Γύρω στις 5 απογευματάκι με βρίσκει αρακτό στη βεράντα του απλοικού/φιλικού
ξενοδοχείου στο Πολύκαστρο με το φραπεδάκι μου, το laptop μου να σερφάρει και
το τσιγάρο αναμμένο να χαλαρώνω. Θυμήθηκα ότι ένα ζευγάρι πολύ καλών φίλων από
Κύπρο ταξιδεύουν κάπου σε αυτά τα μέρη, τους παίρνω τηλέφωνο λοιπόν και μου
λένε ότι βρίσκονται στην Δοϊράνη (το χωριό) στην μεριά των Σκοπίων, το GPS
έλεγε 40 χλμ και κανονίζουμε συνάντηση αύριο πρωί.
Το επόμενο πρωινό έρχεται με τον
πάντοτε ήλιο να μας ομορφαίνει και να μας δίνει ζωντάνια, φορτώνω μηχανή και πρωινό με φραπεδάκι μετά συνοδείας κασερόπιτας στο ίδιο πάντοτε
μαγαζάκι στο Πολύκαστρο με σκηνικό τους τόπακες να λένε για τα πέριξ, αυτό το
σκηνικό το ζώ κάθε χρόνο τα τελευταία 3 χρόνια στο Πολύκαστρο. Αρπάζω το
τηλέφωνο και καλώ τα φιλαράκια, τον Γιώργο και Κατερίνα, περιττό να πώ ότι τους
ξύπνησα γαιτί ξέχασα ότι τα Σκόπια είναι μια ώρα πίσω και ξεκινώ σε πολύ
χαλαρούς ρυθμούς προς Κιλκίς και μετά προς Δοϊράνη για να περάσω σύνορα. Ωραίο
το φόντο που βλέπουν τα ματάκια μου τη λίμνη Δοϊράνη, την είχα στο πρόγραμμα μου πριν 11 χρόνια καθώς ταξίδευα στην περιοχή αλλά κάποια στραβή με ανάγκασε
να ακυρώσω την επίσκεψη. Χωρίς πολλά πολλά περνάω Σκόπια και οδεύω προς χωριό Δοϊράνη (Σκόπια), φτάνωντας, το χωριό έχει τουριστικό χαρακτήρα αλλά όλα βαλμένα σ’ένα ακατάστατο/άμορφο τρόπο, τα φιλαράκια με καλωσορίζουν και
φραπεδιά (λόγω απόστασης έχουν το φραπέ εδώ και επίσης μιλάνε Ελληνικά, πήραν
και κάτι καλό από την γειτνίαση οι «Μακεδόνες») για να τα πούμε. Μου λένε ότι το ξενοδοχείο
που μένουν είναι σε χάλια κατάσταση και να φανταστείτε ότι είναι από τα καλύτερα
που βρήκαν, βέβαια αυτό το είχα προσέξει κ’εγώ απ’τήν αρχή που μπήκα στο χωριό.
Το πρόγραμμα τους έλεγε επίσκεψη σε λίμνες των Βαλκανίων και αυτό με βρήκε
σύμφωνο με αποτέλεσμα να τους ακολουθήσω σαν τουρίστας και ξεκινάμε σε
δευτερεύοντα δρόμο μέσω Valandovo για να ενωθούμε με Ε75 μέχρι Negotino για
Kavadarci Prilep Bitola δρόμος 106. Η διαδρομή δεν έλεγε απολύτος τίποτα,
περνούσε ανάμεσα από άχαρες πόλεις και χωριά με αρκετή κίνηση και σχετικά
κακοτράχαλους δρόμους, προορισμός η πόλη Ωχρίδα στην ομώνυμη λίμνη. Στάση για
τσίμπημα στο Prilep, βαβούρα και ακαταστασία αλλά μ’ένα καλούτσικο κέντρο με
ωραία μαγαζάκια σ’ένα πετρόκτιστο πεζόδρομο. Ένα μείγμα διαφόρων κρεατικών με
Μακεδονική σαλάτα που έμοιαζε καθαρά με την
παραδοσιακή Σέρβικη (Shopska). Όταν ήρθε η ώρα της αναχώρησης, οι μπύρες μας
έκαναν ανήμπορους και άθελους να καβαλήσουμε αλλά έλα που έπρεπε. Η διαδρομή
προς Bitola καλύτερη από τις άλλες και
με παρεΐτσα ένα τρελό Σκοπιανό με Kawasaki Z1000 να μας κάνει επιδείξεις αλλιώς καγκουριές, εκεί που νομίζαμε ότι μας άφησε επιτέλους άξαφνα μας
περνούσε σε στυλ Rossi, για να
καταλάβετε τον είδαμε σταματημένο δίπλα από ένα σταθμό και δεν πέρασαν 7-8
λεπτά είδαμε την φιγούρα του στους καθρέφτες μας, ευτυχώς ο πυροβολημένος κάγκουρας
Σκοπιανός μας άφησε στην Bitola. Οδεύουμε προς Resen, τίποτα το ιδιαίτερο απολύτως, και οδηγούμε για τα τελευταία 37 χλμ μέσα σε βουνίσια πράσινη
διαδρομή με κακή άσφαλτο προς Ωχρίδα, βασικά μπαίνουμε στις Δηναρικές άλπεις.
Μπαίνωντας Ωχρίδα με αρκετή κίνηση, τουριστική πόλη, πάμε για λίμνη και μ’ένα
τύπο πάνω στο ποδήλατο να μας ακολουθεί σαν σκιά και να παραμιλά κάτι που εμείς
δεν δίναμε σημασία. Δεν πέρνουμε το ticket της μπάρας στάθμευσης της λίμνης και
το προσπερνούμε γιατί θέλαμε τις μηχανές μας να δούν και αυτές το τοπίο
(Ελληνικότατο τυπικό μοτοσικλετιστικό χαρακτηριστικό), ένα όντως πολύ ωραίο
τοπίο, γαλάζια νερά που θύμιζαν μεσογειακό χαρακτήρα με πολλά μαγαζάκια, καφέ,
εστιατόρια κλπ να δίνουν στον επισκέπτη μιας καλοκαιρινής πινελιάς και όντως οι
καλοί μας γείτονες το κατάφεραν πολύ καλά. Στάση για ξεκούραση με τον ποδηλάτη
να έχει μια γλώσσα έξω καταιδρωμένος και τελικά να μας δίνει μια κάρτα για
ενοικίαση δωματίων, ήλιος εκεί ψηλά να μας βαράει και με θερμοκρασίες κοντά
στους 35, σ’ένα καφέ καθόμαστε που είχα προσέξει ότι είχαν κάτι σαν φραπέ που
τελικά...δεν ήταν. Γύρω μας ακούεις λογιών λογιών διαλέκτους και γλώσσες δείχνοντας έτσι ότι είναι αρκετά κοσμοπολίτικο και μέρος όπου πολλοί τουρίστες το έχουν
σαν προορισμό, δεν το ανάμενα αυτό καθόλου ή απλά ήμουν εγώ απληροφόρητος. Το
GPS δουλέυει για να μας βρεί χώρο διαμονής, ένας σκοπός που αποδείχτηκε
χρονοβόρος και περίπλοκος. Μετά από 5-6 προσπάθειες όλα γεμάτα, αποφασίζουμε να
ακολουθήσουμε την ακτή προς νότια μεριά, μια απόφαση που μας βγήκε σωτήρια,
βρήκαμε ένα μικρό όμορφο ξενοδοχείο λίγο έξω απ’τήν πόλη με 29 ευρώ το μονόκλινο
(για εμένα αυτό, μοναχικός καββαλάρης
βλέπετε) και 44 ευρώ για το ζευγαράκι μας. Περιττό να αναφέρω ότι κάποια άλλα ξενοδοχεία μας
ζητούσαν μέχρι και 100 ευρώ την βραδιά, πολύ high το είδαν οι Σκοπιανοί τελικά
και διερωτώμαι τι τους έκανε να έχουν αυτήν φαεινή ιδέα, είπαμε, πολύ όμορφος
προορισμός αλλά .... δεν είναι και οι Μαλδίβες νήσοι. Βεράντα με φόντο την Καραϊβική....συγγνώμη, λίμνη Ωχρίδα μ’ένα ωραίο δωμάτιο που κλείσαμε για 2 βράδια. Μπανάκι και κάτω για περιδιάβαση και γνωριμία. Ένας μικρός λόφος
δεσπόζει την μικρούλα πόλη φιλοξενώντας ένα κάστρο, παρκάρουμε μέσα στα τοίχοι του
και κάνουμε ένα μικρό τούρ, υπάρχει και ένα αρχαίο θέατρο επί εποχής.... είπαμε
ότι το ταξιδάκι αυτό είναι απρόσμενο και απρογραμμάτιστο άρα ιστοριούλες δεν θα
έχει χαχα. Υπάρχουν αρκετά να δουν τα μάτια ενός τουρίστα εδώ πάνω εντός των τειχών που αξίζει να σπαταλήσετε λίγο χρόνο, μετά από κάποιες φώτο με το ωραίο
σκηνικό από ψηλά προς τη λίμνη και κάποιες αγορές σουβενίρ την κάνουμε.
Ρωτήσαμε αν μπορούσαμε να οδηγήσουμε μέσα στα στενά για να κατεβούμε στο κέντρο
και μας είπαν ναί, λόγω αμφίρροπης συνεννόησης εν Αγγλιστήν ένας φόβος μας ζώνει
μπας και καταλήξουμε πίσω από σιδερένιες μπάρες και οδηγούμε μέσα στα όμορφα
πέτρινα στενά με τα πάμπολλα μαγαζάκια, εστιατόρια και μπάρ θυμίζοντας παραλιακές μεσογειακές πόλεις/χωριά. Παρκάρουμε στο μώλο, δίπλα απ’τό κύμα,
μ’ένα όμορφο χρωματιστό δειλινό να απλώνετε στα ήρεμα νερά της λίμνης καθώς η
νύκτα έμπαινε και περπατούμε για ανεύρεση χώρου εξάσκησης των γνάθων μας... εστιατόριο είναι αυτό παιδιά. Βρίσκουμε ένα δίπλα απ’τό κύμα και την αράζουμε,
τοπική κουζίνα δεν υπάρχει, ένας συνδυασμός διεθνούς και γύρω χωρών φαγητών
παρουσιάζετε στο σχετικά λιτό μενού παρόλο το καλοστημένο εστιατόριο και φυσικά
συνοδεία με ροζέ κρασί...ντόπιο. Η θερμοκρασία πέφτει λιγάκι και ένα αγέρι
απλώνετε στη λίμνη καθώς οι ώρες περνούν με κουβεντούλα αλλά εμείς με τα 3
μπουκάλια κρασιού ζεσταθήκαμε, όταν ήρθε ο λογαριασμός 90 ευρώ (2 φαγητά + 1
ομελέτα + 2 σαλάτες + 3 μπουκάλια κρασί ντόπιο)....κρυώσαμε. Το κρασί μόνο
παιδιά το πληρώσαμε 20 ευρώ τη μπουκάλα και είναι και ντόπιο (το έγραψα 3 φόρες
για να μην το ξεχνάτε όπως δεν το ξεχνάμε ούτε και εμείς), αν και ήταν πολύ καλό
θεωρούμε ότι 20 ευρώ ήταν υπέρ πολλά. Πληρώνουμε καθώς τα χέρια μας
δυσκολευόνται να μπούν στις τσέπες και βούρ στο ξενοδοχείο για νανάκια.
Ηλιόλουστο το πρωινό και με
βρίσκει στις 7 πρωινή να κάθομαι στον κήπο του μικρού ξενοδοχείου με το πρωινό
μου να απολαμβάνω την σχετική σιγή που επικρατεί, σε τέτοιες περιστάσεις, σε
τέτοια μοτίβα της ζωής να κάθεσαι μονάχος και να παρατηρείς τον άγνωστο και πρωτόγνωρο χώρο που βρίσκεσαι μαζί με την τριγύρω ομορφιά του είναι στιγμές που
δεν ξεχνιούνται και αφήνονται μέσα στο μυαλό για πάντα, είμαι σίγουρος ότι
πολλοί έχουν τέτοιες εμπειρίες σαν αυτή που ένιωσα εγώ. Κατά τις 11 φεύγουμε
και σκοπός μας είναι το τέλος της λίμνης μέχρι τα σύνορα με Αλβανία (τα σύνορα
είναι ανοικτά και δίπλα η πόλη Pogradec), εκεί βρίσκετε και ένα μοναστήρι. Τα
30 χλμ μέχρι το μοναστήρι γίνονται ανάμεσα σε παραλίες, κολπάκια, χωριά και όλα
συνδυασμένα με την απόλυτη ομορφιά που μπορεί να δώσει ένα τοπίο. Το τουριστικό
στοιχείο βρίσκετε σε ψηλά επίπεδα αλλά δεν το έχει χαλάσει/καταστρέψει...ακόμη τουλάχιστον. Η ταχύτητα χαμηλή για οπτική απόλαυση μέχρι το τέλος του δρόμου
για Sveti Naum. Παρκάρουμε και περπατούμε τη σχετικά γεμάτη από κόσμο παραλία
με τα μαγαζάκια πώλησης σουβενίρ, ρουχισμό και ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε μέχρι το ορθόδοξο μοναστήρι που τελικά έγινε τουριστικός πόλος έλξης για
ντόπιους και ξένους. Και εμείς σαν καλοί χριστιανοί, είπαμε να θυμηθούμε τι
θρησκεία κουβαλάμε, ανάψαμε κεριά το οποία βέβαια αγοράσαμε 1 ευρώ
έκαστον...άκουσον κύριε. Βγάζουμε τις απαιτούμενες φώτο, παρατηρούμε τον
περίγυρο μας και πίσω. Σταματάμε σ’ένα ύπαιθρο μαγαζάκι/ταβέρνα για να κουλάρουμε λίγο απ’τήν ζέστη με pivo (μπύρα) και καταλήξαμε να τρώμε Σέρβικη
σαλάτα (που τόσο αγαπήσαμε), τοπικά λουκάνικα και το Σέρβικο πολύ ωραίο φαγητό Cevapcici.
Μετά λύπης αφήνουμε το ταβερνάκι πάνω στην αμμουδερή παραλία της λίμνης και πίσω για να πάρουμε το δρόμο να
βγούμε στην μεγάλη Πρέσπα. Δρόμος δασικός ανηφορικός αλλά με φανταστική θέα,
φτάσαμε σε υψόμετρο 2100 μέτρα (η λίμνη έχει υψόμετρο γύρω στα 600 μέτρα) σε
περίπου 11 χλμ απόστασης φιδίσιας διαδρομής, τρομερό Ε!!! Όσο για τη θέα, απλά
μαγευτική. Και σε ακόμα 25 φτάνουμε στη μεγάλη Πρέσπα, η θέα καθώς κατηφορίζαμε
και αυτή απλά απίθανη και στο τέρμα στρίβουμε δεξιά για το τελείως άκρο της
λίμνης, σύνορο με Ελλάδα, χωριό Stenje. Την αράζουμε πάλι σ’ένα μικρό
εστιατόριο/καφέ με λιγοστούς τουρίστες και ντόπιους για καφεδάκι αυτή τη φορά. Ρωτάμε
για φραπεδιά, η Ελλάδα είναι μόλις 2-3 χλμ μακρύα απ’εδώ και ίσως έχουν, τα
αγγλικά μου δεν βοηθάνε το γκαρσόνι και φωνάζει άλλο που τα μιλάει καλύτερα
(τρομάρα του), του εξηγώ τη θέλουμε σε όσο πιο απλοϊκή αγγλική γλώσσα (η νοηματική νομίζω θα είχε καλύτερα αποτελέσματα) και αυτός μας λέει ότι ξέρει
και θα μας τον φτιάξει, εγώ παίρνω ένα σιροπιαστό αχτύπητο καφέ και ο Γιώργος
ένα καφέ μαύρο απλά ριγμένο στο ποτήρι με πάγο, η Κατερίνα πιο έξυπνη πήρε
ζεστό καφέ γιατί το ψιλιάστηκε ότι κάτι δεν ήταν σωστό. Ρουφάμε τον
καφέ/κατούρημα με φόντο την Πρέσπα που και αυτή με περιττή ομορφιά και πίσω να ανηφορίσουμε προς εθνικό πάρκο Galicica, έτσι λέγετε η περιοχή, τα τοπία και η
θέα δεν μας έλειψαν καθόλου πάλι και το απογευματάκι αργά στο ξενοδοχείο. Είπαμε να φάμε στο ξενοδοχείο το βράδυ, ήμασταν και κουρασμένοι, ήμασταν και τρομαγμένοι από την τιμή του ψεσινού κρασιού έτσι αρακτοί εκεί κάτω απ’τό
σεληνόφως να μας φωτίζει το τραπέζι.....πάει, τα έχασα νομίζω.
Πρωί πρωί πάλι με βρίσκει να
είμαι στο κήπο με το πρωινό και να αφουγκράζομαι το τοπίο σαν βλαχαδερό. Τρώμε
πρωινό και φορτώνουμε με προορισμό Αλβανία. Κατεύθυνση βόρεια προς πόλη Struga
και δεξιά για Debar για να περάσουμε Αλβανία, απόσταση από Ωχρίδα 70 χλμ. Ο
δρόμος σχετικά σε κακή κατάσταση και οι λίμνες Globochichko και Debarsko να
προσπαθούν να ομορφύνουν το σχετικά άχαρο τοπίο με τίποτα να επιδείξει. Το Debar,
μια καθαρά μουσουλμανική πόλη και αντιλαμβάνεστε πόσο άκομψη και άσχημη είναι,
σε μερικά χιλιόμετρα μετά μπαίνουμε Αλβανία. Λοιπόν, εδώ θα προσπαθήσω να σας
μεταφέρω την κατάσταση των δρόμων, πως οδηγούν οι Αλβανοί και τις εντυπώσεις
μου. Οι Αλβανικοί επαρχιακοί δρόμοι που ίσως έχουν δεί συντήρηση πριν από 50
χρόνια, γεμάτοι λογής λογής τρύπες διαφόρων διαμέτρων, με καρούμπαλα τύπου
σαμαράκια super cross, σε μια αθλιότατη κατάσταση, στενοί και με τους Αλβανούς
να κρατάνε όποια πλευρά ή μήκος του δρόμου γουστάρουν ώστε να αποφύγουν τις
μεγάλες τρύπες (που αν γέμιζαν νερό θα έκαναν πισίνα για μεγάλα παιδιά), μέση
ταχύτητα 30-40 χλμ/ω και το κερασάκι στη τούρτα είναι να τρώμε τη σκόνη σαν
αλεύρι. Αυτό είναι το σκηνικό που αντίκρισα στο έμπα της Αλβανίας, δρόμος SH
44/SH6 προς Peshkopi, το FJR και CBR τα είχαν φτύσει συνάμα με τα κοκαλάκια μας και ότι άλλο είχε κόκκαλο και κρέας επάνω μας. Στάση φυσικά στο Peshkopi μπας και χαλαρώσουμε απ’τό όλο
σκηνικό και ταλαιπωρία, τώρα θα μου πείτε με τέτοιες μηχανές που πάτε ρε
παλληκάρια, έχετε απόλυτο δίκιο, βαράτε ανελέητα. Είμαστε πιά καλά βαλμένοι
στις Δηναρικές άλπεις που κρατάνε σ’ένα μήκος 650 χλμ περίπου αρχίζοντας από
νότια των Ιουλιανών άλπεων (Σλοβενία) και κατεβαίνουν μέχρι Αλβανία περνώντας
Κροατία, Σερβία, Μαυροβούνιο και ΦΥΡΟΜ. Το ψηλότερο σημείο στα 2692 μέτρα
βρίσκεται στην βόρεια Αλβανία σύνορα με Μαυροβούνιο. Προορισμός για
διανυκτέρευση το Kukes, δίπλα από την λίμνη Fierza που συνδέετε με την λίμνη
Κομάνι. Ρουφάμε τις μπύρες μας, παίρνουμε ανάσες και σταυροκοπιόμαστε να
είμαστε καλά και να μήν συναντήσουμε τέτοιο δρόμο ξανά (αν ονομάζετε δρόμος)
και δρόμος SH31, όσες φορές και αν βάλαμε τον σταυρό μας δεν ήταν αρκετές, ο
δρόμος στο ίδιο σκηνικό ήτανε, μάλλον κατάρες και παλιές αμαρτίες πληρώνουμε
τώρα για να τραβάμε τέτοιο μαρτύριο, στην διαδρομή αποφασίσαμε Γιώργος και εγώ
για αγορά on&off μηχανής, δεν πάει άλλο. Οι προφορικές οδηγίες που πήραμε,
γιατί ούτε και ταμπέλες βασικά υπάρχουν είναι να πάρουμε τον νέο δρόμο, μια
δεξιά στροφή, που τώρα βρίσκετε αυτή.... μόνο ο θεός ξέρει. Σε λίγα χιλιόμετρα
φτάνουμε ένα γεφύρι, σιδερένιο στη κυρία κατασκευή αλλά επενδυμένο με ξύλινες
δοκούς για οδόστρωμα και με φυσικά οι μισοί ξύλινοι δοκοί να λείπουν (μου
θύμιζε κάτι μισογκρεμισμένα γεφύρια στα έγκατα της Σιβηρίας που είδα σε
μότο-ταξιδιωτικά), κοντοστεκόμαστε γιατί το γεφύρι ήταν αμφίρροπης αντοχής και ένα
φορτηγάκι σταματάει δίπλα μας, Αλβανοί με μέτρια Ελληνικά μας είπαν να πάμε
πίσω γιατί ο δρόμος μετά το γεφύρι είναι άθλιος (γιατί οι άλλοι λεωφόροι
ήτανε??? κλασσικό αυτό πιά), με άλλα λόγια μας έλεγαν να πάρουμε το νέο δρόμο.
Τελικά τον βρίσκουμε, σχεδόν τέλεια οδόστρωση και έκανε την οδήγηση σαν
λιμουζινάτη βόλτα. Η διαδρομή να περνάει από μικρά χωριουδάκια που ίσως να
βλέπουν ξένους κάθε 10ετία, η διαδρομή αρχίζει να μας ανεβάζει σε βουνίσιους
δρόμους, το υψόμετρο να ανεβαίνει αρκετά, η θέα και η απόλυτη απομόνωση στο απόγειο της και καθώς τα μάτια μας είναι απασχολημένα με την όλη θέαση...νάσου
ένα κομμάτι της ασφάλτου να λείπει, εκεί που οδηγάς ανέμελος γιατί ο δρόμος
είναι σχετικά καλός βρίσκεις σημεία που για κάποιο ανεξήγητο λόγω η άσφαλτος λείπει
για 1-2 μέτρα και μέσα στο ελλειπή κομμάτι να βρίσκονται λογής μεγάλες πέτρες
που σε αναγκάζει σε πλήρη στάση για να το περάσεις, δεν ξέρω τι να συμπεράνω
και τι να πω. Ξανά πίσω στην περιδιάβαση της διαδρομής που περνάει από
άγρια/τραχιά βουνά σε υψόμετρο σχεδόν 2000 μέτρων δίνοντας μας ατελείωτες
οπτικές εικόνες τις περιοχής, πραγματικά το σκηνικό αντικαθιστά τα όλα
περνούμε/περάσαμε κάνοντας μας χαρούμενους. Τα χωριουδάκια να εναλλάσσουν το ένα
με το άλλο και με τους κατοίκους να μας βλέπουν περίεργα, ίσως και να λέγανε
ενδόμυχα τι κάνουν αυτοί οι τρελοί εδώ, ποιός ξέρει την αλήθεια. Και εκεί που
είσαι στα ψηλά και σχεδόν στην πλήρες απομόνωση βλέπεις μικρά νεκροταφεία των
5-6 τάφων, μόνα τους βαλμένα στη άκρη των βουνοπλαγιών να βρίσκονται εκεί, περίεργο σκηνικό και περίεργη τοποθέτηση τους με κάνουν για στάση και φώτο. Περιττό να αναφέρω ότι συναντήσαμε κομμάτια των 1-2 χλμ με χωμάτινη διαδρομή και επιτέλους
αρχίζουμε να κατηφορίζουμε μετά από το ατέλειωτο στροφιλίκι που κράτησε για
ώρες, η πεδιάδα και η πόλη Kukes φάνηκαν.
Εμ καλό, να μην έχει και άλλη εντουράδα, σχεδόν στο τελικό κατέβασμα κάνουμε ακόμα μια χωμάτινη και πέτρινη συνάμα διαδρομή εμπλουτισμένη με λάσπη για καμιά 5ριά χιλιόμετρα, η κούραση και τα νεύρα μου είχαν φτάσει....πέρα του κόκκινου. Στο τέλος της τελευταίας λασπωμένης εντουράδας μια ασφάλτινη ευθεία, στο καθρεφτάκι μου ο Γιώργος & Κατερίνα να λείπουν, σταματάω για τσιγάρο, στο τέλος του τσιγάρου τους βλέπω να έρχονται, ρωτάω τι έγινε και μου λένε ότι σταμάτησαν για κρέμα τσιμπήματος, έντομο ή κάτι τέλος πάντων τσίμπησε τον Γιώργο, ξεκινάμε με τον Γιώργο μπροστά και σε απόσταση λιγότερη του ενός χιλιόμετρου τους βλέπω να σταματάνε βιαστικά στην άκρη του δρόμου και να βγάζουν κράνη και σακάκια σας τρελοί, σταματάω και εγώ και ρωτάω τί έγινε ρε παιδιά, τότε βλέπω τον Γιώργο να μην τον κρατάνε τα πόδια του και να χάνει την ισορροπία του, πάω κοντά και τον βάζω να καθίσει καθώς του έβαζα την κρέμα για τσιμπήματα σαν ύστατη πράξη να απαλύνω την μόλυνση, το σημείο του τσιμπήματος είχε γίνει κόκκινο σαν πιπέρι και πολύ φουσκωμένο, ο Γιώργος να προσπαθεί να σταθεί και να πέφτει, ένας μικρός πανικός κυριαρχεί, ο Γιώργος να χάνει τις αισθήσεις του και να μην κρατάει ισορροπία, κάποιοι εκεί έρχονται για βοήθεια που σταμάτησαν για αγορά σταφυλιών από υπαίθριο μαγαζάκι απέναντι μας και τους λέω για γιατρό, σε διάστημα δευτερολέπτων μέσα στο πανικό όλο βλέπω αυτοκίνητο δίπλα μου, βάζω βιαστικά Γιώργο & Κατερίνα μέσα και φεύγουν για νοσοκομείο. Ζαλισμένος απ’τό όλο σκηνικό, βουτηγμένος στη σκόνη και με την ζέστη να βαράει κάθομαι δίπλα από τα γεροντάκια που πουλούσαν σταφύλια προσπαθώντας να ηρεμήσω με νερό και τσιγάρο. Τα φιλόξενα γεροντάκια, πάντα καλά νάναι, μου πρόσφεραν σταφύλη και συντροφιά. Το αυτοκίνητο έρχεται πίσω και μου λένε σε σπασμένα αγγλικά (ας είναι) ότι όλα καλά και είναι στο νοσοκομείο, τους ευχαριστώ θερμά και κάνω να τους δώσω χρήματα για την βοήθεια τους, αρνούνται κατηγορηματικά να τα πάρουν και φεύγουν, φυλάω τα πράγματα των παιδιών, παρκάρω τη μηχανή στα γεροντάκια που προσφέρθηκαν να κρατάνε τσίλιες και πάω να βρω το νοσοκομείο. Τελικά σαν οδεύω προς αυτό βλέπω τον Γιώργο & Κατερίνα περπατώντας να φεύγουν. Τελικά του έδωσαν μια δόση κορτιζόνης και ο Γιώργος ήρθε στα συγκαλά του. Τον παίρνω πίσω να πάρει μηχανή καθώς η Κατερίνα περιμένει στο προαύλιο του νοσοκομείου, ευχαριστούμε θερμά τα γεροντάκια (δεν τόλμησα να προσφέρω χρήματα αυτή τη φορά) και πίσω να πάρουμε Κατερίνα και να βρούμε διαμονή. Η πόλη Kukes μικρή και αναμενόμενα άχαρη, στο γυρεμό για διαμονή βρήκαμε ένα τόπακα που ζούσε Ελλάδα και μας έδωσε κάποιες βοηθητικές συμβουλές. Στο κέντρο της πόλης βρήκαμε, σ’ένα πολύ απλοϊκό ξενοδοχείο μετά από 30 λεπτά συνομιλίας μέχρι να καταλάβουμε την τιμή, βραδινό εκεί στο ξενοδοχείο παρέα με τον Αλβανό φίλο μας που η γλωσσοδιάρροια ήταν λέξη άγνωστη σ’αυτόν και ύπνο. Βέβαια αρπάξαμε και πληροφορίες για τις λίμνες, ξέραμε ότι υπήρχε πλοιαράκι που φόρτωνε και τις μηχανές και έκανε πλωτή διαδρομή από τη λίμνη Fierza προς λίμνη Κομάνι μέσα σε υπέροχες διαδρομές αλλά για κακή μας τύχη σταμάτησε. Δύσκολη μέρα, σπαταλήσαμε περίπου 4 ώρες να κάνουμε 90 χλμ (Αλβανικό έδαφος φυσικά) μέσα σε άθλιες συνθήκες αρκετές φορές και μετά το συμβάν με το Γιώργο σαν κερασάκι είμασταν πραγματικά ζωντανοί νεκροί .
Εμ καλό, να μην έχει και άλλη εντουράδα, σχεδόν στο τελικό κατέβασμα κάνουμε ακόμα μια χωμάτινη και πέτρινη συνάμα διαδρομή εμπλουτισμένη με λάσπη για καμιά 5ριά χιλιόμετρα, η κούραση και τα νεύρα μου είχαν φτάσει....πέρα του κόκκινου. Στο τέλος της τελευταίας λασπωμένης εντουράδας μια ασφάλτινη ευθεία, στο καθρεφτάκι μου ο Γιώργος & Κατερίνα να λείπουν, σταματάω για τσιγάρο, στο τέλος του τσιγάρου τους βλέπω να έρχονται, ρωτάω τι έγινε και μου λένε ότι σταμάτησαν για κρέμα τσιμπήματος, έντομο ή κάτι τέλος πάντων τσίμπησε τον Γιώργο, ξεκινάμε με τον Γιώργο μπροστά και σε απόσταση λιγότερη του ενός χιλιόμετρου τους βλέπω να σταματάνε βιαστικά στην άκρη του δρόμου και να βγάζουν κράνη και σακάκια σας τρελοί, σταματάω και εγώ και ρωτάω τί έγινε ρε παιδιά, τότε βλέπω τον Γιώργο να μην τον κρατάνε τα πόδια του και να χάνει την ισορροπία του, πάω κοντά και τον βάζω να καθίσει καθώς του έβαζα την κρέμα για τσιμπήματα σαν ύστατη πράξη να απαλύνω την μόλυνση, το σημείο του τσιμπήματος είχε γίνει κόκκινο σαν πιπέρι και πολύ φουσκωμένο, ο Γιώργος να προσπαθεί να σταθεί και να πέφτει, ένας μικρός πανικός κυριαρχεί, ο Γιώργος να χάνει τις αισθήσεις του και να μην κρατάει ισορροπία, κάποιοι εκεί έρχονται για βοήθεια που σταμάτησαν για αγορά σταφυλιών από υπαίθριο μαγαζάκι απέναντι μας και τους λέω για γιατρό, σε διάστημα δευτερολέπτων μέσα στο πανικό όλο βλέπω αυτοκίνητο δίπλα μου, βάζω βιαστικά Γιώργο & Κατερίνα μέσα και φεύγουν για νοσοκομείο. Ζαλισμένος απ’τό όλο σκηνικό, βουτηγμένος στη σκόνη και με την ζέστη να βαράει κάθομαι δίπλα από τα γεροντάκια που πουλούσαν σταφύλια προσπαθώντας να ηρεμήσω με νερό και τσιγάρο. Τα φιλόξενα γεροντάκια, πάντα καλά νάναι, μου πρόσφεραν σταφύλη και συντροφιά. Το αυτοκίνητο έρχεται πίσω και μου λένε σε σπασμένα αγγλικά (ας είναι) ότι όλα καλά και είναι στο νοσοκομείο, τους ευχαριστώ θερμά και κάνω να τους δώσω χρήματα για την βοήθεια τους, αρνούνται κατηγορηματικά να τα πάρουν και φεύγουν, φυλάω τα πράγματα των παιδιών, παρκάρω τη μηχανή στα γεροντάκια που προσφέρθηκαν να κρατάνε τσίλιες και πάω να βρω το νοσοκομείο. Τελικά σαν οδεύω προς αυτό βλέπω τον Γιώργο & Κατερίνα περπατώντας να φεύγουν. Τελικά του έδωσαν μια δόση κορτιζόνης και ο Γιώργος ήρθε στα συγκαλά του. Τον παίρνω πίσω να πάρει μηχανή καθώς η Κατερίνα περιμένει στο προαύλιο του νοσοκομείου, ευχαριστούμε θερμά τα γεροντάκια (δεν τόλμησα να προσφέρω χρήματα αυτή τη φορά) και πίσω να πάρουμε Κατερίνα και να βρούμε διαμονή. Η πόλη Kukes μικρή και αναμενόμενα άχαρη, στο γυρεμό για διαμονή βρήκαμε ένα τόπακα που ζούσε Ελλάδα και μας έδωσε κάποιες βοηθητικές συμβουλές. Στο κέντρο της πόλης βρήκαμε, σ’ένα πολύ απλοϊκό ξενοδοχείο μετά από 30 λεπτά συνομιλίας μέχρι να καταλάβουμε την τιμή, βραδινό εκεί στο ξενοδοχείο παρέα με τον Αλβανό φίλο μας που η γλωσσοδιάρροια ήταν λέξη άγνωστη σ’αυτόν και ύπνο. Βέβαια αρπάξαμε και πληροφορίες για τις λίμνες, ξέραμε ότι υπήρχε πλοιαράκι που φόρτωνε και τις μηχανές και έκανε πλωτή διαδρομή από τη λίμνη Fierza προς λίμνη Κομάνι μέσα σε υπέροχες διαδρομές αλλά για κακή μας τύχη σταμάτησε. Δύσκολη μέρα, σπαταλήσαμε περίπου 4 ώρες να κάνουμε 90 χλμ (Αλβανικό έδαφος φυσικά) μέσα σε άθλιες συνθήκες αρκετές φορές και μετά το συμβάν με το Γιώργο σαν κερασάκι είμασταν πραγματικά ζωντανοί νεκροί .
Ξύπνημα
πάλι νωρίς για μένα, ντύνομαι και παίρνω τα πόδια μου για ανεύρεση ενός
μαγαζιού που έκανε τυρόπιτες και άλλα παρόμοια είδη μετά από υπόδειξη του
Αλβανού κολλητού (έγινε κολλητάρι τώρα μετά από την ψεσινή γλωσσοδιάροια),
αγοράζω λοιπόν τα κατασκεύασματα αυτά και τα τρώμε με φραπεδάκι που έφτιαξαν τα
παιδιά στο δωμάτιο. Φόρτωση και βούρ, δεν θα το πιστεύετε παιδια,
ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟΣ (Α1 που νομίζω από τον αριθμό είναι και ο πρώτος) προς
παραλιακά, τελειώνει μεταξύ Τίρανα και πόλη Σκόδρα όπου και ο προορισμός μας.
Πολύ καλή σήμανση, άψογη ποιότητα και κάνουμε τα 70 χλμ μέχρι τέλους. Δεξιά για
πόλη Σκόδρα μέσα σε βαριά κίνηση, σ’ένα μέτριο ποιότητας δρόμο. Κοντεύωντας για
Σκόδρα ταμπέλα έλεγε για Κομάνι και την παίρνουμε. Διαδρομή άχαρη αλλά
φτάνωντας στη λίμνη (αρχή της λίμνης Κομάνι) σε καμιά 35 χλμ σταματάμε σ’ένα
εστιάτοριο ακριβώς στις όχθες για ..... τι άλλο??? φυσικά μπυρίτσες παγωμένες
σαν την βόρεια θάλασσα. Την αράξαμε εκεί για λίγο μετά από τις κλασσικές φώτο
και συνεχίζουμε τον δρόμο ανεβαίνωντας για ομόνυμο χωριό, σε καμιά 5ρια χλμ ο
δρόμος φαίνεται να μπαίνει στα κλασσικά χαρακτηριστικά και εμείς κάνουμε στροφή
για πίσω και Σκόδρα. Η Σκόδρα είναι μια από τις παλαιότερες και σημαντικότερες
πόλης της Αλβανίας, αρκετά μεγάλη και καθαρά μουσουλμανικό στοιχείο αλλά σε μια
καλύτερη τάξη από άλλες που είδαμε, το τουριστικό της κέντρο με ωραία μαγαζάκια
και λιγοστούς τουρίστες μας φιλοξενά. Η ζέστη σχεδόν αφόρητη, παραγγέλουμε για
τσίμπημα με φυσικά μπυρίτσες να γεμίζουν το τραπέζι μας και κάνουμε πλάνα,
πρέπει να παραδεκτώ ότι το φαγητό και η εξυπηρέτηση ήταν άψογη και αυτό το λέω
συγκρίνωντας με άλλα πολλά που έχω δεί στα Βαλκάνια και γενικώς ανατολική
Ευρώπη. Δεν αποφασίσαμε αν θα μείνουμε Σκόδρα ή για κάπου αλλού. Η ώρα περνάει
και λέμε να την κάνουμε, το λιγοστό μυαλό που διαθέταμε εκείνη τη ώρα μας έλεγε
να πάμε ανατολικά της λίμνης γιατί η διαδρομή έλεγε, διανυκτέρευση δεν
αποφασίστηκε ακόμη. Δυσκολεύομαστε λιγάκι να βγούμε, κατακρίβειαν να βρούμε το
σωστό δρόμο, το GPS μου δεν είχε την
Αλβανία, ανάμεσα σε άσχημους δρόμους ανα περιόδους και μάλιστα σε μια φάση
καθώς οδηγούσαμε ένα μεγάλος ασφάλτινος όγκος σε σχήμα τραπεζίου και με ύψος
περίπου τα 30 εκατοστά τα κείτεται στην μέση του δρόμου, αν το κτύπαγα δεν θα
είχα μπροστινή ζάντα και με σίγουρη πτώση. Βγαίνουμε της πόλης, η λίμνη άρχισε
να φαίνεται αλλά από απόσταση, δεν βρήκαμε ακόμη τον παραλιακό δρόμο επάνω στη
λίμνη, επίσης και οι 3 μας λέγαμε και γνωρίζαμε ότι υπάρχουν αξιοθέατα και
ωραίες διαδρομές σε αυτή την μεριά της λίμνης. Τα χιλιόμετρα παιρνούν και
κοντέυουμε σύνορα με Μαυροβούνιο, σταματάμε για αναλύση των δεδομένων μας.
Αποφασίζουμε να μπούμε μέσα στα χωριά μπας και βρούμε δρόμο, οδηγούμε για
χιλιόμετρα κυρίως σε άσχημους δρόμους,ακόμα και από ρέματα χειμάρων περάσαμε,
αλλά τζίφος, μόνο χωριά και τίποτε άλλο, ούτε παράλια της λίμνης ούτε τίποτα
και κάνουμε επιστροφή για πίσω αφού άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Αποφασίσαμε να
μπούμε Μαυροβούνιο και να πάμε στη λίμνη Σκόδρα από εκείνη τη πλευρά. Ο δρόμος
χειροτερεύει και γίνετε χωματόδρομος, πάλι τρώμε σκόνη αλεύρι σαν ψωμάδες και
μέσα στο μπάχαλο αυτό κάνω λάθος επιλογή χωματοδρόμου που μας οδήγησε σ’ένα
τελείως κακοτράχαλο δρόμο, πάλι επιστροφή και τσάκ τα σύνορα Hani i Hotit για
Μαυροβούνιο, να αναφέρω ότι η πράσινη μου κάρτα δεν συμπεριλάμβανε το
Μαυροβουνίο αλλά ο συνοριακός δεν έφερε κανένα πρόβλημα. Μπαίνωντας κάναμε
σταθμό για να ηρεμήσουμε και τσιγάρο, οι μηχανές σε άθλια κατάσταση γεμάτες λάσπη,
σκόνη και ότι άλλο θέλετε....περιττό να πω ότι και εμείς στο ίδιο έργο θεατές
είμαστε. Το GPS για Μαυροβούνιο είχε χάρτη και οδηγούμε στον σχεδόν τέλειο
φιδίσιο δρόμο για Podgorica και μετά αριστερά, δρόμοι Ε65/Ε80, για λίμνη
Σκόδρα. Το δειλινό αρκετά μπασμένο και μαζί με 2 Ιταλούς βαρυφωρτωμένους σε BMW
συνταξιδεύουμε προς τη λίμνη, σε μια στροφή είδαμε ένα μικρούτσικο χωριό και
μπαίνουμε, πολύ όμορφο και ούτε στα πιο τρελλά μου όνειρα δεν ανάμενα τέτοια
ομορφία, όνομα αυτού Virpazar, καθαρά τουριστικό και επάνω στη λίμνη. Ένα παλιό
γεφύρι χωρίζει το χωριό στα δύο, αρκετά καταλύματα διαμονής και εστιατόρια για
εμάς τους κουρασμένους ταξιδιώτες και την αράζουμε σ’ένα από αυτά, 30 ευρώ ο
μοναχικός καβαλλάρης και 40 το ζεύγος, οκ ήτανε. Το βράδυ μπήκε για τα καλά κ
εγώ το ίδιο μπήκα στην μεγάλη γωνιακή μπανιέρα του δωματίου μου για ξεβγάλω την
σκόνη, τον ιδρώτα κ την κούραση της μέρας μέσα σε Αλβανικό κυρίος έδαφος. Μόλις
μπάινω πέφτει το ηλεκτρικό, ήθελα τόσο απεγνωσμένα νερό να τρέξει στην κορμάρα
μου (ψωνάραααα μου) πέρνω κ ανάβω το
φαναράκι που πάντοτε κουβαλάω κ εκεί στα μισοσκότεινα, απλωμένος στην μεγάλη
άνετη μπανιέρα να βγάζω ήχους.....απ’τήν ανακούφιση ρε ανώμαλοι που ένιωθα να
τρέχει το νερό επάνω μου μετά τον Αλβανικό γολγοθά, άντε να μην τα πάρω. Ρε
παιδιά, έμεινα εκεί γύρω στα 30 λεπτά αραχτός τελείως κ το νερό να με βαρά
κατακούτελα, ήταν κυριολεκτικά μια απόλαυση.
Το Virpazar μπορεί να γίνει η βάση για
εξορμήσεις, σε 25 χλμ είσαι Αδριατική θάλασσα, σε 60 χλμ στο Kotor και Tivat
και ένα ολοκρηρωμένος γύρος μέσω Bar , Αδριατικής και λίμνη Σκόδρα είναι μόλις
100 χλμ, εδώ πάλι να προσθέσω ότι οι περιοχές που αναμέναμε να δούμε από τα
αντολικά της λίμνης τελικά είναι από τα δυτικά (τουλάχιστων βρήκαμε την άκρη).
Από Virpazar μπόρεις κα κάνεις και τούρ της λίμνης με πλοιάρια κάθε μορφής,
μεγέθους και τσέπης. Μπανάκι και έξω για φαγητό, επιλογή ενός πετρόκτιστου
οικήματος κάποιων εκτατοντάδων χρονώ που φαίνεται κάποτε λειτουργούσε ως φυλακή
επάνω τελείως στη λίμνη. Κλασσικές παραγγελιές, κρασάκι, Σέρβικη σαλάτα κ.α.
Μετά από τόσα χλμ σε Αλβανικό έδαφος η παραμονή μας εδώ σ’αυτή την ατμόσφαιρα
ήταν ο κήπος της Εδέμ, κάτω από το φεγγαρόφως με κρασί (με έπιασε το ρομαντικό
μου ο μαμούχαλος) αναπολούμε τις ταλαιπωρίες που περάσαμε και τη έχουν δεί τα
ματάκια μας, αν μάθαμε κάτι και τι έχουμε προσθέσει στις εμπειρίες μας. Η
επομένη είναι αναχώρηση για μένα και τα παιδιά θα συνέχιζαν προς το άγνωστο,
έλεγαν για Βουλγαρία και Ρουμανία.
Το
μοτέλ/ξενοδόχειο που έμεινα καλούτσικο, η γιαγιά κάπως περίεργη καθώς με έβλεπε
να μιλάω στο τηλέφωνο μου μιλούσε στη γλώσσα της για κάτι και επιπλέον μιλούσε
σε πολύ δυνατό τόνο. Ο γιός της και ιδιοκτήτης, φόρτωσα το πραγματάκια μου στην
μηχανή και ερχόμενος πίσω στο δωμάτιο μου ήτανε μέσα στο μπάνιο μου και
πλενόταν μετά το πρωινό του ξύπνημα....τι άλλο να δούνε τα ματάκια μου πλέον. Όπως
καταλάβετε το επόμενο πρωινό ήρθε και εγώ φορτωμένος και έτοιμος για αναχώρηση,
απόσταση 650 χλμ για επιστροφή σε νοτία Ουγγαρία. Διαπερνώ την ήρεμη Podgorica και οδηγώ στους δρόμους Ε65 και
Ε760 ανάμεσα σε χαράδρες, βουνά και υψόμετρα. Μια πολύ ενδιαφέρων διαδρομή αλλά
με κινήση γιστί είναι ο κύριος κόμβος για Σερβία. Οδηγώντας πήρα ακόμη μια
απόφαση, ότι πρέπει να ξαναέρθω Μαυροβουνίο και να το κάνω όλο, πολύ μικρό
είναι αλλά νοστιμότατο. Στη Σερβία διασχίζω μέσω Nova Varos και Uzice, ακόμη
μια περιοχή αρκετά όμορφη κα σίγουρα είπα
θα ξανάερθω, ίσως θα το συνδοιάσω με το Μαυροβούνιο και συνεχίζω μέσω
δευτερεύοντων δρόμων για Novi Sad, μια απόφαση που φάνηκε λάθος γιατί οι δρόμοι
πολλές φορές χάλια και με αρκετή κίνηση. Κατά τις 5 ώρα Ουγγαρίας είμαι στον
προορισμό μου με αρκετή κούραση λόγω δρόμων και φορτωμένης κίνησης, ξέχασα να
πω ότι λόγω κακής σήμανσης βρέθηκα να πηγαίνω αντίθετα, προς Βελιγράδι αντί
Subotica στον Ε75.
Ένα
ταξίδι που μου έμαθε πολλά, μου δίδαξε πολλά, είδα αρκετές εναλλαγές σε
κουλτούρες και τοπία και επιπλέον είμαι απόλυτα χαρούμενος. Επίσης πήρα 2
απόφάσεις, η πρώτη λέει ότι θα αγοράσω on&off τύπου Vstrom 650, Transalp
700 ή άλλο παρόμοιο, τα τελευταία χρόνια ταξιδεύω σε ανατολική Ευρώπη και οι
δρόμοι εδώ, εκτός από κύριους κόμβους, οι υπόλοιποι είναι σε κακή εώς άθλια
καταστάση, Ρουμανία Ουγγαρία Σερβία Μαυροβούνιο, Αλβανία και Σκόπια ο
χαρακτηρισμός που έχω δώσει πιο πάνω ισχύει απόλυτα και είμαι σίγουρος ότι σε
Σλοβακία, Πολωνία, Κροατία κ.λ.π. θα βρώ το ίδιο. Το δεύτερο που έμαθα σαν καλό
μαθητάκι είναι ότι ένα ταξίδι αναπάντεχο, απρόσμενο μπόρει να είναι απολύτος
πετυχημένο. Μέσα λοιπόν απ’αυτό το ταξίδι μου σε 3 χώρες έχω μείνει με το στόμα
ανοικτό από Ωχρίδα, την αγριάδα των βουνών της Αλβανίας με συνδοιασμό την
απομόνωση και το όμορφο τοπίο στο Μαυροβούνιο που ακόμα για μένα κρύβει πολλά
να δώ. Εγώ βέβαια δεν θα σταματήσω να προγραμματίζω γιατί έτσι έμαθα να κάνω
αλλά εάν είστε του ίδιου τύπου με μένα, ποτέ μην απορρίψετε ένα τέτοιο ταξίδι ή
πρόσκληση γιστί θα βγείτε χαμένοι.
Στο
μικρό ολιγοήμερο ταξιδάκι μου πέρασα από 8 λίμνες των Βαλκανίων, σπατάλησα 1000
χλμ στα Βαλκάνια (εκτός της επιστροφής μου), ένιωσα υπέροχες στιγμές μαζί με τα
παιδιά στις τοποθεσίες αυτές, ένιωσα τον τρόμο όταν είδα τον Γιώργο να καταρρέει
καθώς βρισκόμαστε χαμένοι στην επαρχία της βόρειας Αλβανίας και φυσικό ένιωσα
απίστευτα ωραία όταν βρέθηκα πίσω στο σπίτι μου σκεπτόμενος όλα αυτά τα
ανάμεικτα είδη επιρροών που το μυαλό άθελα του αρπάζει. Είμαι πολύ χαρούμενος
για όλα αυτά αλλά και λυπημένος που ο χειμώνας έρχεται και πρέπει να περιμένω
μήνες για ένα ταξίδι... ίσως ένα Απρόσμενο ακόμη Ταξίδι!!!!!!
Αχιλλέας Ασκώτης FJR 1300
Γιώργος Σουλώτης & Κατερίνα Λιασίδου
CBR 954
Υ.Γ. για
περισσότερες και αναλυτικότερες πληροφόριες, στείλτε email στο aaskotis@yahoo.com
0 σχόλια: