Στης Οινωτρίας τη Γη, 2ο μέρος

By | Πέμπτη, Μαρτίου 26, 2020 Leave a Comment
Μέρος 2ο
κέιμενο φωτογραφίες: Αχιλλέας Ασκώτης




Περπατούμε στην μικρή γραφική συμπαθητική πετρόκτιστη πλατεία που δεσπόζει υπέροχα η καθολική εκκλησία. Μια Ελληνική σημαία σ΄ένα μπαλκόνι μας καλωσορίζει, μας κάνει να νιώθουμε αλλόκοτα αλλά με ένα πολύ θετικό εσωτερικό συναίσθημα, νιώσαμε σαν σπίτι μας. Μέσα στην ντάλα εκεί βλέπουμε ένα άντρα, του μιλάμε αλλά δεν καταλαβαίνει ούτε Ελληνικά ούτε Αγγλικά. 

Συνεχίσαμε να βλέπουμε τα πέριξ και ακούμε τον άντρα να φωνάζει κάποιον. Ένας 65άρης θα λέγαμε με γαλάζια μάτια και σχετικά καλοντυμένο ρουχισμό έρχεται κοντά μας, μας μιλάει Ελληνικά λίγο σπαστά, απαντώντας εμείς ότι Έλληνες από την Κύπρο και ο άντρας βάζει ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του και αρχίζει να μας λέει για το χωριό του με περισσή υπερηφάνεια προσπαθώντας να μας μιλήσει περισσότερα στα Ελληνικά παρά στα Γραικάνικα, μας είπε θα μας ξεναγήσει παντού. Αρχίσαμε πρώτα την συζήτηση μάλλον τις ερωτήσεις για το χωριό, τους κατοίκους και συναφή είδη αποριών/ερωτήσεων. Πρώτα μας πήγε στην καθολική εκκλησιά, όμορφη γραφική απ΄έξω αλλά πολύ λιτή και άχαρη από μέσα. Στο πάτωμα ένα κομμάτι είναι με γυαλί και φαίνονται 2 σκελετοί. Μας είπε ότι υποψιάζονται είναι του Αγίου Δομίνικου, όπως και η εκκλησιά δοσμένη, δεν είναι αποδειγμένο ότι είναι αυτός αλλά για κάποιο λόγο το έκαναν έτσι δηλαδή άφησαν τον τάφο όπως τον βρήκαν. Η εκκλησιά του 17ου αιώνα που βέβαια κτίστηκε πάνω σε παλαιότερη.



Η πλατεία του χωριού ονομάζεται Άλιμος όπως περήφανα μας είπε ο κύριος Μίμος αφού το χωριό διδυμοποιήθηκε με τον δήμο αυτό της Αθήνας. Σχεδόν όλοι οι οδοί του χωριού έχουν Ελληνικά ονόματα και γραμμένα στα Ελληνικά. Ανεβαίνουμε τα στενά, μας έδειξε τον χώρο που σφάζουν τα χοιρίδια (γουρούνια) και τις αίγες (κατσίκες), το δεύτερο το λέμε κι΄εμείς στην Κύπρο που επίσης λέγεται ότι η διάλεκτος μας έχει πολλές αρχαίες Ελληνικές λέξεις. Και αισίως φτάνουμε σ΄ένα μικρό κτίσμα, όμορφα στολισμένο με λουλούδια σε βάζα και κτισμένο με φυσική πέτρα, νερό πηγής έτρεχε ασταμάτητο και στην μέση πάνω από το τρεχούμενο νερό ένα ομοίωμα της παναγίας.
Στα αριστερά έγραφε “Cannalo tis Agapi”… Η πηγή της Αγάπης. Το έθιμο και η παράδοση μας είπε είναι ότι εδώ ερχόντουσαν οι γυναίκες στις πιο παλιές εποχές να μαζέψουν νερό, εδώ έλεγαν η μια στην άλλη ποιόν αγαπούσε, αντάλλαζαν τα ερωτικά τους συναισθήματα και έτσι έμεινε σαν έθιμο τα ζευγάρια να σκύβουν για νερό και σαν έπιναν να κάνουν θετικές σκέψεις ο ένας για τον άλλον… το κάναμε κι΄εμείς μπας και βρούμε την αιώνια αγάπη, αφού μας πρόδωσε η Ήρα γυρεύουμε να βρούμε αξίωση από αλλού. Το νερό δροσερότατο και όχι μόνο μας έδωσε θετικές σκέψεις για ένα καλύτερο αύριο αλλά μας ξεδίψασε και από την πεζοπορία. Άντρες του χωριού καθόντουσαν εκεί φαίνεται για δροσιά, δεν νομίζω να περίμεναν την Ιουλιέτα τους  γιατί όλοι ήταν άνω των 60. Ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες αλλά αυτοί μιλούσαν έντονα και βαριά Γραικάνικα έτσι κάπου η συνομιλία δεν μπορούσε να προχωρήσει.

Gallichiano, η παράδοση λέει ότι πριν μπούμε στην εκκλησιά, πρέπει να κτυπήσουμε την καμπάνα

Συνεχίσαμε να ανηφορίζουμε προς την μικρή ορθόδοξη εκκλησιά, στο πιο ψηλό σοκάκι του χωριού με την ομορφότερη θέα που μπορέσαμε να έχουμε. Πριν μπει στην εκκλησιά ο κ. Μίμος άρχισε να παίζει την μικρή καμπάνα, μόλις σταμάτησε μας είπε ότι έθιμο τους είναι πριν μπουν στην εκκλησιά παίζουν την μικρή καμπάνα, η Σούλη άρχισε να δακρύζει από συγκίνηση. Μέσα η μικρή εκκλησιά δοσμένη στην Παναγία γεμάτη με εικόνες. Η μια πλευρά της εκκλησιάς ήταν ο φυσικός βράχος που προ-υπήρχε. Ο χώρος μικρός και καθώς τον περιεργαζόμουνα, μια κυπριακή σημαία σε κοντάρι. Γιατί ρωτάω η σημαία της Κύπρου και μου είπε ότι την έφερε πριν καμιά 10αριά χρόνια ένας Κρητικός από το Λονδίνο, περισσότερα δεν ήξερε. Η Σούλη να συνεχίζει να είναι σε στιγμές εθνικού και πολιτισμικού σοκ, τα δάκρυα κυλάνε αδιάκοπα, καθώς όλοι μας στο χώρο προσκυνάμε εικόνες και ανάβουμε κεριά, δεν είμαι και πολύ των θρησκειών αλλά ο χώρος μ΄έκανε να θέλω να προσκυνήσω και να ανάψω κερί, ίσως από σεβασμό εμού προς τους Γραικούς.

Έξω απο Ορθόδοξη εκκλησιά στο Gallichiano, ένα παραδοσιακό ποίημα στα Γραικανικά

Έξω από εκκλησία, δίπλα, σ΄ένα πέτρινο κατασκεύασμα μέσα του γραμμένο σε σίδερο, τα λόγια μιας γυναίκας που ο άντρας πήγε στα ξένα και τον περίμενε, τον γύρευε και ρωτούσε τον ήλιο αν ξέρει που είναι, στα Γραικάνικα γραμμένο. Ο κ. Μίμος μας το διάβασε στην Γραικάνικη διάλεκτο και μετά μας το επεξήγησε. Τώρα ήρθε η ώρα του εθνογραφικού μουσείου που έχει το χωριό. Γεμάτος ο χώρος με παλιά είδη, ρούχα, φωτογραφίες και βιβλία. Αξιόλογος χώρος με όλα όσα έχουν να κάνουν με την ζωή των κατοίκων εδώ και χρόνια πολλά. Για μένα το σπουδαιότερο έκθεμα είναι το καλούπι σε σχήμα Παναγίας με αρκετή λεπτομέρεια, για το τυρί. Βγάζανε ζεστό το τυρί και βάζανε το καλούπι αυτό για να αποτυπωθεί η Παναγία και συνήθως το παίρνανε σαν δώρο. Γράψαμε και στο βιβλίο επισκεπτών τις πιο ζεστές μας ευχές για συνέχιση αυτής της προσπάθειας κράτησης της Γραικάνικης γλώσσας και παράδοσης.        

Η Γραικάνικη διάλεκτος είναι ένα μίγμα Ελληνικών και Λατινικών λέξεων και ονομάζεται επίσης Κατωιταλική διάλεκτος (δέστε χάρτη).  Από πού πηγάζει υπάρχουν 2 θεωρίες, η μια λέει ότι τα Γραικάνικα προέρχονται από τους βυζαντινούς που ήρθαν εδώ τον 9ο αιώνα μ.Χ. και η άλλη λέει ότι η διάλεκτος είναι απομεινάρι και εξέλιξη των Ελλήνων από τον 8ο αιώνα π.χ. Πιστεύεται ότι η 2η εκδοχή είναι πιο σωστή λόγω των πολλών λέξεων με Δωρική και Αρχαϊκή καταγωγή. Ακόμη την συναντούμε στις περιοχές της Απουλίας και Καλαβρίας. 

Αποχαιρετούμε εγκάρδια των κ. Μίμο που συμβάλει τόσο έντονα στην καλή διαφήμιση του χωριού του, στις συνεχείς του προσπάθειες για να κρατηθεί η Γραικάνικη διάλεκτος και τον ευχαριστούμε απ΄τα βάθη της καρδιάς μας για όλα όσα μας έχει πει, μάθει και δείξει.


Gallichiano, ο συμπαθέστατος κ. Μίμο μας ξεναγεί

Κατηφορίζουμε πλέον γεμάτοι εμπειρίες ζωής και… ιδρώτα. Προς παραλιακή πλευρά και δεξιά προς Barone και San Pantaleone. Ο δρόμος από αρχής πολύ στενός και με υπερβολική κλίση, στροφές αρκετές και είμαι με 1 ταχύτητα για να μπορέσει ο καημένος ο Τίγρης μου να τα βγάλει πέρα. Πριν το Barone ο δρόμος απλά γίνετε ένα τσιμεντένιο μονοπάτι με αρκετές ανωμαλίες και τρύπες. Το χωριό, απλά 4 σπίτια διάσπαρτα στο χώρο, είδαμε και ένα αυτοκίνητο με τον οδηγό να μας βλέπει σαν να είδε τον ΕΤ. Λίγο μετά το χωριό στάση, ζεστάθηκε η μηχανή, το ίδιο κι΄εμείς. Βρήκαμε το μοναδικό ίσως δέντρο και σταματήσαμε από κάτω του. Νερό, φρούτα και τσιγάρο είχε η στάση μας. Το τοπίο αρκετά ξερό και χωρίς βλάστηση, στάνες αρκετές, μερικά διάσπαρτα σπίτια ερημωμένα, βασικά μια αποσύνθεση η φάση εκεί. Ξαποσταίνουμε εμείς και μηχανή και συνεχίζουμε την ανηφορική μας δοκιμασία, σε λίγο τελειώνει το ανηφορικό αλλά αρχίζει χώμα. Ωχ λέω, διαλέξαμε την μέρα για δύσκολα, άσε που το νερό μας τέλειωσε σχεδόν και εκεί άρχισα να ανησυχώ. Ευτυχώς, είδατε που φίλησα εικόνες και άναψα κερί στο Galliciano ότι βοήθησε, πολύ σύντομα βλέπω να είναι κοντά σε μας το χωριό San Pantaleone, τέλειωσε η οδύσσεια μας. Μπαίνοντας στο άχαρο μικρό χωρίο αγοράσαμε νερό και συνεχίσαμε, αρχίσαμε να κατηφορίζουμε και η άλλη πλευρά του βουνού ήταν πολύ πιο πράσινη, ίσως γιατί ο ποταμός Μέλιτος έτρεχε. Το πρώτο χωριό ονομαζόταν Chorio κι΄εμείς οδεύουμε για Βαγαλάδες (Bagaladi). Θέλω να πιστεύω είμαστε στην καρδιά της Μεγάλης Ελλάδας, με τους Γραικούς τριγύρω μας 

Γραικοί κατά τον Αριστοτέλη ήταν φυλή που κατοικούσε κοντά στην Δωδώνη. Για την Ελληνική μυθολογία ο Γραικός ήταν ήρωας, γιός της Πανδώρας και του Δία. Επίσης, κατά της αρχαίες γραφές, οι Έλληνες ονομάζονταν πρώτα Γραικοί «Πρώτον μεν Γραικοί νυν δε Έλληνες» και μην ξεχνάμε το θρυλικό ρητό του Αθανάσιου Διάκου «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Οι Ρωμαίοι έδωσαν αυτό το όνομα, Graecus, θέλοντας να πουν τους Έλληνες που κατοικούσαν στην νότιο Ιταλία και που πολλές φορές είχε μειωτικό χαρακτήρα.  Έλληνες ήρθαν εδώ από τον 8ο αιώνα πχ , ένα νέο κύμα, κατά του βυζαντινούς χρόνους αλλά υπάρχουν διαφωνίες στο θέμα αυτό. Η Γραικάνικη διάλεκτος λέγεται ότι έχει βυζαντινές επιρροές όπως και από την αρχαία Ελληνική δωρική. Η Ιταλική κυβέρνηση αναγνώρισε το 1999 επίσημα την Γραικάνικη κοινότητα του Σαλέντο και της Καλαβρίας ως «Ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα». Στην περιοχή της Μεγάλης Ελλάδας τώρα, υπάρχουν πολλά σωματεία, σύλλογοι, κέντρα ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας προσπαθώντας να κρατήσουν την παράδοση άρρηκτη.  

Στους Βαγαλάδες δεν σταματήσαμε γιατί προηγούμενη στάση ήταν λίγο πριν, δεν είχε και κάτι το ιδιαίτερο άσε που όλοι χωσμένοι σπίτια τους απ΄την ζέστη που βολοδέρνει την περιοχή. Αρχίζουμε την ανάβαση του Aspromonte, δρόμος στενός και σε σημεία πολύ στενός και ξέροντας πως οδηγούν σ΄αυτά τα μέρη, η οδήγηση σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς. Οι τυφλές φουρκέτες έρχονται η μια με την άλλη ασταμάτητα, η περίγυρος άρχισε να πρασινίζει περισσότερο, αυτοκίνητα λιγοστά ευτυχώς κι΄εμείς παίρνουμε συνεχώς υψόμετρο. Ο τιγράκος γουργουρίζει ευχάριστα σ΄ένα όμορφο περιβάλλον και σε χαμηλότερες θερμοκρασίες καθώς το υψόμετρο αισίως περνά τα 1000 μέτρα. Κι΄εμείς στο ίδιο σκηνικό, ήρεμοι και ανακουφισμένοι από την πρωινή μας ταλαιπωρία στον θερμό ήλιο του Ιουλίου μήνα, καβάλα στην μηχανή μας εξερευνούμε οπτικός την επιλεγμένη μας διαδρομή. 

Όρη Aspromonte

Σε μια στροφή, εκεί στο αναπάντεχο… ένας δρόμος πνιγμένος στα δέντρα. Στάση, κατεβήκαμε να δούμε και να απολαύσουμε τ΄όλο σκηνικό που η φύση απλώνει εδώ στα αρχαία βουνά. Ο ήλιος δεν φαίνεται, μόνο κάποιες ηλιαχτίδες καταφέρνουν να περάσουν την φυλλωσιά του πυκνού δάσους, ο ουρανός κι΄αυτός κρυμμένος δημιουργώντας μια πανδαισία φυσικού σκηνικού και αποχρώσεις μόνο πρασίνου βλέπαμε. Βγάλαμε φώτο, βίντεο, νερό, τσιγάρο και συνεχίσαμε. Το υψόμετρο έλεγε 1450 μέτρα, σε κάποια φάση λίγες εγκαταστάσεις για ξεκούραση εμφανίζονται, 1-2 καφέ και εστιατόρια αλλά εμείς συνεχίζουμε. Η κατάσταση του δρόμου, SP3 συχνά σε άθλια χάλια, τρύπες και ανωμαλίες σε αρκετές περιπτώσεις. Οδηγούμε τον μικρό δρόμο που τώρα πια μεγάλωσε λιγάκι σε πλάτος, μπήκαμε πλέον στο εθνικό πάρκο του Aspromonte. Αριστερά για να κατηφορίσουμε προς Ρήγιο ανάμεσα σε πυκνά δάση σ΄ένα δρόμο χωρίς αριθμό και πάλι στενό. Η διαδρομή καθαρά πνιγμένη από δάσος πυκνό.


Όσο κατεβαίνουμε όμως ο δρόμος γινόταν χειρότερος σε κατάσταση. Βγήκαμε από το πυκνό δάσος και πλέον η Σικελία να φαίνεται στον μακρύ ορίζοντα. Χωριά μικρά ή μεγάλα σε κάπως άτσαλη φάση με τους δρόμους πλέον να γίνονται κατσικόδρομοι σε ποιότητα. Μπαίνουμε Ρήγιο, η πόλη βρώμικη με σκουπίδια σχεδόν παντού, δρόμοι σαν πίστα μότοκρος και βρίσκουμε διαμονή στα βόρεια προάστια δίπλα στον παραλιακό τους δρόμο, Lungomare.
Αράξαμε στο μικρό μας δωμάτιο με την ζέστη να μην μας δίνει ρεπό. Το βραδάκι στην Lungomare για σουλατσάρα και να δούμε την όλη φάση, απέναντι μας ακριβώς η Σικελία που μας περιμένει αύριο. Δοκιμάσαμε με πολλές ελπίδες να βρούμε μια ταβέρνα, ένα εστιατόριο που να έχει κάτι άλλο εκτός από πίτσες, πάστα και ριζότο… παρόλο που η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, δεν βρήκαμε ΤΙΠΟΤΑ. Την αράξαμε σ΄ένα εστιατόριο δίπλα από θάλασσα στην προκυμαία και φάγαμε ότι βρήκαμε, φτάνει να γεμίσουν τα καημένα μας στομαχάκια.  
Η  Lungomare είναι εδώ που βρίσκετε η ζωή της πόλης, εδώ κάθε βράδυ κόσμος περπατάει στην προκυμαία που κρατάει 2-3 χλμ. Μαγαζάκια, εστιατόρια, μπαράκια, παγωταρίες, μαύρους να πουλάνε το εμπόρευμα τους… όλα εδώ είναι. Στο κέντρο περίπου της οδού, ένα μεγάλο άγαλμα αφιερωμένο στον βασιλιά Victor Emmanuel αλλά το άγαλμα να δείχνει την θεά Αθηνά, την σύνδεση δεν την κατάλαβα και όσο κι΄αν έψαξα δεν βρήκα τίποτα.

Το Ρήγιο ήταν μια από τις πιο αρχαιότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Κτισμένη το 720 πχ από Ευβοείς και αρχικά ονομαζόταν Ερυθρά. Πήρε μεγάλη οικονομική και πολιτική ισχύει τον 6ο και 5ο αιώνα πχ υπό τυραννίας Αναξίλαου. Κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο υπήρξε σύμμαχος της Αθήνας και η πόλη ήταν βάση επιχειρήσεων των Αθηναίων κατά την διάρκεια της Σικελικής εκστρατείας. Πολιτισμικά η πόλη υπήρξε ένα από σημαντικότερα κέντρα γλυπτικής και ποίησης της Μεγάλης Ελλάδας με τον Πυθαγόρα και τον ποιητή Ίβυκο.      

Ξημέρωσε νέα μέρα αλλά μας βρήκε σε αναπάντεχες καταστάσεις, εγώ με τρομερό πόνο στο δεξί πόδι κάτω από αστράγαλο και να κουτσαίνω έντονα και η Σούλη με τρομερό πόνο στο δεξί της πλάι πίσω στην πλάτη από ψύξη λόγω του ότι κοιμηθήκαμε με το αέρα κοντίσιον αναμμένο, αφού δεν παλευόταν η ζέστη.

Προς San Pantaleone, πολύ άσχημη διαδρομή κ απόμερη, στην μέση του πουθενά με τις θερμοκρασίες να χτυπάνε κόκκινο.
Έρχεται ο Μπρούνο, ο νεαρός ευγενικός και φιλικός ιδιοκτήτης, ο οποίος τηλεφώνησε σε γιατρό για να πάρουμε συμβουλές. Ο γιατρός είπε να δοκιμάσουμε να πάρουμε Voldaren για 3 μέρες τουλάχιστον και μετά βλέπουμε. Αρπάζω μηχανή με χίλια μύρια ζόρια αφού δεν μπορούσα να πατήσω το ρημάδι το πόδι μου απ΄τον πόνο για να βρω φαρμακείο. Αλλαγές ταχυτήτων γινόντουσαν με απεριόριστο πόνο, ευτυχώς δεν πήγα μακριά. Την αράζουμε σαν γεροντάκια στο δωμάτιο αφού χαπακωθήκαμε εκτός από τα  Voldaren και με παυσίπονα μπας και δούμε μια θετική εξέλιξη, Σικελία Γιοκ. Εγώ με ζόρια μπορούσα να οδηγήσω αλλά η Σούλη με τέτοιο πόνο στην πλάτη σίγουρα δεν μπορούσε με τίποτα να καθίσει στην μηχανή. Μέσα στα αχ και βαχ βγάλαμε και πρόγραμμα, η Σούλη αύριο θα πάρει τρένο και εγώ μέσω αυτοκινητόδρομου ώστε να αποφύγω πολλές εναλλαγές ταχυτήτων για να βρεθούμε Τάραντο. Επισκέψεις σε Σικελία, άλλη πλευρά του Aspromonte, Σινόπολη, εγκαταλειμμένο χωριό Graco, Matera, Trulli, Castelmezzano όπως καταλάβατε ακυρώθηκαν χωρίς δισταγμό. Λιμάνι για να φύγουμε πάλι το Bari το οποίο είναι μόνο 90 χλμ από Τάραντο, υπήρχε και σιδηροδρομική σύνδεση άρα νιώσαμε ασφαλείς ότι θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε.
Απόγευμα και οι πόνοι και στους 2 μας μειώθηκαν αρκετά. Πήραμε την τολμηρή απόφαση να βγούμε για περιδιάβαση… ο ένας θεόκουτσος και η άλλη σαν γριούλα που περπατά με πατερίτσες, βάλαμε στο μαραφέτι το μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας σαν πρώτη επιλογή.





Το μουσείο μεγάλο και σημαντικότατο για την πόλη, 4 όροφοι χωρισμένοι σε ενότητες. Πριν την κάθοδο των Ελλήνων, η εποχή της Μεγάλης Ελλάδας (2 όροφοι) και η εποχή μετά την Μεγάλη Ελλάδα. Τα εκθέματα ήταν από Μεταπόντιο, Σύβαρης, Ποσειδωνία, Λόκροι, Συρακούσες, Κρότωνα και άλλες Ελληνικές πόλεις. Εκθέματα υπέροχα, αγάλματα, αετώματα, κοσμήματα, νομίσματα, γραπτά, σαρκοφάγους, κεραμικά διαφόρων μεγεθών, χάρτες με επεξηγήσεις της καθόδου των Ελλήνων από περιοχές της Ελλάδας και επίσης βιντεάκια για το όλο θέμα απάρτιζαν τι έχουμε δει και πραγματικά έχουμε θαυμάσει παρόλο που σαν Έλληνες έχουμε δει πολλά τέτοια στην ζωή μας και ειδικότερα στα μαθητικά μας χρόνια. Έχω και το θεματάκι μου με τα ασανσέρ έτσι ανέβηκα και κατέβηκα με τα πόδια σαν κουτσό σκυλί, κουράστηκα όμως πολύ. Εκστασιασμένοι πραγματικά με το μουσείο, δεν τα πολυσυμπαθώ αλλά αυτό ήταν υπέροχο και πολύ κατατοπιστικό για το όλο θέμα… Magna Grecia !!!

 Reggio Calabria, πάνω στον παραλιακό το άγαλμα της θεάς Αθηνάς

Τώρα γυρεμό έχει το κέντρο Ελληνομάθειας του Ρηγίου. Ευτυχώς όλα κοντινά είναι, σε 1,5 χλμ φτάσαμε. Κατεβαίνουμε με κόπο και το βρίσκουμε κλειστό, άντε πάλι ανέβα. Πάμε πάλι Lungomare για καφεδάκι και λίγη ξεκούραση. Όπου μπαίνουμε μας βλέπουν όλοι… γιατί άραγε ??? Ένας κουτσός και μια στραβή σε μηχανή, αυτό κι΄αν είναι θέαμα… για γέλια είμαστε.
Λέω στην Σούλη, δεν μπορώ άλλο αυτά τα φαγητά τους, θέλω να φάω έστω και McDonalds, ποτέ δεν ζητώ να φάω τέτοια παρασκευάσματα άλλα έλα που έγινε. Ευτυχώς αυτή η γύρα  μας βοήθησε, βρήκα ένα καλό μαγαζάκι πάνω από τον εμπορικό πεζόδρομο που κάνει ωραία χάμπουργκερ και την αράξαμε. Βογγητά βγάλαμε, αλαλαγμούς το ίδιο… μετά από κυρίως ηλίθιες πίτσες και νερόβραστα ριζότο έτρωγα κάτι νοστιμότατο και γευστικότατο.  Γενικά οι Ιταλοί δεν το έχουν με επιλογές φαγητών αλλά ούτε και στο σέρβις, ουκ ολίγες φορές δεν φέρνανε τα σωστά που παραγγείλαμε, ξέχασαν να φέρουν μαχαιροπήρουνα ενώ μας έφεραν το φαγητό, ζήτησα τυρί για την μακαρονάδα και μου έφεραν την τυριέρα άδεια, εδώ στο χαμπουργκεράδικο δεν είχαν κέτσαπ και η λίστα ακόμη έχει να πει πολλά. Είμαι ιδιότροπος… χμμμμ δεν νομίζω, ίσως το λάθος μου είναι που συγκρίνω τον Ιταλικό τρόπο με τον δικό μας. Ε τότε γιατί λένε ούνα φάτσα ούνα ράτσα ???


Ξύπνησα πάλι με πόνο και δεν μπορούσα να πατήσω το πόδι μου, πήρα άμεσα πρωινό για να χαπακωθώ, και η Σούλη το ίδιο. Πακετάραμε και φόρτωσα μηχανή μετά βίας αλλά δεν γίνετε αλλιώς. Το τρένο έφευγε στις 12 μεσημέρι και εγώ ξεκίνησα στις 10 χαλαρά, έχω 420 χλμ και δεν είμαι σίγουρος τι θα βιώσω στην διαδρομή.
Αυτοκινητόδρομος Α2 και στο οπτικό μου φάσμα η Σικελία με τα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης να φαντάζουν τόσο όμορφα, το μπλε του Τυρρηνικού πελάγους έντονο κι΄αυτό στα μάτια μου καθώς ανέβαινα με βορεινή κατεύθυνση την χώρα. Το δυτικό μέρος της μπότας πράσινο, μιλάμε για πολύ πράσινο που κάποτε άγγιζε τα όρια του Αλπικού και σε πολλές φορές αριστερά μου το θαλασσινό μπλε, υπέροχος συνδυασμός που δεν το περίμενα αυτό. Η ανατολική πλευρά της μπότας, Καλαβρία, είναι πιο άγονη, πολύ πιο κοντά στο Μεσογειακό τοπίο. Τότες, 8 αιώνες πριν ήταν αλλιώς εδώ, γιατί δεν ήρθαν εδώ να κάνουν τις αποικίες οι αρχαίοι Έλληνες που το έδαφος είναι πολύ ποιό έφορο?? Είναι σημείο για  διερώτηση ή απλά εξωτερικεύω μια ηλίθια σκέψη?? Χμμμμμ…   
Μέσα στην μοναξιά του κράνους φέρνω τις θύμισες του ταξιδιού, αυτά που με μάγεψαν και αυτά που σίγουρα θα μείνουν καλά τυπωμένα στα μυαλό μου, και η Σούλη το ίδιο είμαι σίγουρος γιατί συμφωνούμε πολύ σ΄αυτά, έχουμε πολύ κοντινές απόψεις. Αναπολώ όλο το ταξίδι μέχρι στιγμής καθώς οδηγώ όχι πέραν των 110 χλμ/ω, μόνος στην σέλα της μηχανής, ασταμάτητα φέρνω στα μάτια μου τις ιστορίες του δρόμου, τις ιστορίες αυτού του μικρού ταξιδιού, αυτή η νοερή παρέα είναι απλά πολύ… ζεστή.


Χωρίς να το καταλάβω κάλυψα την μισή απόσταση, οδηγούσα με πολύ χαλαρές διαθέσεις, το πόδι μου πολύ καλύτερα, έκανα σχεδόν όλες τις κινήσεις χωρίς πόνο. Έτσι, τόλμησα να πάρω και την απόφαση για στάση για καφέ και τσιγάρο. Στάση σε βενζινάδικο με υπηρεσίες ανάμεσα σε δασώδη περιοχή κάπου κοντά στην Cosenza, κάτω από ένα ξύλινο σκέπαστρο και ξύλινο τραπέζι τύπου πικ-νικ τρώω το σάντουιτς με μοτσαρέλα και ντομάτα συνδυασμένο με καπουτσίνο, βάζω και την κάμερα να αποθανατίζει τ΄όλο σκηνικό.
Περνάω τα κεντρικά της Καλαβρίας μέσω του SS534 και πολύ σύντομα βρίσκομαι ανατολικά παράλια. Είπαμε, εδώ το τοπίο πιο Μεσογειακό και λίγο πιο ζεστό σε θερμοκρασίες. Οδηγώ τα εναπομείναντα χλμ για Τάραντο εύκολα και χωρίς πόνο. Κλείσαμε δωμάτιο δίπλα στην παλιά πόλη και δίπλα από Δωρικές κολώνες. Η Σούλη φτάνει στις 7 και έτσι εγώ πήγα και άφησα πράγματα μας στο δωμάτιο, ξεκουράστηκα λιγάκι και πάω να πάρω Σούλη από σταθμό, έφτασε με 40 λεπτά καθυστέρηση. Καβαλάμε μηχανή, ευκολότερα από χθες και επισκέψεις σε Ενετικό κάστρο, Δωρικές κολώνες και παλιά πόλη. Το κάστρο έχριζε επίσκεψης αλλά δεν είχαμε ώρα αλλά έχουμε δει αρκετά απ΄αυτά, οι Δωρικού τύπου κολώνες ήταν εκεί ορατές, μπροστά μας έτσι απλά τις είδαμε λιγάκι και προχωρήσαμε στην παλιά πόλη με τα σοκάκια. Μαγαζάκια, εστιατόρια, μπαράκια και απλός κόσμος που ζούσε εδώ συναντήσαμε στον μικρό περίπατο.
Την αράξαμε στο κανάλι της πόλης όπου χωρίζει την παλιά απ΄την νέα πόλη. Σήμερα το βράδυ είναι η πρώτη φορά που κρύωσα με φανελάκι, ευτυχώς είχα μαζί μου μακρυμάνικο και φόρεσα ώστε να απολαύσω το υπέροχο ξεχωριστό Ιταλικό φαγητό που λέγετε… ΡΙΖΟΤΟ με θαλασσινά. Όταν θα πάω Κύπρο και ακούσω ριζότο και πίτσες θα γίνει φονικό, τώρα και να δείτε.

Ενετικό Κάστρο στον Τάραντα
Δωρικού τύπου κολόνες στον Τάραντα

Ηλιόλουστο πρωινό αλλά με πόνο ξύπνησα, η Σούλη πολύ καλύτερα από μένα. Πάνω στην ταράτσα είναι το πολυπόθητο πρωινό. Κατακρίβειαν μες την ντάλα αφού δεν είχε κάποια ομπρέλα ή κάτι να κόβει τον ήλιο έτσι κάναμε πρωινό και ηλιοθεραπεία μαζί συνδυασμένα, 2 σε 1 που λένε.
Με αργούς ρυθμούς και χωρίς κάτι να μας τρέχει φορτώνουμε Τίγρη και την κάνουμε κατά τις 11. Η Σούλη σχεδόν ξεπέρασε τον πόνο έτσι ήρθε μαζί μου, είχαμε 90 χλμ για Bari, το φέρρυ έφευγε στις 10 το βράδυ. Με πολύ αργούς ρυθμούς ξεκινάμε, είπαμε να δούμε πως πάει το πόδι μου ώστε να κάνουμε και λίγες επισκέψεις σε Matera και Trulli.
Όσο ήρεμα και  αν οδηγούσα, όσο λιγότερες κινήσεις και να έκανα… ο πόνος δεν περνούσε. Τελικά πάμε Bari. Φτάνουμε μεσημεράκι, κάνουμε λίγο τουρ στην πόλη να την δούμε και την αράζουμε σ’ ένα μικρό καφέ με φαγητό.
Ήρθε η ώρα να πάμε λιμάνι, μπαίνουμε και οι αναχωρήσεις για Αλβανία, Κροατία και Μαυροβούνιο σ΄ένα κομμάτι του λιμανιού τριτοκοσμικής κατάστασης με ινδούς κρατώντας διαφόρων ειδών ηλεκτρονικά και ένα μεγάφωνο με δυνατή ινδική μουσική μας τάραζαν την σχετική ηρεμία, μπόχα να έρχεται κάθε λίγο και λιγάκι… άσε καλύτερα. Οι αναχωρήσεις μόνο για Ελλάδα γίνονταν σε άλλο χώρο που θέλω να πιστεύω είναι καλύτερης κατάστασης. Έριξε και μια μπόρα στα γρήγορα για να μας δροσίσει και αισίως φτάνει η ώρα της επιβίβασης. Σαν μηχανή έχουμε προτεραιότητα, σε κάθε γραμμή ελέγχου μας φώναζαν να πάμε μπροστά, πρέπει να μας καταράστηκαν πολλοί χαχα αλλά εμείς γλυτώσαμε αρκετό χρόνο.


on the road

Παρκάρουμε μηχανή στ΄αμπάρι εκεί που μου υπόδειξαν και πάμε πάνω στο υποδοχή του καραβιού για να πάρουμε και πάλι την χλιδάτη εξωτερική καμπίνα. Εκεί ο υπεύθυνος μας λέει – καλά διάβασα Ελληνικά ονόματα και διερωτόμουνα ποιοί τρελοί είναι αυτοί – μας είπε χαμογελώντας, τώρα να το πάρω στραβά ή να κάνω τον τρελό στα αλήθεια, τελικά διάλεξα το δεύτερο γιατί με τέτοιο πόδι που είχα σίγουρα θα ήμουνα ο χαμένος της μάχης.
Ωραίο σούρουπο με χρώματα ζεστά στην δύση, αράξαμε στα καθίσματα του επάνω καταστρώματος με κάτι σνακ και νερό βλέποντας αυτό το όμορφο σκηνικό της δύσης του ήλιου. Η ώρα πήγε 10 και δεν ξεκίνησε, δεν μπορούσαμε άλλο, πήγαμε στην καμπίνα μας και πέσαμε στις αγκάλες του μορφέα. Ξύπνησα χαράματα στις 6, ευτυχώς χωρίς πόνο, τα Voldaren έκαναν δουλειά φαίνεται αλλά σε λάθος μέρα. Το πέρασμα της Αδριατικής από Bari προς Δυρράχιο πάλι έγινε στα μαλακά έτσι ο ύπνος μας ήταν χωρίς διακοπές. Στις 8 πρωινή μπήκαμε λιμάνι, σε 30 λεπτά περίπου ήμασταν έξω προς Τίρανα… εδώ, τέλος οδοιπορικού.  


Ναι τους είδαμε, Ναι τους μιλήσαμε, Ναι τους συναντήσαμε. Μέσα στα λίγα χιλιόμετρα που καλύψαμε, 1600 χλμ ολικά, είδαμε αρκετά, είδαμε αυτά που θέλαμε και γυρεύαμε… ήμασταν με τους Γραικούς.
Ζήσαμε την ψυχή τους, Ζήσαμε την αγάπη τους για την μητέρα Ελλάδα, Ζήσαμε την όμορφη εμμονή τους να κρατήσουν τις παραδόσεις των προγόνων τους, Ζήσαμε τους χώρους όπου Αχαιοί, Δωριείς, Κορίνθιοι και άλλα Ελληνικά αρχαία φύλα έκτισαν, έζησαν και ανάπτυξαν.
Μέσα στην καρδιά μιας άλλης ΕΛΛΑΔΑΣ καλύψαμε αποστάσεις, χιλιόμετρα μέσα στην αφόρητη ζέστη που επικρατούσε τις ημέρες που έτυχε εμείς να ταξιδεύουμε για ένα Σκοπό, ένα Σημάδι, ένα Απομεινάρι. Τους Γραικούς που αφημένοι στα απόμερα της Ιταλίας, κατάφεραν και εκείνοι όπως η βόρεια Ήπειρος, Κύπρος, Πόντος, Μικρά Ασία,  ανάμεσα σε χίλια μύρια προβλήματα, διωγμούς και αντιξοότητες να παραμείνουν στην ιστορία και στον χρόνο…παντοτινά ΕΛΛΗΝΕΣ!!!

Γραικοί κι΄εμείς γεννηθήκαμε,
Γραικοί σε μια άλλη πατρίδα μεγαλώσαμε,
Γραικοί όμως κι΄εμείς, θε να πεθάνουμε…!!!

Αχιλλέας Ασκώτης & Σούλη Στυλιανού
Triumph XC800







































Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 σχόλια: