...Στις Αλησμόνητες Πατρίδες
κείμενο/φωτογραφίες : Αχιλλέας Ασκώτης
κείμενο/φωτογραφίες : Αχιλλέας Ασκώτης
Ο τίτλος τα λέει όλα, παρόλο που σκαλίζαμε οδικός σε άλλες διαλέκτους, σε
άλλες κουλτούρες και πιστεύω… όλα είχαν να κάνουν με Ελλάδα και τον πολιτισμό
που αφήσαμε σπαρμένο εδώ και αιώνες πίσω. Κλασσικού τύπου σκέψεις που έτυχαν σε
πολλούς ταξιδευτές αλλά ποτέ δεν σταματούν να ενοχλούν και να αναγκάζουν το
μυαλό να τις κάνει. Δεν ήταν βέβαια απρόσμενο το γεγονός αυτό αλλά δεν έπαυε να
μας εκπλήσσει αυτά που βλέπαμε και διαβάζαμε για τα μέρη ενδιαφέροντος όπου η
σχεδιασμένη διαδρομή μας περνούσε με χαρά.
Mea culpa λοιπόν θα πω για τον διάσπαρτο Ελληνισμό και συνεχίζω με την
Βουλγαρία και Τουρκία να μας ανοίγουν διάπλατα τις πύλες των ώστε εμείς να
ταξιδεύουμε ανάμεσα στα τοπία τους και ιστορικά τους τοπωνύμια. Ένα απλοϊκό ταξιδάκι
που έχει να μας μάθει αρκετά, κοντινοί προορισμοί αλλά δεν παύουν να ελκύουν
και να έχουν να «δώσουν» σ’ ένα επισκέπτη.
Περασμένα μεσάνυχτα τις 8ης με 9ης Ιουλίου μας
βρίσκει σ’ ένα υποτυπώδες φέρρυ να μας ταξιδεύει στα στενά Κύπρου - Τουρκίας.
Ταξιδιώτες εγώ (Αχιλλέας) με την Σούλη σ’ ένα GS1150 και ο Γιώργος μ’ ένα
V-Strom 650. Η νύχτα φωτεινή όπου άφηνε τις βουνοκορφές του όρους
Πενταδακτύλου να «ζωγραφίζουν» τον νότιο ορίζοντα καθώς στεκάμενοι στην
κουπαστή ακούγαμε τα κύματα να βαρούν τον σκαρί του πλοιαρίου. Μόλις 45 ναυτικά
μίλια θα πάρουν 6 ώρες να τα καλύψουμε και μέσα στην ψύχρα της θαλάσσιας αύρας
προσπαθούμε να βρούμε ένα «χωραφάκι» για να ρίξουμε κανένα έκτακτο υπνάκο μέχρι
να μας ξημερώσει στον προορισμό μας, το Tasucu. Είχαμε κάνει μια προ-μελέτη και
αγοράσαμε φουσκωτά στρώματα θαλάσσης ώστε τα κορμάκια μας να πάρουνε λίγη
ξεκούραση μέχρι την άλλη πλευρά της θαλάσσιας οδού. Το σχετικά καλύτερο καράβι
είχε κάποιες ανέσεις, εμείς αρκεστήκαμε με στρωματσάδα στο κατάστρωμα. Ο ψηλός
Γιώργος με 1.90 χαρά στο μπόι του, κοιμήθηκε δίπλα μου αλλά ο πισινός του είχε
το ίδιο ύψος με το πρόσωπο μου… απ΄την φοβία μου μην αρπάζω κενώσεις αερίων
κατάμουτρα εν πλω, με κράτησαν σε πολύ αγωνιώδες στιγμές όλο το βράδυ.
Το πρώτο φως μας ξυπνάει, με καφέ και τσιγάρο, αραχτοί περιμένουμε την
πολυπόθητη ώρα της άφιξης που αυτή έρχεται στις 8:30 πρωινή. Το τελικό
ξεμπέρδεμα με τελωνεία, επιθεώρηση διαβατηρίων και λοιπές απαρχαιωμένες τύπου
χαρτούρες, 12:00 το μεσημέρι βγαίνουμε από λιμάνι και άμεσα σε περίπτερο για
αγορά νερού. Στάση των 15 λεπτών στο περίπτερο μ’ έναν Τούρκο γέρο να προσπαθεί
να καταλάβει τι κάνουμε με τέτοια ζέστη και φοράμε τόσα ρούχα. Αμέσως μπαίνουμε
σε 4 λωρίδων δρόμο με δυτική κατεύθυνση αλλά με κακοτράχαλη επιφάνεια που δεν
αφήνει να αναπτύξουμε ταχύτητες πέραν των 100-110 χλμ/ω ώστε να διαφυλάξουμε τα
κοκαλάκια μας. Το τοπίο όμως σε αρκετές περιπτώσεις έδινε ρέστα αφού τα
κράσπεδα του αδιάβατου και αφιλόξενου όρους Ταύρος καταλήγουν απότομα στη
θάλασσα δημιουργώντας ένα εξαιρετικό ποικιλόμορφο τοπίο… με άλλα λόγια το άγριο
τοπίο έδενε φανταστικά με το ορεινό πράσινο και το Μεσογειακό μπλε.
Συχνά ο 4ων λωρίδων δρόμος γινόταν 2 και με αρκετό στροφιλίκι συνδυασμένο
με ταχύτητες των 50-60 χλμ/ω, μεγαλύτερες ταχύτητες ήταν καθαρά επικίνδυνες, οι
Τούρκοι οδηγοί δεν κολλάνε στο να προσπερνάνε σε τυφλές στροφές άρα σε τέτοιους
δρόμους η πλήρη προσοχή και χαμηλές ταχύτητες είναι αναγκαίες.
Η ζέστη μας βαράει αλύπητα, το ίδιο και η υγρασία. Βλέπουμε ένα μεγάλο
χωριό με ένα λιμανάκι ψαράδων, σταματάμε εκεί για σταγόνες δροσιάς και ίσως
μάσας. Το πολύ μικρό ταβερνάκι με τα 4-5 τραπέζια πάνω στην θάλασσα με φόντο
τις ψαρόβαρκες είναι η όαση μας. Παραγγέλνουμε ψαρικά με την γλώσσα του σώματος
και της νοηματικής που εφεύραμε εκείνη την στιγμή, οι μπύρες που παραγγείλαμε
αργήσανε γιατί αγοράστηκαν από κάπου αλλού. Στο πρώτο παγωμένο ποτήρι νιώθω
εντονότερα τον πονόλαιμο που με βάσταγε από την ημέρα της αναχώρησης αλλά δεν
έπαυε να είναι απολαυστική η αίσθηση του παγωμένου. Τα καβούρια έρχονται πρώτα
μαζί με το ξύλινο ρόπαλο για να τα σπάζεις και να τρως το ενδότερο και μια
συγχορδία ξύλινων ήχων να ακούγονται τριγύρω…. συνοδευμένα με ήχους μμμμ, γιαμ
κ.λ.π. Έπονται και τα υπόλοιπα φρέσκα τηγανητά ψάρια μετά σαλάτας και τις
μπύρες αγκαλιά… απλά και ωραία.
Η ώρα της αναχώρησης δύσκολη αλλά έπρεπε, είμαστε ήδη εκτός ημερήσιου
προγράμματος κατά πολύ. Οι δρόμοι στα ίδια μοτίβα, το ίδιο και το οπτικό πεδίο
μέσα απ’ το κράνος καθώς σπαταλούμε τα χιλιόμετρα με κάπως αργό ρυθμό. Το
σίγουρο ήταν ότι τα ημερήσια χλμ δεν θα τα βγάζαμε. Το μαραφέτι αλλιώς GPS μας
στέλνει αριστερά για επίσκεψη στον ναό της Αντιόχειας Αθηνάς. Ο δρόμος
κατεβαίνει λιγάκι, στο διάβα μας βλέπαμε λίγα απομεινάρια κιονόκρανων, κολώνες
και αετώματα διάσπαρτα. Σταματάμε σ’ ένα πλάτωμα με υπέροχη θέα, δίπλα σχεδόν
από ένα σπίτι. Ο Τούρκος περίεργος ήρθε και στεκόταν δίπλα μας σχεδόν,
τετρακοσάρης δεν μου φαινόταν, τον κέρασα ένα τσιγάρο που απλόχερα δέχτηκε.
Εμείς σε συνδυασμό του όμορφου τοπίου προσπαθούσαμε να καταλάβουμε ποιος είναι
ο ναός. Η Σούλη περπάτησε λίγα μέτρα πίσω σ’ ένα παλιό κτίσμα και σε λίγα λεπτά
μας φώναξε να πάμε εκεί. Στον χώρο αυτό ένας γέροντας Τούρκος, μάλλον απ’ το
διπλανό χωριό, απολάμβανε να μας κάνει τον ξεναγό, ο ρόλος του εκεί δεν ξέρουμε
τι ήταν αλλά μάλλον έκανε τον φρουρό. Μας εξηγεί ότι ο χώρος είναι υπό ανασκαφή
από ένα Αμερικάνικο πανεπιστήμιο , πεζοπορώντας μας ξεναγεί δείχνοντας μας το
μεγάλο λουτρό, το θέατρο, τον ναό και τους χώρους που στέκονταν αγάλματα ενώ σκάβοντας με τα χέρια του το μαλακό έδαφος μας δείχνει τα κρυμμένα
αρχαία μωσαϊκά πατώματα. Πληροφορίες που βρήκα μετά από αρκετό ψάξιμο είναι ότι
ο χώρος ονομαζόταν Αντιόχεια του Κράγου και την έκτισε ο Αντιόχειος Δ΄ ο
Επιφανής περίπου το 170 π.χ. Κράγος ονομαζόταν και το διπλανό όρος πάνω στις
ακτές της Μεσογείου. Είμαστε στην επαρχία της αρχαίας Κιλικίας.
Τα χιλιόμετρα συνεχίζουν να κυλούν αλλά η κούραση άρχισε να μας κτυπά.
Μπαίνουμε στην καθαρή και τακτοποιημένη πόλη Gazipasa και αποφασίζουμε να
διανυκτερεύσουμε εδώ. Σπαταλούμε τα 4 χλμ μέχρι την ακρογιαλιά της όπου και
βρίσκουμε διαμονή. Με θέα το μπλε σ’ ένα χαριτωμένο δωμάτιο
ξεκουραζόμαστε λιγάκι πριν βρεθούμε στην παραλία για μπάνιο και λίγες μπύρες.
Ο πονόλαιμος μεγαλώνει αλλά μ’ ένα παυσίπονο καταφέρνω να απολαύσω την
μισοπαγωμένη μου μπύρα παρέα με τα παιδιά. Ένας Τούρκος μας ρωτάει από που
είμαστε, μετά χαράς ακούει Έλληνες και Κύπριοι και μας πιάνει κουβέντα σε καλά
αγγλικά. Σπαταλήσαμε αρκετή ώρα αλλάζοντας ιδέες, πληροφορίες για την πόλη για
το τι μπορούμε να δούμε, που να φάμε παραδοσιακό φαγητό κ.λ.π., εγκάρδια μας
αποχαιρέτησε και μας ευχήθηκε
Η πόλη είναι σχετικά νεόκτιστη και πεντακάθαρη όπως επίσης και η πολεοδομία
της καλά βαλμένη. Στα περίχωρα της είναι τα απομεινάρια της Ελληνικής πόλης της
Σελινούντας δίπλα από τον ποταμό Κέστρο που κτίστηκε περίπου το 600 π.χ., η
πόλη ανήκε στην επαρχία της Κιλικίας.
Το βραδάκι μας βρήκε φυσικά να τρώμε τα διάφορα κεμπάπ τα οποία ήταν
πεντανόστιμα. Πήραμε όλοι διαφορετικά ώστε να μοιράσουμε τις γεύσεις και να
κάνουμε στο τέλος διάγνωση γευσιγνωσίας με πρώτο να βγαίνει το Adana kebab. Μια
τελευταία μπυρίτσα, μόνο σε τουριστικά μέρη συνήθως βρίσκει κανείς αλκοόλ, και
μέχρι τις 11 νυκτερινή ήμασταν κρεβατάκια μας.
Το επόμενο πρωί με βρίσκει με την αριστερή πλευρά του λαιμού πρησμένη σαν
μελιτζάνα και δυσκολευόμουν ακόμα και να μιλήσω. Βάζω στο μαραφέτι το πιο
κοντινό νοσοκομείο και πάμε με τον Γιώργο σαν συνοδεία γονέα. Πολύ κοντά ήταν,
στο ρεσεψιόν ευτυχώς βρήκαμε ένα φρουρό που μιλούσε αγγλικά σε καλό επίπεδο.
Πλήρωσα 20 ευρώ και πήγα στον γιατρό μέσα με συνοδεία του γονέα μου και του
μεταφραστή μου. Πολύ καλό το επίπεδο και με άψογη ευγένεια η γιατρός με
εξετάζει, θέλει να με αφήσει για περίθαλψη αλλά αρνούμαι, τότε μου λέει ότι
πρέπει να έρθω και αύριο για εξέταση αλλά πάλι αρνούμαι. Μου γράφει μια αράδα
χάπια και λογής φάρμακα και παέι ο Γιώργος να τα πάρει, εμένα με βάζει σε ορό.
Οι σταγόνες αργές, οι σταγόνες ήθελαν ώρες ή μήπως αιώνες μέχρι να τελειώσει το μπουκάλι,.... αρπάζω τον ρυθμιστή και
τις κάνω τούρμπο με διπλή ανάφλεξη, σε 1.5 ωρίτσα ήμουν έξω από το νοσοκομείο
και βουρ για φόρτωμα και αναχώρηση. Συνολικά με τα φάρμακα πλήρωσα όλα μαζί 35
ευρώ...όχι άσχημα.
Περί τις 11:30 ξεκινήσαμε διαδρομές επιτέλους, η 2η μέρα με
καθυστέρηση και αυτή. Η διαδρομή πολύ ωραία όπως και το οδόστρωμα, από Alanya ή
Κορακέσιον μέχρι Αττάλεια όλα είναι τουριστικά, υπέροχα μοντέρνα ξενοδοχεία,
δρόμοι άψογοι... όλα σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Από χτες βλέπαμε πολλές φυτείες
μπανανών και άλλων εσπεριδοειδών μέσα στις πάμπολλες πεδιάδες που σε διαπερνά η
οδική οδός και η Σούλη ήθελε να αγοράσουμε φρούτα. Σταματάμε σ’ ένα σημείο όπου
κρεμασμένες μπανάνες διακοσμούσαν τον χώρο. Ένας πολύ πρόχειρος τόπος σαν
παράγκα και εμείς την αράξαμε εκεί να φάμε μπανάνες μετά νερού για δροσιά. Ο
τύπος εκεί, ηλικίας 55-60 χρονών πολύ τύπος. Ανάμεσα σε γλώσσες του σώματος,
νοηματική, τούρκικα, αγγλικά κ γερμανικά κάναμε πολύ γέλιο. Το όνομα του είναι
Ηλίας είπε και στον άκουσμα ότι είμαστε Yunan (Έλληνες) τρελάθηκε και άρχιζε
ακόμη περισσότερο γέλιο μαζί του. Στο τέλος ήρθε ως τις παρκαρισμένες μηχανές
και ήθελε εμένα να κάτσω να δουλέψω το μαγαζί του και αυτός να πάρει την μηχανή
μου και την Σούλη και να πάει διακοπές.... αυτό και εάν ήταν το κερασάκι στην
τούρτα.... τι μάγκας και αυτός χαχαχα.
Ο D-400 συνεχίζει με τοπία ώστε να χαίρεται το μάτι μας, κάποτε βγαίναμε
υψόμετρο και κάποτε φιλούσαμε τις ακτές... η άσφαλτος και αυτή σε καλά επίπεδα.
Σε λίγο το μαραφέτι με βάζει να βγω από κύριο οδικό δίκτυο για επίσκεψη σε
Χίμαιρα και αρχαιολογικό χώρου του Όλυμπου. Κάτι έκανα λάθος και έχασα την
Χίμαιρα και για να πάω πίσω έπρεπε να πάμε χιλιόμετρα πίσω με ανέβασμα και
είπαμε ότι δεν είχαμε την ανάλογη δύναμη.
Καθώς πλησιάζαμε το Όλυμπο αντικρίσαμε πολλά καταλύματα αλλά και ταβερνάκια ενώ σ’ όλη την κατάβαση η κίνηση των οχημάτων ήταν αυξημένη.
Καθώς πλησιάζαμε το Όλυμπο αντικρίσαμε πολλά καταλύματα αλλά και ταβερνάκια ενώ σ’ όλη την κατάβαση η κίνηση των οχημάτων ήταν αυξημένη.
Στάση στο τελευταίο σημείο μέχρι την είσοδο του χώρου, παρκάρουμε μπροστά
απ’ ένα εαρινό εστιατόριο ώστε να πάρουμε λίγες σταγόνες δροσιάς. Η Σούλη δεν
την έπαιρνε να περπατήσει, εμείς φοράμε τα αθλητικά μας παπουτσάκια, πληρώνουμε
και μπαίνουμε στον χώρο. Ο χώρος είναι κτισμένος την Ελληνιστική εποχή (4ο
αιώνα π.χ.) Το όνομα του το πήρε από το κοντινό όρος Όλυμπος όπως και
πολλά άλλα μέρη της εποχής εκείνης. Η πόλη αυτή υπήρχε ζωντανή μέχρι τον 15ο
αιώνα μ.Χ. Η περιδιάβαση στον χώρο εντυπωσιακή, υπήρχαν κτίσματα από την
Ελληνιστική εποχή μέχρι κτίσματα των Γενοβέζων του Μεσαίωνα. Υπήρχε ένας
κεντρικός δρόμος αλλά σε κάθε πλευρά έπρεπε να περπατήσεις μέσα από ρυάκια και
πυκνή βλάστηση για να τα δεις όλα…. σαν Αμαζόνιος ήταν. Ένας χείμαρρος διαπερνά
την αρχαία πόλη που καταλήγει στην πολύ κοντινή παραλία, μόλις 200 μέτρα.
Κτίρια άλλων εποχών βρίσκονται και στις παρυφές των βουνών που σβήνουν στην
χαράδρα του χώρου, είναι πραγματικά ένας πολύ ενδιαφέρων χώρος πνιγμένος σε
λογής λογής βλάστηση.
Στην Λυκία μας βρίσκει το απόγευμα καθώς μπήκε για τα καλά αναχωρώντας από
τον υπέροχο αυτό χώρο. Σχετικά βουνίσιες διαδρομές με κάποιο υψόμετρο
κινούμαστε για την μικρή πόλη Finike. Κατεβαίνοντας είχαμε μια υπέροχη θέα της
όλης ακτογραμμής μέχρι την πόλη, το κίτρινο και πορτοκαλί χρώμα της δύσης του
ήλιου μας κρατάει παρέα καλύπτοντας τα τελευταία χιλιόμετρα δίπλα από την
θάλασσα. Η πόλη μικρή με μια σχετικά βασική τουριστική υποδομή και βρίσκουμε
διαμονή απέναντι από την μαρίνα της πόλης.
Η Finike λεγόταν Φοινικούς και ήταν το σημαντικότερο λιμάνι της πρωτεύουσας
της Λυκίας. Κτίστηκε από τους Φοίνικες τον 5ο αιώνα π.Χ. όπερ και το όνομα της. Απ’ εδώ πέρασε και ο Μ. Αλέξανδρος ενώ Έλληνες ζούσαν μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923.
Ο πονόλαιμος καλά κρατούσε και κάτω από δυνατή αντιβίωση με κρατούσαν πίσω
στο να απολαύσω το φαγητό μου και μια παγωμένη μπύρα που τόσο λαχταρούσα. Ο
Γιώργος κι εγώ αράξαμε στο εστιατόριο μπροστά στη μαρίνα, η Σούλη αποφάσισε
να πάρει τη φωτογραφική και να περπατήσει στη μαρίνα για φωτό. Ούτε που είδε
πως πέρασε δίπλα από το σπιτάκι του φρουρού της μαρίνας κι άρχισε να ανεβαίνει
τα σκαλιά και να φωτογραφίζει. Μόλις την προηγούμενη μέρα είχε μάθει μια νέα
λέξη, τη λέξη «μπαγιάν», που στα τούρκικα σημαίνει γυναίκα και ξαφνικά ακούει
μια δυνατή και αυστηρή φωνή να φωνάζει: Μπαγιάν! Μπαγιάν! Την Τρίτη φορά γύρισε
και κατάλαβε πως απευθυνόταν στην ίδια. No photos! Η Σούλη τα πήρε λίγο στο
κρανίο και ήρθε στο εστιατόριο θυμωμένη και μειωμένη γιατί ο τούρκος την
φώναζε… ΓΥΝΑΙΚΑ. Μάθαμε εκ των υστέρων ότι ο τρόπος για να φωνάξεις κάποια
άγνωστη γυναίκα είναι «μπαγιάν» (γυναίκα) και όχι κυρία ή μαντάμ κτλ.
Μια ζεστή μέρα ξεκινά, 9 το πρωί ξεκινάμε φορτωμένοι από Finike οδηγώντας σ’
ένα φιδίσιο παραλιακό δρόμο με όμορφες άγριες παραλίες. Οι στάσεις συχνές σ’ όλο το φάσμα
του ταξιδιού και ειδικότερα για ξεκούραση αφού ο ήλιος και υγρασία μας μάδησαν,
μας έλιωσαν αλλά και επίσης για φώτο αφού το τοπίο αρκετές φόρες μας μάγευε. Η
αρρώστια μου δεν υποχωρούσε, ο βαρύς πονόλαιμος μου δε με άφηνε σχεδόν ποτέ
αλλά ευτυχώς ο πυρετός υποχωρούσε.
Ταχύτητες των 60-70 χλμ/ω μέχρι το πανέμορφο Kas, το αρχαίο λιμάνι των
Λυκίων, Φελλούς. Απέναντι του το ακριτικό νησί του Καστελόριζου και δίπλα το
νησάκι Ρω χωρίς πλέον την κυρά του. Μαγευτική η θέα καθώς κατηφορίζαμε τον
D-400 με τα νησιά όλα αυτά μπροστά μας. Στάση για φώτο απαραίτητη αλλά δεν
μπήκαμε μέσα στην πόλη όπου Έλληνες ζούσαν πριν το 1923, τα σπίτια Ελλήνων
είναι ακόμα εκεί και στέκουν ερειπωμένα. Η στάση μας κράτησε ώρα γιατί η θέα
μοναδική, καθίσαμε στο πεζοδρόμιο και απλά χαζεύαμε την όλη εικόνα σαν
βλαχαδερά.
Συνεχίζουμε παραλιακά με τις στάσεις συχνές και ειδικότερα σε κτίσματα με
παράγκες που εκτελούσαν χρέη ταβερνών όπου συχνά η ανταλλαγή «Από πού
είσαστε?», « Τι κάνετε από τα μέρη μας?» με ταβερνιάρη ή θαμώνες ήταν πολύ
συχνή. Δεν πολύ αργή η βορινή μας κατεύθυνση προς Fethiye. Η διαδρομή ανάμεσα
σε οροπέδια και δασώδης εκτάσεις δεν κάνει ανιαρή την οδήγηση καθώς το μέτρα
ανεβαίνουν.
Μπαίνοντας στην Fethiye (Τελμεσσός ή Αναστασιούπολης ή Μάκρη) η κίνηση
βαρετή, παντού παρκαρισμένα αυτοκίνητα ,όλα σφηνωμένα στο
οδόστρωμα. Εμείς κινούμαστε για να βγούμε από την πόλη δυτικά της με προορισμό
το Ελληνικό ερειπωμένο χωριό Λειβίσσι. Λίγα χιλιόμετρα και φτάνουμε, το χωριό
κείτεται σε μια πράσινη κοιλάδα, παρκάρουμε στην κεντρική πλατεία με αρκετά
εστιατόρια αραδιασμένα. Δεν περίμενα ότι το ερειπωμένο χωριό έγινε τουριστική
ατραξιόν. Καθίσαμε λιγάκι να ξεκουραστούμε και να πάρουμε, να πάρουνε δηλαδή,
κάτι παγωμένο και αρχίσαμε την φωτογράφιση και εξερεύνηση του χωριού. Είσοδο
δεν μας έβγαινε να πληρώσουμε, αρνηθήκαμε να πληρώσουμε για να δούμε μια
γενοκτονία, και κινούμαστε περιμετρικά για να δούμε όσα μπορούμε. Το χωριό με
τους 2000 χιλιάδες περίπου κατοίκους το 1923 όπου οι νεότουρκοι έδιωξαν και
εξόντωσαν στις πορείες θανάτου. Το χωριό κτίστηκε το 18ο αιώνα πάνω
σε ερείπια της πόλης Λεβέσσος που αναφέρεται ιστορικά από τον 7ο
αιώνα. Το χωριό τώρα ονομάζετε Kayakoy και είναι τελείως ερειπωμένο εκτός τις 2
εκκλησιές που αναλόγως καλά κρατούν. Καθήμενοι εκεί σ’ ένα από τα εστιατόρια
παραγγέλλοντας πίττες για μεσημέρι, όπου έφτιαχνε μια γριά τελείως παραδοσιακά,
παρατηρήσαμε ότι το εστιατόριο ήταν διακοσμημένο κυρίως από έπιπλα που άφησαν
οι Έλληνες το 1923.
Φεύγουμε μετά από μια στάση 2 ωρών στο Λειβίσσι με ανάμεικτα συναισθήματα
δέους και αγανάκτησης και κατηφορίσαμε πάλι προς Fethiye με υπέροχες θεάσεις να
απλώνονται μπροστά μας. Η Fethiye κι αυτή πόλη όπου ζούσαν Έλληνες μέχρι το
1923 και δημιούργησαν την Νέα Μάκρη στην Ελλάδα πλέον. Στα ορεινά προάστια της
πόλης βρίσκετε και ο τάφος του Αμύντα.
Κτισμένος στα βραχώδη οροπέδια του βουνού που βρίσκετε στα ανατολικά της πόλης, οι Λύκιοι έκτισαν το 350 π.χ. τον τάφο αυτό. Στο πλάι του εκπληκτικού τάφου μια Ελληνική επιγραφή λέει « Αμύντας, γιος του Ερμαγίου». Ο τάφος μέσα μεγάλος σε μέγεθος ενώ οι υπόλοιποι είναι μικρότεροι. Κτίσματα τέτοιου τύπου είδαμε και αλλού μέσα στην Τουρκία καθώς καλύπταμε τις διαδρομές μας.
Κτισμένος στα βραχώδη οροπέδια του βουνού που βρίσκετε στα ανατολικά της πόλης, οι Λύκιοι έκτισαν το 350 π.χ. τον τάφο αυτό. Στο πλάι του εκπληκτικού τάφου μια Ελληνική επιγραφή λέει « Αμύντας, γιος του Ερμαγίου». Ο τάφος μέσα μεγάλος σε μέγεθος ενώ οι υπόλοιποι είναι μικρότεροι. Κτίσματα τέτοιου τύπου είδαμε και αλλού μέσα στην Τουρκία καθώς καλύπταμε τις διαδρομές μας.
Ξαναμπαίνουμε στην Fethiye με την κλασσική της κίνηση, μας πήρε αρκετή ώρα
να βγούμε απ’ την πόλη και αρκετούς βαθμούς κελσίου στα κορμιά μας απ’ τον
ήλιο. Οδεύουμε βόρεια και πάλι για να καλύψουμε τα υπόλοιπα 220 χλμ για Αιδίνιο
(Aydin). Τα τοπία και πάλι δεν είναι καθόλου ανιαρά, κάθε λίγο και λιγάκι κάτι
θα δουν τα ματάκια μας για να χαροποιήσει. Πλέον είμαστε στην αρχαία
επαρχία της Καρίας, οι σημαντικές πόλεις Bondrum (Αλικαρνασσός) και Marmaris
(Φύσκος) που είναι πολύ σημαντικές για τον Ελληνισμό, δεν είναι στο
πρόγραμμα μας γιατί απλά δεν έχουμε χρόνο, η ανατολική Ρωμυλία μας περιμένει.
Κρίμα αλλά όπως ξέρουν αυτοί που ταξιδεύουν δεν μπορούμε να τα δούμε όλα σ’ ένα
ταξίδι, αφήνουμε κάτι πάντα πίσω ώστε να ….ξαναπάμε (τρομάρα μας).
Το δειλινό είναι πολύ καλά βαλμένο στον ορίζοντα καθώς οδηγάμε σε πράσινες
πεδιάδες λίγο πριν την Aydin. Μπαίνουμε και το ίδιο σκηνικό με την κίνηση στο
απόγειο τη, μια πόλη όμως καθαρή θα’ λεγα και τακτοποιημένη, η αναζήτηση
διαμονής όμως χρονοβόρα. Σταματάμε σε κεντρική οδό και ο διπλανός μαγαζάτορας
βγαίνει και ρωτά τι θέλουμε, μη μπορώντας να απαντήσει στα αγγλικά στέλνει 2
νεαρά κορίτσια, το ένα μαντηλοφορημένο και το άλλο με Τζην και φανελάκι.
Έχοντας μπροστά μου μια αντίθεση που με σύγχυζε προσπαθούσα πάλι να βρω άκρη
που τελικά δεν ήρθε. Μπήκε και η Σούλη στην κουβέντα αλλά το μόνο που κατάφερε
ήταν οι δυο νεαρές να την φιλήσουν ζεστά… τι να πω, απ’ αυτά τα γυναικεία που
εμείς οι άντρες δεν καταλαβαίνουμε??
Τελικά βρήκαμε στο κέντρο με την βοήθεια τούρκου αστυνομικού καβάλα σε
δίτροχο.
Την αράξαμε, μπανάκι και έξω για ανεύρεση ντόπιου μασάδικου… εστιατόριο ρε
παιδιά, εστιατόριο. Η Σούλη μπροστά μας σταμάτησε σ’ ένα μαγαζάκι που πωλούσε
παγωτό και σιροπιαστά να ρωτήσει πληροφορίες. Ο τούρκος εκεί της λέει να του
γράψει στο κινητό του τι ήθελε γιατί γιοκ αγγλικά, κάνει μια διαδικτυακή
μετάφραση και μας λέει να τον ακολουθήσουμε. Περπατήσαμε καμιά 600 μέτρα μέχρι
το παραδοσιακό κεμπάπ, εδώ μας είπε με την νοηματική ότι είναι από τα καλύτερα
τις πόλης. Τον ευχαριστούμε θερμά και καθόμαστε, μπύρες γιοκ για καλή μου τύχη
λόγω πονόλαιμου, έχω σκάσει απ’ την ζήλια μου…. ξέρετε τι σημαίνει οι
θερμοκρασίες στα κόκκινα και να διψάς και να ΜΗΝ μπορείς να ξεδιψάσεις με μια
ξανθιά παγωμένη μπυρίτσα?? Και όχι μόνο αυτό αλλά ούτε και νερό παγωμένο να μην
έχεις την δυνατότητα, κάθε γουλιά ήταν φρικτός πόνος. Όπως και να’ χει, φάγαμε
το υπέροχο φαγητό μας και πίσω στον καλό τούρκο για παγωτό και σιροπιαστά. Εγώ
βέβαια μόνο σιροπιαστά έφαγα ο καημένος, ο δύστυχος, ο άμοιρος και οι άλλοι 2 δίπλα
μου που λεγόντουσαν και φίλοι, να τρώνε τα παγωτά αβέρτα, τις μπύρες ασταμάτητα
και όλα αυτά… ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ.
Δεν προλάβαμε να τελειώσουμε το τι τρώγαμε και αρχίσαμε να τραγουδάμε
Παπακωνσταντίνου το «Καταρρέω», σιγοτραγουδούσαμε σαν τα μάτια μας κλείνανε
παρασυρμένα απ’ την κούραση
Το επόμενο πρωί δεν μπορώ να σηκωθώ, αρνούμαι. Πέρασα ένα ανήσυχο βράδυ, η
απόφαση πάρθηκε να μείνουμε εδώ ακόμα μια μέρα. Όλο το πρωί κοιμόμουν όσο ο
Γιώργος και Σούλη έκαναν περιδιάβαση στην πόλη. Φάγαμε μαζί το μεσημέρι και όλο
το απόγευμα όλοι πάλι στις αγκάλες του Μορφέα. Ξυπνώντας αργά το απόγευμα
κάναμε μια έρευνα για την πόλη.
Η Aydin λοιπόν και όπως λέει ο Στράβωνας, δημιουργήθηκε από τους Αργολίδες
και τους Τράλλεις (Θρακική φυλή) στην επαρχία της Λυδίας. Αρχαίες Ελληνικές
ονομασίες που πήρε μέσα από τα χρόνια είναι Ευανθία, Άνθεα, Αντιόχεια και
Τράλλεις. Ο Μ. Αλέξανδρος την κατάκτησε από τους Πέρσες το 334 π.χ. Η πόλη
έγινε μεγάλο εμπορικό κέντρο μέχρι τον 12ο αιώνα μ.Χ. όταν μετά από
μεγάλες συνεχόμενες μάχες με τους Σελτζούκους Τούρκους καταστράφηκε σχεδόν
ολοσχερώς. Ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος με διάταγμα από τους Βυζαντινούς την
ξανά-έκτισε και την ονόμασε Παλαιολόγοπολις.
Βάλαμε στο μαραφέτι τον αρχαιολογικό χώρο Τράλλεις και οδηγούμε ανάμεσα απ’
τα στενοσόκακα των προαστίων της πόλης για να φτάσουμε εκεί. Ο κόσμος κάθεται
έξω στο δρόμο, έξω από τα σπίτια τους παρατηρώντας τον καθένα που περνά
πίνοντας τσάι και συνομιλώντας με γείτονες. Οι γυναίκες μαντηλοφορημένες και τα
πιτσιρίκια να τρέχουν στα στενά. Βγήκαμε λιγάκι έξω απ’ την πόλη σ’ ένα ύψωμα.
Παρκάραμε μηχανές καθώς ο φρουρός έκλεινε τις πύλες του αρχαιολογικού χώρου.
Ευτυχώς κάποια στοιχεία του χώρου ήταν ορατά έτσι βγάλαμε κάποιες φώτο εκ του
μακρόθεν. Απολαύσαμε και λίγο την θέα και πίσω, αποφάσισα να ξαναπάω νοσοκομείο
για να πάρω ακόμη μια δόση ορού «τούρμπο». Ο Γιώργος ισχυρίστηκε ότι είδε το
νοσοκομείο σαν μπαίναμε της πόλης χτες και έτσι πήρε τα σκήπτρα του αρχηγού,
τελικά μας πήρε σχεδόν μέχρι την διπλανή πόλη και για να επιστρέψουμε
χρειαστήκαμε να μπούμε μπροστά του… ευτυχώς για το ταξίδι του σε κεντρική
Ευρώπη αγόρασε GPS και με τις διαδρομές φορτωμένες αλλιώς θα τον βρίσκαμε στην
Αλάσκα.
Τελικά καταλήξαμε το σούρουπο να οδηγούμε πίσω για Aydin πάλι με τον Γιώργο
μπροστά… οι παλιοί έλεγαν μάθε από τα λάθη σου αλλά εμείς ΤΙΠΟΤΑ. Καθώς
μπαίναμε της πόλης ο Γιώργος βλέπει ένα υπαίθριο εστιατόριο όπου και σταματάμε.
Λίγο μπερδεμένη η κατάσταση εδώ γιατί υπήρχαν 3 χώροι με τραπέζια, ο ευγενικός
και με την αγγλιστί γλώσσα να του βγαίνει σερβιτόρος μας εξηγά – ο ένας χώρος
είναι για οικογένειες, ο άλλος για ζευγάρια και ο τρίτος για ΑΝΤΡΕΣ. Μετά που
επιλέγουμε τη θα μασουλίσουν οι άνω και κάτω μας γνάθοι, επιλέγουμε να
καθίσουμε στον ΑΝΤΡΙΚΟ χώρο, κάπου στην άκρη. Έλα όμως που έρχεται η Σούλη και
μας κάνει παρατήρηση ότι πιο μέσα στον αντρικό χώρο είναι καλύτερα, πιάνουμε τα
πραγματάκια μας και περπατούμε ΟΛΟ τον χώρο, επαναλαμβάνω τον ΑΝΤΡΙΚΟ, για να
καθίσουμε εκεί που ήθελε το ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ένστικτο… ευτυχώς ΟΛΑ καλά.
Οι επιλογές φαγητού απλά υπέροχες, το γκαρσόνι εξυπηρετικότατο και
ευγενικό, οι μπύρες να ρέουν άφθονα για τους ΑΛΛΟΥΣ φίλους μου και
συνοδοιπόρους και εγώ με το ζεστό νερό αγκαλίτσα… τι ωραία τι καλά. Το τέλος
της βραδιάς φυσικά στον τούρκο φίλο της Σούλης με τα παγωτά και τα σιροπιαστά.
Το επόμενο πρωί έρχεται με καλή διάθεση μπορώ να πω, απολαμβάνουμε το
πρωινό μας από τον 5ο όροφο του μικρού μας ξενοδοχείου και στις 9
αφήνουμε το Αιδίνιο. Παίρνουμε επαρχιακό δίκτυο, είμαστε Ιωνία πλέον, ανάμεσα
σε χωριά και χωριουδάκια για να καλύψουμε τα λίγα χιλιόμετρα για αρχαιολογικό
χώρο Έφεσου. Μπαίνοντας στον χώρο, πριν παρκάρουμε, η αστυνομία κάνει έλεγχο
και μας ζητάνε τα διαβατήρια. Πληρώνουμε 80 τούρκικες λίρες δηλαδή 25 ευρώ
έκαστος, μας πήραν τον ποπό με άλλα λόγια. Η πόλη κατέχει μεγάλη έκταση και ο
ήλιος βαράει αλύπητα, παρόλα την ταλαιπωρία αυτή δεν σταματάμε να βλέπουμε, να
περπατάμε και να επεξεργαζόμαστε το κάθε τι που βλέπαμε… ο χώρος είναι
μαγευτικά όμορφος με απίστευτα κτίσματα, βάλτε και εσείς άλλα τόσα επίθετα για
να καταλάβετε τι σας λέω .
Κτισμένη τον 10ο αιώνα π.χ. από τους Αττικούς και τους Ίωνες και
απάρτιζε μια από τις 12 πόλεις της Ιωνικής ομοσπονδίας. Ο ναός της Άρτεμης που
φημιζόταν από τα αρχαία χρόνια ήταν ένα από τα 7 θαύματα της αρχαιότητας όπου
καταστράφηκε από τους Γότθους τον 3ο αιώνα μ.Χ. όπου μετά ο Μ.
Κωνσταντίνος επιδιόρθωσε και ξανάκτισε. Οι Ρωμαίοι την κατάκτησαν τον 2 αιώνα
μ.Χ. και εκτιμάτε ότι τότε ζούσαν από 33.000 μέχρι 56.000 άνθρωποι στην Έφεσο.
Η μυθολογία λέει ότι την έκτισε ο Αθηναίος πρίγκιπας Άνδροκλος μετά
τον θάνατο του πατέρα του βασιλιά Κάδρο ακολουθώντας οδηγίες του μαντείου
των Δελφών. Η Έφεσος εγκαταλείφτηκε τον 15ο αιώνα μ.Χ.
Πολλά κτίσματα χαίρουν θαυμασμού αλλά αυτά που ξεχωρίζουν είναι το τεράστιο
θέατρο, η βιβλιοθήκη του Κέλσου, η πύλη του Αυγούστου και πολλά άλλα.
Παντού ακούς τα κλικ φωτογραφικών μηχανών, κοσμοσυρροή στον μεγάλο χώρο που
καλύπτει την Έφεσο. Εκστασιασμένοι βγαίνουμε από τον χώρο και την αράζουμε στα
μαγαζάκια δεξιά αριστερά για κάτι παγωμένο. Ένας τούρκος μας το παίζει Έλληνας
για να μας τραβήξει στο μαγαζάκι του για φραπέ που είπε ότι ήξερε να κάνει.
Πίνουμε το νεροζούμι που μας πρόσφερε καθώς τον βλέπαμε να ξεπλύνει τα
χρησιμοποιημένα ποτήρια με τα χέρια του και με σκέτο νερό… καλά τα πάμε δεν
είναι??? Μας χρεώνει και 3 ευρώ έκαστον αλλά του την λέμε και εμείς γιατί το
έχει παρακάνει ο τούρκος.
Αρπάζουμε μηχανές και συνεχίζουμε με τον Ο-31 για Σμύρνη. Παρόλο που
ανεβαίνουμε προς βορρά αναμέναμε περισσότερο πράσινο, οι πεδιάδες είναι
περισσότερες από ορεινά κομμάτια αλλά το πράσινο δεν υπερισχύει. Ο Ο-31 γίνετε
αυτοκινητόδρομος και σε λίγο βλέπουμε την Σμύρνη. Μια τεράστια πόλη με 2-3
ουρανοξύστες και δεν είναι αυτό που αναμέναμε να δούμε παρόλο που ξέραμε ότι
πλέον είναι μια μεγαλούπολη, η πόλη απλώνεται ακόμα και στους παρακείμενους
λόφους. Εάν μπεις δεν ξαναβγαίνεις το οποίο ήξερα από πριν και έτσι δεν έβαλα
είσοδο στην πόλη παρόλη την όλη της σημασία. Σταματάμε σε βενζινάδικο για
φουλάρισμα, κάτι να πιούμε και να φάμε με φόντο την πόλη που σημάδεψε η
Μικρασιατική καταστροφή.
Διασχίζουμε τα 110 περίπου χιλιόμετρα για Bergama ή Πέργαμος μπαίνοντας
επίσης στην αρχαία επαρχία της Αιολίδας. Μπαίνουμε στην μικρή πόλη και πάμε
πρώτα στο ιερό του Ασκληπιού. Απ’ εκεί βλέπαμε στον απέναντι ψηλό λόφο την
Πέργαμο καθώς ήδη ανάψαμε κι’ ένα τσιγάρο και με τις μπουκάλες νερού έξω για
πόση. Σε μικρή μας συνομιλία αποφασίζουμε να πάμε μόνο στην Πέργαμο γιατί οι
μυϊκές μας δυνάμεις άρχισαν να μας εγκαταλείπουν. Από τον περιμετρικό δρόμο του
ψηλού λόφου και όχι από το τελεφερίκ φτάνουμε στον χώρο. Εκεί πάλι οι
μικροπωλητές άρχισαν τα δικά τους, ένας πωλητής λέει στον Γιώργο που μισοέβλεπε
κάτι καπέλα ότι είναι αδιάβροχα, αυτή η λέξη έπεισε τον Γιώργο και το πήρε και
φυσικά το καπέλο σκούριασε την επόμενη μέρα από τον ιδρώτα του. Τραβάω την Σούλη
για να ανεβούμε στον χώρο, είσοδος 25 τούρκικες, και ανηφορίζουμε. Η θέα
μαγευτική όπως επίσης και ο χώρος. Ψηλές κολώνες, αετώματα, το θέατρο στην
πλαγιά του λόφου, η αγορά και λοιπά κτίσματα σε πολύ καλή κατάσταση κάνοντας
μας να θέλουμε περισσότερο να περιεργαστούμε τον χώρο.
Αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι η Πέργαμος ήταν αποικία των Αρκάδων αλλά
οι σύγχρονοι ιστορικοί λένε ότι είναι μύθος. Ο Ξενοφών είναι ο πρώτος που
αναφέρει σε γραπτά τον χώρο αφού τον κατάκτησε το 399 π.χ. Έγινε σημαντική
μέχρι ο Λυσίμαχος, βασιλιάς της Θράκης, την κατάκτησε το 301 π.χ. Μετά την
πτώση του βασιλείου της Θράκης η δυναστεία των Ατταλιδών διοίκησαν την πόλη με
εξυπνάδα και ευμάρεια. Η βιβλιοθήκη της Περγάμου ήταν η 2η
σημαντικότερη των αρχαίων Ελληνικών εποχών και βρίσκεται δίπλα από την ακρόπολη
της. Ο Ιπποκράτης γεννήθηκε εδώ και επηρεάστηκε από την μεγάλη ανάπτυξη που
είχε το Ιερό του Ασκληπιού (Ασκληπιός – θεός της Ιατρικής) σαν κέντρο ίασης
αρρώστων και είναι κτισμένο κάτω στην πεδιάδα της Περγάμου.
Και πάλι υπέρ-εκστασιασμένοι κατεβαίνουμε για να πάμε προς αναχώρηση μας.
Τελικά εκεί που παρκάραμε, δίπλα από σταθμό του τελεφερίκ, είχε άπλετο ίσκιο
και με τα μπουκάλια νερού παραμάσχαλα ξεκουραζόμαστε. Η Σούλη χαμένη στα λίγα
μικρομάγαζα, τώρα την παίρνουν τα πόδια της, μια CBF 1000 παρκάρει δίπλα
μας, κοιτάζω πινακίδα Ρουμάνικη. Πιάνουμε κουβέντα για το που πήγαμε που θα
καταλήξουμε το ίδιο και για εκείνους, κλασσική φώτο όλων μας και μετά που
ξεζούμισε τα μαγαζιά η Σούλη, κατηφορίζουμε τον μεγάλο λόφο με την υπέροχη θέα αναπολώντας το τι έχουμε δει σήμερα.
Το μαραφέτι μας έβγαζε σε παράξενα δρομάκια της πόλης και του έβαλα
παράκαμψη, μας έβγαλε για το Αϊβαλί σ’ ένα διπλανό επαρχιακό δρόμο και πολύ πιο
αργό, τα 65 χλμ μέχρι Αϊβαλί ήταν όμως πανέμορφα. Πυκνά δάση, σε μια περιοχή τα
δάση αυτά είχαν μεγάλες πέτρες στο έδαφος, μιλάμε για πολύ μεγάλες πέτρες σαν
μπως και πάρθηκαν από αρχαιολογικό χώρο. Τα δέντρα που απάρτιζαν τα δάση δεν
κατάλαβα τι είδος ήταν αλλά είχαν ένα φούντωμα πολύ γεμάτο και καταπράσινο και
όταν έβλεπες τις κορυφές τους στον ορίζοντα, έδιναν ένα υπέροχο πράσινο τοπίο.
Απόγευμα πλέον, τα χρώματα του ορίζοντα άρχισαν να αλλάζουν καθώς μπαίναμε
στο νεόκτιστο Αϊβαλί με κατεύθυνση την παραλία του, είμαστε ακόμα στην αρχαία
Αιολίδα. Δυσκολευόμαστε να βρούμε ένα ξενοδοχείο με τα δικά μας οικονομικά
«χάλια» άσε που και τα πλείστα ήταν γεμάτα. Σταματάμε στην κεντρική οδό στο
ύψος της παλιάς πόλης και σκορπιζόμαστε στις 3 μεριές του ορίζοντα για
ανεύρεση. Εγώ πήγα παραλιακά τελείως, πάνω στην προκυμαία. Βρήκα 3, παλιά
μεγάλα Ελληνικά σπίτια απίθανα αναπαλαιωμένα στις αρχικές τους μορφές με
φανταστική διακόσμηση αλλά πανάκριβα. Η Σούλη βρήκε ένα απέναντι απ’ εκεί που
παρκάραμε στις τιμές που θέλαμε και ο Γιώργος …έκανε τον όμορφο τουρίστα,
δηλαδή τίποτα.
Την αράζουμε στο ξενοδοχείο που βρήκε η Σούλη που ήταν απλό και πολύ οκ και
όπως υποσχέθηκα στους συνοδοιπόρους μου σήμερα, μόλις φτάσουμε Αϊβαλί θα πάμε
για μπάνιο αμέσως. Πάμε ακριβώς στην προκυμαία εκεί που βρήκα τα 3 απίθανα
ξενοδοχεία, η θάλασσα χάλια μαζί με δυσωδία. Πάμε στον ξενοδόχο μας και ρωτάμε
πληροφορίες, μας λέει ότι πρέπει να οδηγήσουμε 5 με 6 χιλιόμετρα είτε αριστερά
είτε δεξιά της κεντρικής οδού και θα βρούμε. Αυτό κάνουμε με επιλογή προς
αριστερά. Καθώς οδηγούσαμε βλέπουμε ένα χώρο με ταβέρνα, μώλο και ομπρέλες.
Παρκάρουμε και πάμε στον χώρο, το σέρβις χάλια, η θάλασσα χειρότερα και αυτό
που μας παραξένεψε είναι η αθρόα προσέλευση στον χώρο από ντόπιους και ξένους
για μπάνιο. Οι παραλίες σε Κύπρο και Ελλάδα είναι σε πολύ ανώτερα επίπεδα θέλω
να τονίσω. Η ώρα πήγε 7:30 έτσι είπαμε να μείνουμε εδώ, η Σούλη στην παραλία να
αγναντεύει την όμορφη θέα, ο Γιώργος διαδυκτιομένος και εγώ να βγάζω φώτο και
βίντεο. Εδώ πάρθηκε και η απόφαση, αφού χάσαμε αρκετές μέρες στην Τουρκία λόγω
διαφόρων καθυστερήσεων, να μπούμε Ελλάδα αντί Βουλγαρία και να πάμε 3 ημέρες
Χαλκιδική όπου εκεί θα αναρρώσω τελείως και μετά επιστροφή πάλι μέσω Τουρκίας
ανάμεσα σε Πούρσα, Σπάρτη Πισιδίας και Ικόνιο. Δεν με ικανοποίησε πλήρως η ιδέα
να αφήσω την Βουλγαρία πίσω αλλά άλλη ρεαλιστική ιδέα δεν υπήρχε έτσι την
χώνεψα.
Η ονομασία Αϊβαλί βγαίνει από το τούρκικο αιβά που σημαίνει κυδώνι και έτσι
το Αϊβαλί ονομάστηκε επίσης Κυδωνιές. Η περιοχή εδώ κατοικείτο από το 1500 π.χ.
στοιχεία λένε. Η πόλη όμως κτίστηκε τέλος του 16ου ή αρχές του 17ου
αιώνα μ.Χ. από κατοίκους της Λέσβου για ένα καλύτερο μέλλον ιδιαίτερα μακρυά
από Αραβικές επιδρομές. Μεγάλη ακμή γνώρισε τον 18ο αιώνα μετά από
αρκετά προνόμια που δέχτηκαν οι χριστιανοί. Η Ελληνική παρουσία υπερτερούσε στο
Αϊβαλί και το Ελληνικό στοιχείο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της πόλης.
Πολλές εκκλησιές κτίστηκαν, σχολεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, νοσοκομεία
δείχνοντας έτσι τον βαθμό που έπαιξε η πόλη στον Μικρασιατικό Ελληνισμό μετά
την Σμύρνη. Το Αϊβαλί έπαιξε και σημαντικό ρόλο στην επανάσταση του 1821 με
αποτέλεσμα ο τουρκικός στρατός να το καταστρέψει και ο Ελληνισμός να φύγει.
Περί τα 1827 επέστρεψαν πίσω και άρχισαν ανοικοδόμηση της πόλης. Η ιστορία
μεγάλη και γλυκό-ξινή για το Αϊβαλί, πολυτραγουδισμένο και με βιβλιογραφία
μεγάλη. Η τοποθεσία του είναι ανάμεσα και πολύ κοντά στην Τροία, την Πέργαμο και
της Άσσου.
Σχεδόν νύχτωσε και πεινάσαμε, παρκάρουμε τις μηχανές στο ξενοδοχείο,
μπανάκι και έξω για μάσα στα στενοσόκακα τις παλιάς πόλης που μύριζε… Ελλάδα.
Υγρασία αρκετή καθώς περπατούσαμε τα σοκάκια με λογής λογής μαγαζάκια, κι’
άλλος κόσμος βρίσκεται εδώ, τα παραπήγματα που έβαλαν σαν σκίαστρα κάνουν την
ατμόσφαιρα υγρή και δύσκολη. Ένα γωνιακό μικρό κάπως ατημέλητο ταβερνάκι μας
τράβηξε την προσοχή. Καθόμαστε έξω, δίπλα απ’ την είσοδο και το γκαρσόνι μας
παρακινεί να πάμε μέσα να διαλέξουμε από ένα μεγάλο ψυγείο με διαφανές γυαλί,
όλα τα φαγητά σε γυάλινα ταψιά δείχνουν υπέροχα. Ένας ηλικιωμένος κύριος
έρχεται κοντά μας και μας μιλά με πολύ σωστή προφορά τα λιγοστά του Ελληνικά,
γύρω στα 65-70 χρονών από μάνα Κρητικιά και πατέρα Τούρκο. Μας βοηθάει να
παραγγείλουμε αφού οι επιλογές πολλές και όλες να κάνουν τα σάλια μας να κάνουν
νεροτσουλήθρα.
Το φαγητό έρχεται σχεδόν αμέσως αλλά και οι μπυρίτσες των ΑΛΛΩΝ, για εμένα αρκούσε μια γουλιά απλά για να νιώσω την απολαυστική της γεύση.
Τι να πούμε, ο ουρανίσκος μας πανευτυχής από τις διάφορες ντόπιες γαστρονομίες
που πιστεύω έχουν και Ελληνικές επιδράσεις στα σίγουρα. Πέφτουμε σαν λύκοι
επάνω τους, μας φέρνει και τηγανητά φρέσκα μικρά ψάρια και μια φασολάδα απ’ το
μαγαζί και την κάνουμε ταράτσα. Καλούμε τον ηλικιωμένο και ιδιοκτήτη της
ταβερνούλας στο τραπέζι μας για κουβέντα και να ανασάνει λιγάκι. Μας είπε
σύντομα την ιστορία του και εμείς εκεί σε πλήρη αφοσίωση στα λεγόμενα του,
λόγια μιας ζωής – λόγια πονεμένα – λόγια μιας άλλης εποχής που ακόμα είναι όλα
τόσο ζωντανά. Σε τέτοιες στιγμές λες ενδόμυχα σου ένα τεράστιο… ΓΙΑΤΙ, γιατί
πρέπει ο κάθε άνθρωπος να υποφέρει σε τέτοιο βαθμό από άλλα συμφέροντα, από
προσδοκίες κάποιων άλλων κ.λ.π.. Αυτό το ΓΙΑΤΙ ποτέ δεν θα σταματήσει να
υπάρχει δυστυχώς.
Κάνουμε ακόμη μια γύρα στα σοκάκια όπου κάποτε έσφυζε από Ελληνισμό
παρατηρώντας όντως εάν το Ελληνικό στοιχείο υπάρχει ακόμη και ναι…. είναι ακόμα
εδώ. Με τις σκέψεις να μας παιδεύουν το μυαλό σ’ αυτά που έχουμε δει και
ακούσει την πέφτουμε για ύπνο με την ελπίδα ότι ο καλός μας Μορφέας θα μας
κρατούσε ζεστά στην αγκαλιά του.
Στις 8 το πρωί είμαστε στον 4 υπαίθριο όροφο του ξενοδοχείο για πρωινό με
μια θέα απλά μαγευτική. Βλέπεις όλη τη πόλη, τα Μοσχονήσια απέναντι σε μια
θάλασσα ήρεμη όσο πότε, τις Ελληνικές εκκλησιές του Ταξιάρχη και του Αγ.
Νικόλαου μ’ έναν μιναρέ δίπλα τους να δεσπόζουν καθώς παρατηρούμε την παλιά
πόλη από ψηλά. Τελειώνουμε το πρόγευμα αλλά δεν θέλουμε να αφήσουμε τέτοιο
τοπίο μόνο του, με δικαιολογία να ανάβουμε τσιγάρο στο τσιγάρο για να
παραμείνουμε στον χώρο, δεν πετυχαίνει και πολύ. Φορτώνουμε και φεύγουμε χωρίς
την θέληση μας, σαν τότες το 1923 που ξερίζωναν τους ντόπιους Έλληνες που
γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τόσες γενιές, για νέες πατρίδες.
Στον Ε-87 (D-550) για Canakkale, σ’ ένα πολύ καλό δρόμο και ασφάλτωση
νιώθουμε για πρώτη φορά ένα δροσερό αεράκι να μας βαράει, να μπαίνει απ’ τους
αεραγωγούς των σακακιών μας και να μας δίνει μια αίσθηση φρεσκάδας. Υπέροχη και
η θέα όπου σε λίγο ο δρόμος στενεύει και παίρνει υψόμετρο, ευτυχώς ο στενός
δρόμος μεγαλώνει πολύ σύντομα και οδηγούμε στα υψίπεδα προς Canakkale.
Αρχίζουμε την κατάβαση με θέα τα στενά του Βοσπόρου, τον Ελλήσποντο, και
δεν πολύ-αργεί να φάνει το Canakkale. Πόλη μοντέρνα σε μεγάλο της κομμάτι και
νεόκτιστη και με το Ελληνικό όνομα Δαρδανέλλια. Η περιοχή ήταν από αρχαίους
χρόνους αποικίες των Αιολικών και άκμασαν λόγω της σημαντικότητας των στενών
του Βοσπόρου. Πιάνουμε λιμάνι, πληρώνουμε 12 τούρκικες λίρες και πρώτοι στην
σειρά καθώς το πορθμείο προσπαθούσε να δέσει. Παρκάρουμε μπροστά από την
μπουκαπόρτα και την αράζουμε για το 15λέπτο ταξιδάκι στα στενά. Όμορφο το
συναίσθημα να περνάς τον ιστορικό Βόσπορο που έχει χιλιο-ειπωθεί σε τραγούδια
και μύθους με τους γλάρους παρεούλα να φωνάζουν.
Κατεβαίνουμε Eceabat και αμέσως για Ε-87 / D-550 προς Καλλίπολη ή Gelibolu.
Καλός δρόμος όσο και σε παραθαλάσσια τοπία και σε καμιά 50 χλμ μπαίνουμε στην
πόλη για ανεύρεση τροφής. Σταματάμε στο μικρό λιμανάκι και καθόμαστε σ’ ένα από
τα μικρά εστιατόρια, όταν βλέπουμε τιμές την κάνουμε, αρκούμαστε μ’ ένα νόστιμο
σάντουιτς από κοκορέτσι και είμαστε μια χαρά.
Η Καλλίπολης γνωστή από τα αρχαία χρόνια ως η Θρακική χερσόνησος. Στην
περιοχή οι Ίωνες και Αργολοίς έκτισαν 12 πόλεις στην χερσόνησο αυτή περί τον 7ο
αιώνα π.χ. . Η πόλη έπαιξε σημαντικό ρόλο μεταξύ Ελλήνων και Περσών λόγω της
στρατηγική θέσης.
Συνεχίζουμε με Ε-87 και Ε-84 ανάμεσα από κάμπους με ηλιοτρόπια και με τοπία
αριστερά μας από τον κόλπο του Μελά ή κόλπο Σαρός τώρα όπως λέγετε και δεξιά
μας από τον Ελλήσποντο. Απόγευμα περνούμε τα σύνορα στους Κήπους, χωρίς
δυσκολίες σε καμιά από τις 2 πλευρές και μπαίνουμε Yunanistan. Εγώ και η Σούλη
θα διανυκτερεύσουμε Αλεξανδρούπολη και ο Γιώργος συνεχίζει για Βέροια, αύριο
γι’ αυτόν είναι μέρα προετοιμασίας της μηχανής του για ταξίδι σε κεντρική
Ευρώπη.
Επόμενη μέρα εμείς ξεκινάμε για Ιερισσό στην Χαλκιδική. Εγνατία οδό
αρχίζουμε και μετά από Καβάλα επαρχιακό δρόμο μέχρι Ιερισσό. Υπέροχες διαδρομές
και ειδικότερα μετά από Ασπροβάλτα. Στην Ιερισσό θα μείνουμε 2.5 μέρες για
ξεκούραση και ανάρρωση και μετά πίσω μέσω Τουρκίας από Ίσπαρτα, λίμνη Egirdir
και Ικόνιο. Το σπιτάκι στην Ιερισσό πάνω στην θάλασσα σε μια απόσταση 2-3 χλμ
από την μικρή πόλη της Ιερισσού. Το ίδιο βράδυ μάθαμε ότι έγινε πραξικόπημα
στην Τουρκία άρα πάλι τα σχέδια μας αλλάζουν. Επόμενες μέρες κανονίσαμε να
φύγει η μηχανή με εμποροκιβώτιο και εμείς αεροπορικός από Θεσσαλονίκη όπου και
έτσι έγινε. Από Ιερισσό εκτός από θαλάσσια μπάνια στην υπέροχη παραλία εκεί που
μέναμε, κάναμε και μικρά ταξιδάκια σε Ουρανούπολη και στην πανέμορφη Αρναία για
να σκοτώσουμε τις 6 μέρες εκεί.
Όπως καταλάβατε το ταξίδι μας σε ευρύτερο Ελληνισμό Μικράς Ασίας και
Βουλγαρίας δεν πήγε όπως σχεδιάστηκε, το γιατί θα το έχετε ήδη καταλάβει μέχρι
τώρα. Λύπη με κρατούσε για το γεγονός αλλά μετά άρχισα να συνειδητοποιώ ότι έχω
δει και ζήσει ένα αριθμό απ’ αυτά που είχε μέσα στα σκαριά του το ταξίδι αυτό.
Τα 2550 χλμ που καλύψαμε ακούγονται λίγα αλλά σε ψυχική μέτρηση δεν ήταν. Δεν
ήταν λίγες οι φορές που νιώσαμε υπέροχα και με έκσταση φεύγαμε από προορισμούς.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που νιώσαμε τον Ελληνισμό σε μέρη με άλλη κουλτούρα και
πίστη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που νιώσαμε υπερήφανοι που απλά είμαστε Έλληνες…
και αυτό μέτρησε πολύ.
ΣΗΜ: Το ταξίδι αυτό το αφιερώνουμε στον υπέροχο φίλο Κώστα Κωνσταντίνου που οι
άγγελοι τον πήραν τόσο νωρίς σ’ ένα τόσο άδικο δυστύχημα.
φωτογραφίες :
0 σχόλια: