Τα φώτα του "Εχθρού"
Κείμενο/φωτογραφίες : Κωνσταντίνος Μητσάκης
Κείμενο/φωτογραφίες : Κωνσταντίνος Μητσάκης
Κάποτε μεγάλωναν στην ίδια γειτονιά, τους
ένωναν κοινά όνειρα και προσδοκίες. Ήταν κάτοικοι της ίδιας πόλης που τους
χώρισαν όμως τα τραγικά λάθη της Ιστορίας. Σήμερα, Αδριανούπολη και Ορεστιάδα
είναι δυο κόσμοι κοντινοί, αντικριστοί, που τους χωρίζει μόνο η νοητή γραμμή
των συνόρων.
Ο άνεμος,
παγωμένος, σφυρίζει εκεί έξω και το τσιγάρο στα ακίνητα δάχτυλα βάλσαμο στο
καταραμένο κρύο. Οι ώρες στη σκοπιά μοιάζουν αιώνες και το σκοτάδι, πυκνό,
σκεπάζει τα πάντα. Μόνο κάποια φώτα στο κοντινό βάθος του ορίζοντα δίνουν ένα
στίγμα ζωής στο χειμωνιάτικο σκηνικό του Έβρου. Είναι στιγμές που νομίζω πως αν
απλώσω το χέρι θα τα ακουμπήσω! Τόσο κοντά μου φαντάζουν τα φώτα του «εχθρού»,
που μήνες τώρα τα παρακολουθώ κάθε νύχτα σιωπηλός.
Ναι, απέναντί μου,
στην άλλη μεριά των συνόρων βρισκόταν η Αδριανούπολη, στην οποία συχνά
αναφέρονταν οι ηλικιωμένοι θαμώνες στα καφενεία της Ορεστιάδας και των
Καστανέων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, προσηλωμένος σαν ένα μικρό παιδί που
άκουγε ένα όμορφο παραμύθι από τον παππού του, κρεμόμουν από τα χείλη τους και
αφουγκραζόμουν προσωπικά βιώματα και καταθέσεις ψυχής. Και μπορεί ηθελημένα να
γινόμουν δέκτης εικόνων ενός κοντινού χθες, αλλά κατά παράξενο τρόπο ένιωθα να
ξυπνάνε μέσα μου μνήμες από ιστορικά γεγονότα που δεν είχα ζήσει.
Για τους σεβάσμιους
γέροντες της παραμεθόριας Ελλάδας του Έβρου, ο «εχθρός» στην αντίπερα όχθη δεν
ήταν όπως εγώ τον φανταζόμουν –σαν τον κακό δράκο του παραμυθιού. Για αυτούς, η
εικόνα του απέναντι «εχθρού» συμπυκνωνόταν σε ανεξίτηλες αναμνήσεις, βαθιά
χαραγμένες: στους αλλόθρησκους φίλους που έπαιζαν μαζί τάβλι στα καφενεία της
Αδριανούπολης, στα παιδικά παιχνίδια τους στα χωμάτινα σοκάκια της γειτονιάς, στο
πατρικό τους σπίτι στο Καράαγατς (το αριστοκρατικό προάστιο της Αδριανούπολης),
στην ακμάζουσα ελληνική κοινότητα των 30.000 ψυχών, στα εύφορα χωράφια τους...
Μέχρι που ήρθε το
μαύρο ’23. Ο μεγάλος ξεριζωμός από τη γη των πατεράδων τους, η αγωνία του
διωγμού, τα καραβάνια της προσφυγιάς, η νέα πατρίδα, η ίδρυση της καινούριας
τους πόλης, της Ορεστιάδας. Στα χρόνια που ακολούθησαν, δούλεψαν, πρόκοψαν,
έφτιαξαν οικογένειες, μεγάλωσαν εγγόνια. Αλλά ποτέ δεν ξέχασαν. Κάποιοι γύρισαν
πίσω, απλά για να δουν, να ξαναθυμηθούν. Άλλοι δεν το τόλμησαν, δεν άντεχαν στη
συγκίνηση. Στη ψυχή τους όμως δεν είχε φωλιάσει το μίσος για αυτούς που τους
έδιωξαν. Ποτέ δεν άκουσα από το στόμα τους λόγια «αλυτρωτικά». Μόνο ένα
παράπονο, παιδικό. Όπως οι αναμνήσεις που έφεραν μαζί τους από την Αδριανούπολη…
Σε
απόσταση αναπνοής από τον Έβρο
Τα χρόνια πέρασαν.
Μπορεί να πέταξα από πάνω μου το χακί, αλλά οι αφηγήσεις των στωικών
ασπρομάλληδων της Ορεστιάδας εξακολουθούσαν να με βασανίζουν, αναζητώντας επίμονα
διέξοδο. Έτσι, τρεις δεκαετίες αφότου άφησα τη σκοπιά, βρέθηκα και πάλι στον
Έβρο, έτοιμος να πραγματοποιήσω την πολυπόθητη μεθοριακή υπέρβαση. Και κάποια
παγερή μέρα του Γενάρη, σταμάτησα την μοτοσυκλέτα μπροστά στη συνοριακή μπάρα
των Καστανέων, αυτή που άλλοτε χώριζε δυο κόσμους και σήμερα ευελπιστεί να τους
φέρει κοντά. Δεν με διακατείχε φόβος ή προκατάληψη, μόνο περιέργεια…
Από εδώ «πέρασε» ο ελληνικός στρατός το 1920
για να εισέλθει πανηγυρικά στην Αδριανούπολη, την οποία όμως εγκατέλειψε δυο
χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 1922. Από εδώ «πέρασε» η αγωνία και η
περηφάνια των προσφύγων της Αδριανούπολης, που την εγκατέλειπαν στα πλαίσια της
Συνθήκης της Λοζάνης. Από εδώ πέρασα κι εγώ, μαζί με αρκετούς συμπατριώτες μου –κατοίκους
της παραμεθόριας ζώνης– που πήγαιναν στην κοντινή Edirne (Αδριανούπολη) για φθηνά ψώνια. Η
δυσπιστία και η επιφυλακτικότητα που τους διέκρινε όλα τα προηγούμενα χρόνια για
τους Τούρκους γείτονές τους, φαίνεται πως μάλλον έχουν ξεθωριάσει.
Πριν περάσω την νεκρή ζώνη, «κοίταξα» πίσω
μας. Σε απόσταση 6 χλμ. από τον ποταμό Έβρο και 18 χλμ. νοτιοδυτικά της
Αδριανούπολης, «αντίκρισα» την Ορεστιάδα, που συνοικίστηκε με την ανταλλαγή των
πληθυσμών το 1923 από πρόσφυγες της Αδριανούπολης (Καράαγατς) και της γύρω
περιοχής. Η αρχική ονομασία της πόλης ήταν Νέο Καράαγατς, μετονομάστηκε
αργότερα σε Νέα Ορεστιάδα, για να επικρατήσει τελικά η ονομασία Ορεστιάδα.
Σήμερα, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του νομού
Έβρου έχει σύγχρονη ρυμοτομία, ο πληθυσμός της αγγίζει τους 15.000 κατοίκους
και στηρίζει την οικονομική της ευημερία στις μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις
καλαμποκιού και σταριού που διαθέτει, στις βιομηχανικές μονάδες επεξεργασίας
γεωργικών προϊόντων που εδρεύουν εδώ, καθώς και στο ρόλο που επιτελεί ως κέντρο
διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ των γειτονικών χωρών.
Η πόλη του Ορέστη
Μετά τον συνοριακό έλεγχο, προχώρησα μπροστά… Μόλις
9 χλμ. κατέγραψε το κοντέρ από τη συνοριακή γραμμή ως το κέντρο της δεύτερης σε μέγεθος και
σπουδαιότητα –μετά την Κων/πολη– πόλης του ευρωπαϊκού κομματιού της Τουρκίας.
Τον Ορέστη, τον γιο του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, θέλει ο μύθος ως
ιδρυτή της πόλης (εξού και η βυζαντινή ονομασία της πόλης, Ορεστιάδα). Η
ιστορική πραγματικότητα, αντίθετα, «σημαδεύει» το σωτήριο έτος 125 μ. Χ. και
υποδεικνύει τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό Αύγουστο ως θεμελιωτή της πόλης, που
δανείστηκε τη θέση της αρχαίας θρακικής πόλης Ουσκουδάμα.
Πολυτάραχη η κατοπινή διαδρομή της Αδριανούπολης
στα δαιδαλώδη μονοπάτια της Ιστορίας. Αιτία, η στρατηγική της θέση πάνω στο
δρόμο που ένωνε την Κεντρική Ευρώπη και την Βαλκανική με την Κων/πολη, το
Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο. Το γεγονός πως οι Σουλτάνοι επέλεξαν την
Αδριανούπολη ως θερινή τους κατοικία μαρτυρά τη γεωπολιτική σημασία της πόλης.
Ήταν η εποχή που η Αδριανούπολη κοσμείται με λαμπρά μνημεία και δημόσια έργα
και αναδεικνύεται σ’ ένα σημαντικότατο πολιτιστικό, συγκοινωνιακό και
στρατιωτικό κέντρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που
μέσα στα τελευταία διακόσια χρόνια η Αδριανούπολη άλλαξε χέρια πολλές φορές,
καθώς Ρώσοι, Τούρκοι, Βούλγαροι και Έλληνες προσπάθησαν να γίνουν τα «αφεντικά»
της πόλης.
Σε απόσταση αναπνοής από την ελληνοτουρκική
μεθόριο, η Αδριανούπολη αποτελεί σήμερα ένα διαχρονικό σταυροδρόμι των χερσαίων
δρόμων Ανατολής και Δύσης, μια πόλη που κλείνει «πονηρά» το μάτι στους Έλληνες
ταξιδιώτες και τους προσκαλεί να βιώσουν ένα μικρό οδοιπορικό μνήμης και
ιστορίας.
Με σαφώς
εξερευνητική διάθεση και με ορμητήριο το «Ρουστέμ Πασά Καραβάν Σεράι» –ένα
ανακαινισμένο παραδοσιακό ξενοδοχείο (καραβάν-σεράι) του 15ου αιώνα–
περιηγήθηκα στο κέντρο της πόλης. Δεν άργησα πάντως να διαπιστώσω πως τα
περισσότερα μνημεία που κοσμούν την Αδριανούπολη φέρουν τη σφραγίδα του
χαρισματικού αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν. Παράλληλα, αιφνιδιάστηκα ευχάριστα από
την μεγάλη ποικιλία των ισλαμικών αρχιτεκτονημάτων, που αποτελούν σημείο
αναφοράς του ένδοξου παρελθόντος της πόλης (Ουτς Σερεφελί Τζαμί, Εσκί Τζαμί,
σκεπαστή αγορά Μπεντεστέν, Σοκολού Μεχμέτ Πασά Χαμάμ, σκεπαστή αγορά Αλή Πασά).
Και φυσικά, δεν
παρέλειψα να επισκεφθώ το «Μουσείο Τουρκικών και Ισλαμικών Τεχνών» (βρισκόταν
πίσω από το Σελιμιγιέ Τζαμί), όπως και το κοντινό –και εξίσου ενδιαφέρον– «Αρχαιολογικό-Εθνολογικό
Μουσείο» της Αδριανούπολης.
Ένας χαρισματικός αρχιτέκτονας
Στην μακροσκελή
λίστα των αξιοθέατων της Αδριανούπολης, πρώτο –και με διαφορά– φιγουράρει το
υπέρλαμπρο Σελιμιγιέ Τζαμί. Πρόκειται για ένα πραγματικό έργο τέχνης που
συναγωνίζεται σε μέγεθος το περίφημο Σουλεϊμανιγιέ Τζαμί της Κων/πολης και είναι
ορατό σε μεγάλη απόσταση μέσα στο ελληνικό έδαφος. Το επιβλητικό Σελιμιγιέ
Τζαμί, όπως και το Σουλεϊμανιγιέ Τζαμί της Βασιλεύουσας, οικοδομήθηκαν από την
ίδια δημιουργική πνοή, αυτήν του χαρισματικού αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν!
Το Σελιμιγιέ Τζαμί
κτίστηκε με εντολή του Σουλτάνου Σελήμ, μέσα σε μόλις 6 χρόνια (1569-1575). Η
ανέγερσή του ήταν για τον Σινάν μια μεγάλη πρόκληση, αφού οι χριστιανοί
αρχιτέκτονες θεωρούσαν αδύνατο να κατασκευαστεί θόλος μεγαλύτερος από εκείνον
της Αγίας Σοφίας. Όταν ο Σινάν, σε ηλικία 80
περίπου ετών, ολοκλήρωσε την ανέγερση του τζαμιού, είχε κατασκευάσει τον
μεγαλύτερο θόλο στον κόσμο. Ο θόλος του Σελιμιγιέ Τζαμί, μετρημένος από το
έδαφος, είναι κοντύτερος από εκείνον της Αγίας Σοφίας, αλλά μετρημένος από τη
βάση του είναι ψηλότερος και κατά μισό περίπου μέτρο μεγαλύτερος σε διάμετρο.
Το Σελιμιγιέ Τζαμί
έχει τέσσερες μιναρέδες, των όποιων η διάμετρος είναι 3,80 μ. και το ύψος 70,89
μ. Ο χώρος προσευχής στηρίζεται πάνω σε 12 κολώνες που τις διακοσμούν
χειροποίητα χρυσά φύλλα, ενώ για τη εξωτερική διακόσμηση του τζαμιού έχει
χρησιμοποιηθεί πέτρα, μάρμαρο, ξύλινα όστρακα, πορσελάνη και ψηφιδωτά. Σύμφωνα
με την αυτοβιογραφία του, ο Σινάν θεωρούσε το Σελιμιγιέ Τζαμί ως το υπέρτατο
αριστούργημά του.
Πριν μεταβώ πάντως στην
Αδριανούπολη, είχα ψάξει λίγο στα βιβλία της Ιστορίας και διάβασα κάποιες
ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για την ζωή και το έργο του Μιμάρ Σινάν, τον προικισμένο
αρχιτέκτονα που χάρισε στην Αδριανούπολη το μνημειώδη τζάμι-σύμβολό της.
Ο Μιμάρ Σινάν (1489-1588) θεωρείται ο
σπουδαιότερος Οθωμανός αρχιτέκτονας και επέφερε σημαντικές καινοτομίες στη
θρησκευτική και κοσμική αρχιτεκτονική του ισλαμικού
κόσμου. Ελληνικής καταγωγής (γεννημένος στην Καππαδοκία), ανήκε στο
σώμα των Γενίτσαρων και ξεκίνησε την καριέρα του ως μηχανικός του
στρατού ανεγείροντας κάστρα, γέφυρες και στρατιωτικές οχυρώσεις. Στη συνέχεια
έγινε προϊστάμενος αρχιτέκτων
των σουλτάνων Σελήμ Α΄, Σουλεϊμάν Α΄ του Μεγαλοπρεπή, Σελήμ Β΄ και Μουράτ Γ΄. Το 1538 αναδείχθηκε πρώτος
αυτοκρατορικός αρχιτέκτονας.
Στα 45 χρόνια της
καριέρας του, ο Σινάν σχεδίασε και επέβλεψε περί τα 335 έργα, που διακρίνονται
για το υψηλό επίπεδο σχεδιασμού, την άψογη εκτέλεση και την πλούσια διακόσμηση.
Συγκεκριμένα, ανοικοδόμησε 81 μεγάλα δημόσια τεμένη, 50 μικρότερα τεμένη, 55 σχολεία, 34 παλάτια, 33
δημόσια λουτρά (χαμάμ), 19 μαυσωλεία, 16 πτωχοκομεία, 12 καραβάν σεράι, 7 ιεροδιδασκαλεία
και αρκετές γέφυρες, κρήνες, σιντριβάνια και υδραγωγεία. Ο Μιμάρ Σινάν
πέθανε στην Κων/πολη και ενταφιάστηκε στη βορειοδυτική άκρη του τζαμιού του
Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή.
Προσκλήσεις για τσάι
Η Αδριανούπολη, από
την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπήρξε μεγάλο εκπαιδευτικό και
πολιτιστικό κέντρο - αυτήν την παράδοση αιώνων συνεχίζει σήμερα το
αναγνωρισμένο Πανεπιστήμιο της Θράκης. Επιβεβλημένη θεωρήθηκε πάντως η επίσκεψή
μου στον ατμοσφαιρικό σιδηροδρομικό σταθμό του Καράαγατς. Εδώ «ξαπόσταινε» για
λίγο το θρυλικό Οριάν Εξπρές.
Αντίθετα, παγερά
αδιάφορο με άφησαν οι βιτρίνες των καταστημάτων και τα ετερόκλιτα εμπορεύματα
της σκεπαστής αγοράς της πόλης. Έχω ως αρχή να επισκέπτομαι έναν τόπο ως
συλλέκτης εμπειριών και ταπεινός προσκυνητής της αλλοτινής του ιστορίας και όχι
ως αλλόφρονας καταναλωτής!
Μετά τη γνωριμία με τα επώνυμα μνημεία της
πόλης, τα ανώνυμα στενά σοκάκια με οδήγησαν σε μια άλλη, λιγότερο γνωστή
Αδριανούπολη. Τελευταίος μου σταθμός οι γειτονιές της παλιάς πόλης, με τις
ξύλινες ερειπωμένες κατοικίες και τα ετοιμόρροπα νεοκλασικά κτίρια. Εδώ, αντηχούσαν κάποτε δυνατές ελληνικές λαλιές και αθώα
παιδικά γέλια…
Σήμερα, η δική μου
απρόσμενη παρουσία προκαλεί μια ευχάριστη αναστάτωση. Πολλοί βγαίνουν στις
πόρτες των σπιτιών και με ρωτούν: «Από
πού είσαι; Ψάχνεις κάποιον στη γειτονιά μας;». Η αναφορά της εθνικής μου
καταγωγής γεννά λόγια συμπάθειας και άπλετα χαμόγελα στους ντόπιους που
σπεύδουν να με καλωσορίσουν.
Σύντομα διαπιστώνω
ότι η -φορτωμένη με αμέτρητες ιστορικές μνήμες και μαρτυρίες- Πόλη του Ορέστη,
με καρτερά με ανοικτές πόρτες και ξεκλείδωτες καρδιές. Αρκετοί είναι εκείνοι
που θέλουν να με τιμήσουν με την αγνή φιλοξενία τους. Ή, έστω και μ’ ένα
φλιτζάνι τσάι… Με προθυμία αποδέχομαι την πρόσκλησή τους. Πως να τους το αρνηθώ
άλλωστε;
//////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
0 σχόλια: