Ήπειρος 2013, η αφήγηση!

By | Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2016 Leave a Comment
Ήπειρος 2013
Κείμενο / φωτογραφίες : Θανάσης Μουρίκης



Μετά από ένα βαρύ (από κάθε άποψη) χειμώνα, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ξεφύγω κυριολεκτικά ψυχή και σώμα από τα αστικά τάρταρα. Δεν ήθελα να αποδράσω έτσι απλά, κόβοντας ρότα για τα τετρημένα – παραλιές, ξαπλώστρες, παραθαλάσσια μπαρ, πολυκοσμία- όχι δεν θα το άντεχα, θες να με παίρνουν τα χρόνια; Να με βάρυνε ο μνημονιακός χειμώνας; Δεν έχει καμία σημασία.
-        Κικίτσα φέτος θα πάμε Ήπειρο, άλλωστε ήταν δικιά σου ιδέα.
Ήπειρος... Βασικά δεν γνωρίζω και πολλά, οκ ακόμα καλύτερα, ευκαιρία να μάθω, να δω, να δοκιμάσω κάτι άλλο βρε αδελφέ. Προμηθεύτηκα λοιπόν αρμόδιους οδηγούς του τεραίν, χάρτες, ιντερνετικές πληροφορίες και υπομονή για τη μέρα της χαμηλής πτήσης με την Κικίτσα και την μοτοσυκλέτα. Προορισμός το κάτι καινούργιο με σκοπό την κάθαρση.
Σάββατο 5:30 τα ξημερώματα μας βρίσκει μπροστά στο ΚΤΜ να φορτώνουμε βαλίτσες, tank bag και τις ψυχές μας. Πατώντας τη μίζα άκουσα τους στεγνούς τεντωτήρες να χειροκροτάνε για την απόφαση και τα φώτα της μοτοσυκλέτας να κοιτάνε βόρεια. Τα πρώτα 200 χλ στον Ε75 κλασικά – βαρετά και με πολύ κρύο, μιας και φορούσαμε καλοκαιρινά μπουφαν. Εγώ βασικά είχα δαγκώσει το φουλάρι μου και παρακαλούσα να βγει ο ήλιος να μας ζεστάνει το κοκκαλάκι μας.
Πρώτη στάση μετά από 240 περίπου χιλιόμετρα σε βενζινάδικο του Δομοκού – ο ήλιος είχε αρχίσει να κάνει αρκετά αισθητή την παρουσία του. Σκοπός στο σημείο αυτό ήταν να περάσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τον Θεσσαλικό κάμπο μιας και η πεδιάδα δεν αστειεύεται και ενδείκνυται για πρώτης τάξης μοτο-σάουνα. Όχι, ευχαριστώ πολύ δεν θα πάρω. Φουλάρουμε ντεπόζιτα, καφεδιαζόμαστε στα γρήγορα, κοπανάμε και δύο μπανανούλες, και Θεσσαλικέ ήλιε έλα να μας πιάσεις αν μπορείς. Και έτσι δεν μπόρεσε μιας και 9:30 βρισκόμασταν στην Καλαμπάκα με θέα τα Μετέωρα.

 Εδώ πρέπει να αναφέρω ότι ο προορισμός της 1ης διαμονής μας ήταν το Μέτσοβο και επόμενη μέγα-στάση ήταν η Κόνιτσα όπου το ενδιάμεσο τουρ θα εμπεριείχε μόνο επαρχιακούς δρόμους και μικρές χωμάτινες παρακάμψεις. Αφήνουμε λοιπόν πίσω μας και τους επιβλητικούς βράχους των Μετεώρων και μετά από λίγα χιλιόμετρα στο δρόμο προς το Μέτσοβο να σου και η πρώτη μικρή πρόκληση. Ο δρόμος χωρίζεται σε δύο επιλογές, όπως και τα παλιά χρόνια στη μυθολογία και τα θρησκευτικά. Αριστερά η Εγνατία και δεξιά η Κατάρα με μια απογορευτική μπάρα να σε αποθαρρύνει και να σε προτρέπει να πάρεις τον καινούριο δρόμο. Όπως πολύ καλά γνωρίζουν και οι εντουράδες, πίσω από τις μπάρες και τα απαγορευτικά κρύβονται οι ομορφιές, βουρ για τα απαγορευμένα! Κάποιες μικροφθορές στην άσφαλτο όπως πετρούλες, λακούβες, μικροκαθιζήσεις, τίποτα το σοβαρό για να μην το τολμήσεις. Ο δρόμος άδειος εντελώς, ούτε κουνούπι, και η θέα – τι θέα ήταν αυτή μέσα στην ησυχία των βουνών; Κάποια στιγμή μας σταμάτησε το τοπίο προς τέρψη των οφθαλμών μας και να σου και το πρώτο γεράκι ξεπρόβαλε μέσα από το φαράγγι, στην θέση Τραγόπετρα περίπου 13 χιλιόμετρα μετά την είσοδό μας στον καταραμένο δρόμο. Φωτογραφίες, ξαλαφρώματα, απόλαυση του τοπίου και 17 χιλιόμετρα πιο κάτω-  τσουπ στο Μέτσοβο!



Το Μέτσοβο, στα 1200 μέτρα υψόμετρο περίπου, με θέα στα βόρεια την Πίνδο και στο νότιο μέρος του την Εγνατία και τα τούνελ της. Απόλυτα γραφικό χωριό με πλούσια παράδοση στα τυριά όπως το Μετσοβόνε και η Μετσοβέλα αλλά και άλλα μετσοβίτικα διαφόρων γεύσεων για όλα τα γούστα. Ευεργετημένο από τον Τοσίτσα μέσω του Αβέρωφ εξού και το ομώνυμο κρασί «Κτήμα Αβέρωφ» δηλώνει πλούτο, σταθερή αξία και εμπνέει σεβασμό στον τόπο και στην κουλτούρα. Εκεί έμαθα, αφού κάτσαμε να φάμε σε ένα ταβερνο-ψητοπωλείο πάνω στην κεντρική πλατεία, ότι κεμπάπ λένε τα κομμάτια χοιρινού κρέατος περασμένα και ψημένα στη σούβλα. Ας είναι κι έτσι, ήταν πολύ νόστιμο και δεν μας χάλασε καθόλου. Όμως αυτός ο τόπος δεν είναι μόνο κρασί, φαί και θέα, έχει εξαιρετικά μουσεία και αξιοθέατα όπως το πατρικό Τοσίτσα, την Πινακοθήκη, το Τοσίτσιο πάρκο, κ.α. Εκεί αρχίσαμε να χαλαρώνουμε και να εγκληματιζόμαστε με το ορεινό καλοκαιρινό τοπίο. Έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε και δεύτερη μέρα και να μην φύγουμε κυνηγημένοι από το αυτοάνοσο άγχος που έχουμε όλοι ή οι περισσότεροι αστοί. Ο ηπειρώτικος αέρας άρχισε να σκοτώνει το στρες και το τρεχαλητό της πόλης. Κι έτσι εναρμονισμένοι με το περιβάλλον, Δευτέρα νωρίς το πρωί γύρω στις οκτώ ξεκινήσαμε προς τα Ζαγοροχώρια με προορισμό την Κόνιτσα.

Τώρα ένιωθα ότι η περιπέτεια και το ποθητό ταξίδι αρχίζανε. Κατευθυνθήκαμε βόρεια και αφού είχα ενημερωθεί από ντόπιους Μετσοβίτες κάναμε αριστερά στο δεύτερο δρόμο μετά το Μέτσοβο για την τεχνητή λίμνη του Αώου ποταμού. Το πάνω κομμάτι απ’ οτι μας είπαν είναι πιο γραφικό μιας και έχει πιο πλούσια χλωρίδα και καλύτερη θέα. Η διαδρομή παράλληλα με τη λίμνη είναι περίπου 13 χλμ αλλά δεν έλεγε να τελειώσει αφού όλο σταματούσαμε για να αποθανατίσουμε το τοπίο. Από τη δεξιά πλευρά του δρόμου τα έλατα κατέβαιναν επιβλητικά με όγκο και μόνο ο δρόμος τα χώριζε από τη λίμνη. Στα πρώτα δύο τρίτα της διαδρομής η άσφαλτος ήταν κακή ενώ στο υπόλοιπο κομμάτι ήταν καλυμμένη με χώμα και πέτρες. Αμέσως μετά το δεύτερο φράγμα κατηφορίσαμε δεξιά και εκεί ήταν που πλεον πατάγαμε μόνο χώμα και ας έδειχνε ο χάρτης «μέτρια άσφαλτος». Από τις βροχές και τις πλημμύρες το χώμα κηριαρχούσε παντού, η φύση δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβήτιση. Τρία χιλιόμετρα παρακάτω συναντήσαμε τη λίμνη με τα νούφαρα. Ένα φυσικό κάδρο στην δεξιά πλευρά του δρόμου μας καθυστέρησε ακόμα λίγο, αλλά πλέον είχαμε καταλάβει ότι εδώ δεν υπάρχει καθυστέρηση, εδώ υπάρχει μόνο απόλαυση. Πλέον βρισκόμασταν στα Ζαγοροχώρια που αποτελούνται από 48 πέτρινα χωριά, πολλά από αυτά μαρτυρικά, αφού κατά την διάρκεια της κατοχής από τους Γερμανούς τα είχαν κάψει και σε πολλές περιπτώσεις είχαν εκτελέσει και τους κατοίκους. Ακολουθώντας βόρεια διαδρομή ένα χιλιόμετρο μετά το χωριό Μακρίνο κάναμε δεξιά και μπήκαμε σε χωματόδρομο με κατεύθυνση τον Γυφτόκαμπο και την Στάνη των Σαρακατσάνιδων. Εκεί κάθε πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου γίνεται η μάζωξη των Σαρακατσάνιδων. Όταν φτάσαμε στη στάνη βρεθήκαμε μπροστά σ’ένα αχηρένιο χωριό με τα ούλα του. Και με τα μαντριά του, τα κοτέτσα του και καλύβα- μαγειριό και άλλη καλύβα για τον ύπνο και άλλη για την μάζωξη και το φαί. Βέβαια όλα αυτά ήταν αντιγραφή του τότε προς τίμηση της πεδινής Σαρακατσάνικης ζωής. Παραδίπλα η πλατεία του χορού και των οργάνων για το μεγάλο γλέντι. Και φυσικά υπήρχε και ζωντανή υποδοχή από την Κυρία του Ταβερνοκαφενέ. Μάτια χορτάτα, ψυχή καθαρή ήρθε η ώρα για πίτα ζεστή. Πάντα με καφεδάκι για να μείνει ανοιχτό το μάτι αλλά κι ένα τσιπουράκι για την γεύση. Η Κικίτσα αποθανάτιζε με την φωτογραφική μηχανή τη στάνη και εγώ αποτελείωνα με όρεξη τις πιτούλες. Οκ άφησα το κάτιτις και για το στεφάνι μου καθότι διατροφολόγος η κυρία στο επάγγελμα, ε, μην την προκαλώ και την αφήσω και νηστική. Θα ήτανε μέγα λάθος μα τις χίλιες πίτες. Η Κυρία στην ταβέρνα μου τόνισε ότι καμία σχέση οι Βλάχοι με τους Σαρακατσάνιδες, μάλιστα ο τρόπος που το διατύπωσε ήταν ιδιαίτερα έντονος και κάθετος. Δεν παρέλειψε να μας ενημερώσει για τα ξυλόγλυπτα που φτιάχνει ντόπιος νεαρός στο Ηλιοχώρι που ήταν και το επόμενο χωριό.


Πλέον ήμασταν στην καρδιά της Πίνδου. Τα βουνά μας είχαν υποδεχτεί με μια άγρια αλλά φιλική αγκαλιά γεμάτη εικόνες ηπειρώτικου κάλλους. Ψηλά βουνά, χορτάτα δέντρα από το νερό, παρθένα γη, πέτρα και ξύλο, όλα πιο κοντά στον άνθρωπο. Ταξιδεύαμε στη φύση αλλά και στο χρόνο. Ένας χορός συναισθημάτων, μακρόσυρτος, σαν ηπειρώτικο κλαρίνο με βαριές εικόνες που ξυπνάνε το μυαλό. Και τώρα είμαι έτοιμος να ακούσω, να αφουγκραστώ τους ανθρώπους της Ηπείρου – κάθαρση. Αλλά εδώ προσοχή μην πιαστείτε κορόιδο από τις ταμπέλες από Γυφτόκαμπο μέχρι Ελεύθερο, που λένε ανώτατο όριο ταχύτητας 50 – και πάτε με 50! Γιατί τότε η κάθαρση θα είναι ολοκληρωτική και μη αναστρέψιμη. Εδώ ο δρόμος είναι γεμάτος μεγάλες και επικήνδυνες λακούβες που στην προσπάθειά σου να τις αποφύγεις μπορεί να βρεθείς στο γκρεμό. Έτσι λοιπόν χαλαρά και απολαυστικά, με την διαδρομή που είχα χαράξει, αγκαλιάσαμε τα βουνά και μπήκαμε στην Κόνιτσα. 500 μέτρα μετά την πλατεία φτάσαμε μπροστά από το Πανόραμα του Γιώτη. Και φυσικά ο πρώτος άνθρωπος που είδαμε ήτανε ο Γιώτης.
-        Καλώς τους μηχανόβιους, μας είπε, εσύ είσαι που με πήρες τηλέφωνο και με ρωτούσες για το δρόμο από την πάνω μεριά;
Το βλέμα του και το ελαφρύ του χαμόγελο μου λέγανε «φίλε άραξε, τώρα θα χαλαρώσεις». Και φυσικά για να χαλαρώσουμε μας κέρασε και τα πρώτα τσίπουρα. Όπου μέχρι να τα πρωτοπούμε ήρθε και η Ελένη, η γυναίκα του, χαμογελαστή και ζεστή μας υποδέχτηκε και αφού μας έδωσε το δωμάτιο το οποίο ήταν πολύ καλύτερο από αυτό που περιμέναμε, αρχίσαμε να εξερευνούμε το χώρο του ξενώνα όπου έμοιαζε με λαογραφικό μουσείο. Καταλάβαμε ότι επρόκειτο για μία ζεστή οικογενειακή επιχείρηση από μερακλίδες γραφικούς ανθρώπους. Ο Γιώτης, Σμυρνιός στην καταγωγή είχε ιδιαίτερο μεράκι και αγάπη για την πέτρα, έμεινα έκθαμπος όταν είδα τα πέτρινα δημιουργήματά του που είχε εμπνευστεί από τη φύση και είχε αποδόσει πάνω στην πέτρα με σφυρί και καλέμι. Με χαρακτηριστική υπομονή και μεράκι μου έδειξε το καζαναριό που είχε φτιάξει με την βοήθεια του γιού του Μάκη. Ένα εξαιρετικό μερακλήδικο δωμάτιο με την επιβλητική καζάνα που ονομάτιζε και το χώρο περικυκλωμένη από τα τα περίτρανα σκίτσα της κόρης του της Μαρίνας όπου είχε σπουδάσει αγιογράφος στα Γιάννενα.
-Έλα να σου δείξω την κουνέλα και τον αγριοκούνελο, μου είπε.
Και με έξτρα καμάρι με πήρε παραδίπλα, στο χώρο με τα ζώα: κότες, γαλοπούλες, κουνέλια, αγριοκούνελα. Ένιωσα δέκα χρονών άκουγα το Γιώτη να μου εξηγεί και να μου δείχνει.
-Να κι ο αγριοκούνελος, πριν ένα μήνα το γεράκι μας πήρε ένα μεγάλο κόκορα κι έφυγε πετώντας μέσα στην Πίνδο.
Κι εκείνη την ώρα το γεράκι της ιστορίας του Γιώτη είχε πάρει 25 χρόνια από τη ζωή μου και 20 κιλά από το κορμί μου. Τόσο απλά! Απλοί άνθρωποι, απλή ζωή και απλά είχα αρχίσει να πεινάω. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, η πείνα με έκανε να γνωρίσω τι άλλο την Ελένη, τη μάγισσα της πίτας και των γεύσεων. Το γεράκι μπορεί να είχε αρπάξει τον κόκορα αλλά η κότα ήταν καλά κρυμμένη μέσα στην κοτόπιτα της Ελένης, και την ξεπουπούλιασα. Την γλυκοκρατζάνισα και την τσιπουροχώνεψα. Οι πολλές πληροφορίες που αραδιάζω και η παιδικότητα της γραφής με τις οποίες αποδίδω τα γεγονότα είναι αποτέλεσμα των παιδικών συναισθημάτων που με κέρασε ο τόπος. Προσπαθώ να φιλτράρω τα πολλά περιττά αλλά δεν είναι εύκολο. Αλλά έτσι γουστάρω, να το ξαναζήσω!
Την επόμενη μέρα το πρωί στο χώρο του πρωινού πάνω από τους χάρτες για το πού θα πάμε
-        Ρε Κική, θαύμα, αυτός ο χάρτης μυρίζει Ήπειρο.
-        Ναι είναι που σου έπεσε πάνω του ο τραχανάς που έφαγες για πρωινό πριν λίγο.
Και από παραδίπλα ακούω κάτι για μάχες, για πολιορκίες, για επικές καταστάσεις. Όπα λέω, εδώ είμαστε! Κοιτάω και βλέπω ένα μικροκαμωμένο λεβεντόγερο που τα μάτια του λάμπανε σαν τις λάμψεις της μάχης, ολοζώντανος, με απόλυτη ακρίβεια και τέλεια άρθρωση, ο Γρηγόρης Μάρκου, ζωντανή ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας μαρτυρούσε, διηγούταν, τα όσα, τα πάντα. Οι λίγες ιστορικές μου γνώσεις και το ενδιαφέρον μου με έβαλαν στην κουβέντα. Ο Γρηγόρης Μάρκου μιλούσε με χυμαρώδη ένταση και ως βετεράνος του πολέμου αλλά και της ζωής. Σαν μηχανή του χρόνου μας ταξίδεψε στα μαύρα χρόνια του εμφιλίου - στην πολιορκία της Κόνιτσας 27 Δεκεμβρίου του 1946 μέχρι 4 Ιανουαρίου του 1947 - στην ενέδρα πάνω από τα Μαστοροχώρια που ήταν ο μοναδικός επιζών από ολόκληρο το λόχο του - στην παγωμένη από το χιόνι Πίνδο δίπλα στις καυτές ανάσες των συμπολεμιστών του από την 8α μεραρχία .
-        Και μετά Κυρ Γρηγόρη μου, πώς προχώρησες τόσο δυνατά και πέτυχες και στα επαγγελματικά; (Ο Γρηγόρης Μάρκου, μεταπολεμικά ήταν ο πρώτος έμπορος Σούπερ Μάρκετ. Έκανε μεγάλη περιουσία και βοήθησε τον τόπο του, την Παραμυθιά Θεσπρωτίας να απεγκλοβιστεί, εν μέρη από τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Μάλιστα αξίζει να πω ότι με το τέλος του εμφιλίου έφτιαξε ένα μνημίο στην μνήμη όλων, μα όλων των Ελλήνων που πέσανε σε αυτό το λάθος και άδικο σπαραγμό.)
-        Θανάση μου τότε πολλής κόσμος δεν ήξερε ούτε να διαβάζει. Ευκαιρίες υπήρχαν, έτσι εγώ ήμουν συνδρομιτής στην εφημερίδα Ναυτεμπορική που μου άνοιξε τα μάτια. Είδα τι γίνεται εμπορικά στον κόσμο και αναλόγως έπαττα. Πνίγανε οι βροχές το ρύζι στην Κίνα; Αμέσως εγώ αγόραζα πολύ μεγαλύτερες ποσότητες και το αποθήκευα. Έτσι το πούλαγα την επόμενη χρονιά, όταν είχε ανέβει η τιμή του ρυζιού και είχα μεγάλο κέρδος. Έκαμα εξαγωγές ελιάς στην τότε Γιουκοσλαβία και ένα σωρό άλλα τέτοια εμπορικά, αλλά τίμια τεχνάσματα. Και τώτα 92 ετών έχω υπολογιστή και μπαίνω στο internet και διαβάζω.
-        Τι να πω; Όποιος γυρίζει μυρίζει. Γι’αυτό πάμε καμιά βόλτα γιατί τούτα εδώ τα μέρη, Κικίτσα μου, είναι γεμάτα θησαυρούς.


Πωγώνι σου ‘ρχόμαστε. Μερικά χιλιόμετρα, μόνο 12 βορειοδυτικά της Κόνιτσας, βρίσκεται το Πωγώνι. Μία περιοχή που στο διάβα σου για να την πλησιάσεις σου κάνει παρέα από την αριστερή πλευρά του δρόμου ο Αώος ποταμός. Λίγο πιο κάτω περάσαμε κάθετα το ποτάμι με επιλογή την δεύτερη γέφυρα του μηχανικού. Προορισμός ήταν τα ακριτικά χωριά Αηδονοχώρι, Μολυβδοσκέπαστο ή Μολύβι για τους ντόπιους, Μονή Μολυβδοσκέπαστη και Μπουραζάνι. Μετά όμως από την επίσκεψή μας στην Μονή Μολυβδοσκέπαστη (το όνομά της το έχει πάρει από την μολυβένια οροφή όπου στην τουρκοκρατία οι Τούρκοι την κατέστρεψαν για να την κάνουν βόλια).
Πηγαίνοντας για Αηδονοχώρι βρεθήκαμε σε μία διασταύρωση όπου ο δεξής ανηφορικός δρόμος διέσχιζε ένα εξαιρετικό τοπίο μέσα σ’ένα φαρδύ φαράγγι.  Μία που το είδαμε, δύο που το τσουλήσαμε και να σου βρισκόμαστε μέσα σ’ένα άγνωστο, σχεδόν έρημο χωριό.  Μπορεί να μην είδα την ταμπέλα, ακόμα δεν το ξέρω αν υπήρχε. Σταματήσαμε δίπλα σ’ένα φτωχικό σπίτι και ανοίγω χάρτι να δω που είμαστε και παράλληλα ρωτάω:
-        Ρε Κική, λες να είμαστε Αλβανία και να μην το πήραμε χαμπάρι;
Και αμέσως μέσα από την αυλή του φτωχικού, ξεπροβάλει ένα γεροντάκι καμιά 90αριά χρονών και με κορμοστασιά σχήματος Γ, κρατώντας ένα μιστρί στο χέρι του μας φώναξε τρομαγμένος:
-        Τι Αλβανία λέτε; Εδώ είναι Ελλάδα! Ποιοί είστε εσείς;
-        Ώπα παππού ηρέμησε! Έλληνες τουρίστες είμαστε από την Αθήνα, ποιο χωριό είναι εδώ;
-        Πωγωνίσκος. Μου απάντησε ο γέρος.
Έτσι λοιπόν είδαμε και τον σχεδόν έρημο και ξεχασμένο Πωγωνίσκο με την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Μετά από μέρες έμαθα από έναν ντόπιο πώς ένας χωριανός από αυτό το χωριό γύρισε μετά από πολλά χρόνια από την Αμερική. Είχαν πεθάνει όλοι του οι φίλοι και οι συγγενείς. Όταν έφτασε στα Γιάννενα ζήτησε από τον ταξιτζή να τον πάει στο χωριό του και να τον αφήσει έξω από την εκκλησία. Εκεί έκατσε και άφησε την τελευταία του ματιά. Στον τόπο του, στον τόπο που τον γέννησε. Ήτανε Κυριακή και τον βρήκαν οι συγχωριανοί του μετά το τέλος της λειτουργίας. Με το τέλος της ιστορίας άρχισα να πιστεύω πώς κάτι πρέπει να έχει ο Πωγωνίσκος και να τραβάει συναισθήματα και ανθρώπους.
Στο Αηδονοχώρι κάτσαμε στην πλατεία του χωριού, στο καφενείο, κάτω από τον πλάτανο. Από εκεί γεμάτοι χαρά οι μόνιμοι θαμώνες προσφέρθηκαν να μας ενημερώσουν για το ποιόν της θέας που προσφέρει απλόχερα η τοποθεσία.
-        Μαύρισε το μάτι μας να δούμε νέους ανθρώπους. Μας είπε μία γιαγιά.
Ο ήλιος έπεφτε σιγά σιγά και οι κοιλιές μας αναζητούσαν πέστροφα ψητή. Βουρ στο Μπουραζάνι δίπλα στο ποτάμι έχοντας αφήσει πίσω μας μία περιοχή της Ηπείρου που φωνάζει Ελλάδα. Με την επιστροφή μας στο Πανόραμα βρίκαμε τον Γιώτη και την Ελένη ανήσυχους:
-        Πού ήσασαν; Ανησυχήσαμε! Μας είπανε.
Να σου κι ο κυρ Γρηγόρης. – ήρθατε; Πού ήσασταν τόσην ώρα;
-Αχ, δεν μας βλέπω να φεύγουμε εύκολα από δω, σκέφτηκα, αλλά κατά βάθος μου άρεσε και την είχα καταβρεί!


Την επόμενη το πρωί αλλά όταν λέμε πρωί, εννοούμε πολύ πρωί, ξυπνάμε αλλά πώς; Με τον ήχο της φρουράς και μετά από λίγο με τον ήχο της σημαίας. Ναι καλά ακούσατε, για όσους δεν κατάλαβαν ο ξενώνας ήταν όχι δίπλα αλλά πολύ κοντά στο στρατόπεδο. Ε, τι να σας πω, και αυτό ωραίο μου φάνηκε. Μετά από 17 χρόνια απολελέ να ξανακούς αυτούς τους ήχους. Μόνο που μετά την μουσική αναδρομή, απλά γύρισα πλευρό. Μετά την καθιερωμένη πλέον κουβεντιαστή πρωινάδα, τσουπ και ο Ανδρέας. Παλιά καραβάνα στην μοτοσυκλέτα, φίλος από την Αθήνα. Ταξιδευτής, με τις ιστορίες του, μετα ρομάντζα του, με την GS του και την Θεώνη.
-          Πού είσαι Θανασάκη; Μου ξεστόμισε
Και να σου οι συστάσεις και τα γνωστά καλωσορίσματα από την οικογένεια Γιώτη. Με το που τακτοποιήθηκε όμως ο Ανδρέας και χαλάρωσε μου λέει με τρόπο σκανδαλιάρικου παιδιού που έκανε πατάτα:
-          Να σου πω ρε Θανασάκη, πριν φύγω από την Αθήνα άλλα μόνος μου λάδια φίλτρο στο BMW (εδώ πρέπει να τονίσω ότι ο Ανδρέας κάτοχος GS1150R είναι απόλυτος και φανατικός μπεμβεδάκιας, όχι μόνο ως προς τα BMW, αλλά και με το συγκεκριμένο μοντέλο, αυτό με τα δύο μπουζί και όχι το σέβρο. Κάτι σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος και η BMW να μην έβγαλε άλλο μοντέλο. Κανένα πρόβλημα, respect στους ρομαντικούς), αλλά από τα Γιάννενα μέχρι εδώ βλέπω κάτι λαδάκια στην ποδιά. Σαν να μην έσφιξα καλά το φίλτρο του λαδιού.
Από τα Γιάννενα, λέω, μέχρι την Κόνιτσα, κάτι λαδάκια;
-          Για πάμε να δούμε ρε Ανδρέα.
Πάμε, πατάμε μίζα, δεξιά αριστερά το boxer, βρουμ βρουμ και να τα και τα λαδάκια... βρε ποιά λαδάκια; Εδώ η κατάσταση ήταν μέσα στα λάδια, διαρροή πρώτης τάξεως. Κάνω να δω καλύτερα, σοκ! Ζάντα, λάστιχο, διαφορικό, ποδιές, έτοιμα για τηγάνι!
-          Ρε φίλε, έτσι ήρθες από τα Γιάννενα; Του λέω
Άσπρος ο Ανδρέας! Άντε τώρα να βρούμε εξολκέα για να σφίξουμε το φίλτρο του λαδιού. Εδώ, δε χωράνε πατέντες και εξυπνάδες, το μαραφέτι είναι καλά χωμένο μέσα στα κάρτερ και θέλει το δικό του το εργαλείο για να κάνεις δουλειά. Με τα πολλά, αφού έχει μαθευτεί πλέον το συμβάν λέει ο Γιώτης:
-          Θα πάρω τηλέφωνο το φίλο μου τον Ηλία, που έχει και αυτός BMW και πιάνουν τα χέρια του.
Οκ είπαμε, και έτσι, μετά από δέκα λεπτά, εμφανίζεται και ο τοπικός σωτήρας του Ανδρέα. Σκάει μύτη με ένα R100, μέσα στη σκουριά και με κάτι μουστάκες να με το συμπάθειο.
-          Τι πάθατε; Ρωτάει καθώς πλησιάζει ο Ηλίας, γεμάτος αποφασιστικότητα και θάρρος.
Του εξηγούμε, σκύβει, σηκώνεται και λέει:
-          Δεν είναι τίποτα, θα ηλεκτροκολλήσω στο φίλτρο ένα σίδερο και θα το ξεβιδώσω.
Σοκ ο Ανδρέας. Με μάτια γεμάτα απελπισία αλλά και οίκτο του λέει ψελλίζοντας:
-          Όχι, όχι μάστορα, ευχαριστούμε.
Μου ήταν δύσκολο να μην πέσω κάτω από τα γέλια. Όχι από κακία, αλλά ξέρετε σ’αυτές τις φάσεις δεν κρατιέσαι εύκολα. Καβαλάω το ΚΤΜ και πάω στο βενζινάδικο του κεντρικού δρόμου. Μου δίνει ο μάγκας έναν εξολκέα λαδιού από AUDI- VOLKSWAGEN και μία καστάνια. Και στα επόμενα πέντε λεπτά ανακαλύψαμε ότι ο Αντρίκος είχε αφήσει και το παλιό o-ring από το προηγούμενο φίλτρο πάνω στο κάρτερ. Έτσι, όταν η θερμοκρασία μαλάκωσε το δεύτερο o-ring άρχισε έντονα και η διαρροή. Τέλος καλό, GS τυχερό!
Όταν πηγαίνεις κάπου ταξίδι για αρκετές ημέρες θέλεις να ακούσεις από πριν για κάτι που θα σε εντυπωσιάσει. Έτσι κι εγώ είχα ακούσει για τις οβίρες, που είναι μεταξύ του μεγάλου και του μικρού Πάπιγκου. Σούπερ διαδρομή, μετά την Κόνιτσα ανεβήκαμε τον στενό και φουλ στριφτερό δρόμο για Αρίστη και από κει μετά από ένα ντόμινο εντυπωσιακών εικόνων – ποτάμια, λίμνες, γεφύρια, τοπία, με βουνά γεμάτα ζωή, ανηφορίσαμε ένα άκρως εντυπωσιακό στροφιλίκι αλπικού επιπέδου, με ατελείωτες φουρκέτες που ήταν σαν κορδόνι περασμένο σε μποτάκι. Αμέσως μετά βρεθήκαμε στο Πάπιγκο με θέα το μικρό Πάπιγκο και μερικά χιλιόμετρα πιο πάνω, μεταξύ των δύο χωριών να σου και το μονοπάτι για τις οβίρες. Από κει ξεκίνησε μια μικρή πεζοπορία παράλληλα με το ποτάμι, μέσα στο στενό και κατάφυτο φαράγγι. Μετά από μερικά μέτρα, το πλακόστρωτο καλντερίμι χάνεται και αρχίζει το περπατάω, σκαρφαλώνοντας και θαυμάζοντας τις λιμνούλες μέσα στην πέτρα. Ένα φυσικό σπα, ο κήπος του Ζεν, όπως χαρακτηριστικά είπε και η Κικίτσα. Φυσικά κατά την διαδρομή της αναζήτησης για την καλύτερη οβίρα προς βουτιά, δεν έλειψαν τα παρατράγουδα του στιλ να πέσουμε με τα ρούχα, τα κλειδιά και τις φωτογραφικές μηχανές σε κάποια οβίρα που προσπαθούσαμε να προσπεράσουμε, για να βρεθούμε στην επόμενη και μάλλον καλύτερη όπως ελπίζαμε. Τελικά αρκεστήκαμε σε μία καθόλα τ’άλλα εξαιρετική λιμνούλα και απολαύσαμε τα κρυστάλλινα και πεντακάθαρα νερά, τα οποία βεβαίως είναι μπούζι, κοινώς, το δαγκώσαμε, αλλά μπήκαμε και ξαναγεννηθήκαμε. Και την ώρα που ξαναγεννιόμουνα ποιόν βλέπω; Τον φίλο μου το Μιχάλη με την γυναίκα του. Καμαρωτός, με γυαλί Rayban και μαλλί Pel mondo. Κοιταζόμαστε και λέω από μέσα μου, καλά εγώ ήρθα για μοναχικές διακοπές στην Ήπειρο; Λες να έκλεισα ραντεβού με άλλο κόσμο και δεν το θυμάμαι;
-          Είμαι με ένα φιλαράκι τον Δημήτρη και την Γυναίκα του, είναι κι αυτοί με μοτοσικλέτα, με ένα FJR1300, κάτσε να κάνω κι εγώ μία βουτίτσα και πάμε να τους βρούμε στο Πάπιγκο να κανονίσουμε για κανα φαΐ, μου λέει.
Κι έτσι λοιπόν, βρισκόμαστε και με το τρίτο ζευγάρι και αφού τα μιλήσαμε και γνωριστήκαμε, βάλαμε μπρος για Ελάτη Ηπείρου, μετά τα Κάτω Πεδινά. Εκεί ο Δημήτρης , που εκτός από ταξιδευτής είναι κι αυτός καλοφαγάς, μας πήγε σε μία Gourmet, Ηπειρώτικη ταβέρνα και κάναμε λουκούλλειο γεύμα, αφού βέβαια είχε προηγηθεί μια εξαιρετική βόλτα. Μετά το φαγητό, και το ποτό με σύνεση μιας και θα ακολουθούσε και η επιστροφή, χαιρετηθήκαμε και πήραμε ο καθένας το δρόμο του. Για άλλη μια φορά σκέφτηκα πώς είναι δυνατόν να γίνονται όλα, μα όλα τόσο απλά και όμορφα; Έψαξα να βρω τα κοινά σημεία, τη λογική, το πώς. Και ναι, βρήκα κάτι, Ελλάδα, μοτοσικλέτα, ταξίδι. Είμαι σε καλό δρόμο, σκέφτηκα, άρα μπορώ να συνεχίσω τις διακοπές μου.


Οι μέρες κυλούσαν με τον καλύτερο τρόπο. Απλόχερα μας γέμιζαν εικόνες, ανθρώπους, εμπειρίες. Επισκεφθήκαμε τα γύρω χωριά Μόλιστα, Γαναδιό,  γνωρίσαμε τα Μαστοροχώρια με πρώτο απ’όλα τα χωριά την πανέμορφη Πυρσόγιαννη. Γεμάτη ιστορία, χωριό των περισσότερων μαστόρων της πέτρας. Ξακουστούς τεχνίτες που ξενιτεύονταν για το μεροκάματο. Μέχρι τα χωριά του Πηλίου είχανε χτίσει οι μάστορες από τα Μαστοροχώρια της Ηπείρου. Αλλά μια εικόνα μου χαράχτηκε ανεξίτηλη μέσα στο μυαλό, μια εικόνα που είναι χαραγμένη μέσα στη γη, μία τομή μέσα στα βουνά που από μέσα της ξεπηδούσαν τα καθαρότερα νερά και η ωραιότερη βλάστηση. Το επιβλητικό, το μοναδικό φαράγγι του Βίκου. Από το χωριό Βίκος, υπάρχει μονοπάτι που σε πηγαίνει στις πηγές του Βοϊδομάτη. Η θέα και το δέος είναι άλλο επιπέδου, οι δε πηγές όταν φτάσεις, είναι ένα θαύμα. Νερά αναβλύζουν μέσα από τη γη και δημιουργούν ολόκληρο τον ποταμό Βοϊδομάτη. Με τα νερά του παγωμένα να ξεπερνούν τις αντοχές και των πιο δυνατών στην προσπάθειά τους να απολαύσουν μία βουτιά. Άλλη πάλι εκδρομούλα, στο ιστορικό Καλπάκι, με το μουσείο πολέμου να μας ταξιδεύει στις μέρες του έπους του ’40, και παραδίπλα η σπηλιά, του αρχηγείου του Ελληνικού στρατού που κατεύθυνε τότε την 8η Μεραρχία ο στρατηγός Κατσιμήτρος.
Κάθε χρόνο η Κικίτσα έχει την τύχη να γιορτάζει τα γενέθλιά της κατά την διάρκεια των διακοπών. Έτσι φέτος τα κεράκια θα σβήσουν στην Κόνιτσα, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να πάρουμε την τούρτα. Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε στο τοπικό, και πολύ καλό μάλιστα, ζαχαροπλαστείο της Κόνιτσας να πάρουμε την τουρτίτσα. Έπρεπε να είναι μεγάλη εκτός από φρέσκια, γιατί όλες τις μέρες που ήμασταν στην Κόνιτσα κάναμε πολλούς φίλους άρα και η τούρτα έπρεπε να είναι αναλόγων διαστάσεων. Αυτό απαιτούσε παραγγελία και χρόνο. Μέχρι λοιπόν να ετοιμάσει ο μάστορας την τούρτα έκανα μία βόλτα στην πλατεία και σταμάτησα στο περίπτερο για ένα παγωτό. Εκεί λοιπόν, πριν από εμένα έφυγε ένας άλλος πελάτης, και ακούω τον περιπτερά να του λέει:
-          Γεια σου Κόναν.
Κόναν; Λέω από μέσα μου. Και βλέπω έναν τύπο, τούμπανο, σαν τον Σβαρτζενέγκερ, να φεύγει και να καβαλάει ένα Steed 400, με τιμόνι ένα μέτρο ύψος και εξατμίσεις ελεύθερες στο φουλ.
-          Ποιος είναι αυτός ρε φίλε; Ρωτάω τον περιπτερά.
-          Ο Κόναν ο αστυνομικός, φοβερό παιδί, μου απαντάει.
Αμάν, λέω, εδώ με τέτοιο αστυνομικό, ο νόμος είναι υπερδύναμη. Πάω λοιπόν στο ζαχαροπλαστείο που είχα αφήσει την Κική να περιμένει την τούρτα η οποία ήταν και έτοιμη.
-          Άσε Κικίτσα, να δεις ποιόν είδα, της λέω.
-          Ποιόν είδες πάλι; Κι άλλος γνωστός;
-          Ναι, ο Κόναν.
Σοκ ο ζαχαροπλάστης.
-          Συγνώμη, ξέρετε τον Κόναν; Μου λέει.
-          Βεβαίως, του απαντάω, από μικρό παιδί.
-          Ποιος είστε; Με ρωτάει η γυναίκα του, είστε από εδώ;
-          Μεγάλη ιστορία, της απαντάω.
Πληρώνουμε την τούρτα και επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο. Πάω στο ψυγείο για να βάλω το γλυκό για τα γενέθλια, και εκεί συναντάω την Ελένη τη γυναίκα του Γιώτη.
-          Άσε, της λέω, είδα τον Κόναν.
Και έτσι μέσα στην επόμενη ώρα, είχα μάθει τα πάντα για τον τύπο. Όλοι μου είπαν ότι είναι πολύ καλό παιδί. Το απόγευμα μετά από ένα δυνατό μεσημεριανό υπνάκο, βλέπω στη σάλα το γιο του Γιώτη.
-          Θανάση, μου λέει, ξέρεις ποιος είναι κάτω στην πισίνα;
-          Ποιος;
-          Ο Κόναν!
Εντάξει, τέτοιες συναντήσεις δεν χάνονται, σκέφτηκα. Έτσι αρματώνομαι με τον κατάλληλο εξοπλισμό, τύπου καπέλο εκστρατείας, βερμούδα στρατιωτική με τσέπες στα πλάγια, τρέκινγκ παπούτσια, γυαλιά και φυσικά τσαντάκι στη μέση με κόμπακτ φωτογραφική. Κατεβαίνω τον πλησιάζω και πιάνει το μάτι μου μπρελόκ ACDC, και το steed παραδίπλα. Ο τύπος έπινε μπυρίτσα και είχε απλώσει κυβικά και ιπποδύναμη στο μπαρ.
-          Βλέπω, του λέω, ότι εκτός από μηχανόβιος, ακούς και Heavy Metal.
Τον κερνάω και μια μπυρίτσα ακόμα, με κερνάει την επόμενη και μέσα σε μία ωρίτσα έχω μάθει σχεδόν τα πάντα για τα πέριξ της Κόνιτσας. Διότι ο τύπος εκτός και από αστυνομικός ήταν και ορειβάτης και η γυναίκα του ξεναγός. Σπουδαίο κονέ ο Κόναν, αλλά και καλό παιδί.
Τα ποταμίσια μπάνια στον Αώο ποταμό είναι το κλου της περιοχής. Μπαίνοντας από την τοξωτή γέφυρα του ποταμού και έχοντας το ποτάμι παράλληλα από την αριστερή πλευρά, μπορείς να βρεις δεκάδες σημεία για να αράξεις και να κάνεις το μπάνιο σου. Τα νερά του Αώου είναι πολύ πιο ζεστά απ’αυτά του Βοϊδομάτη, βασικά καμία σχέση, απολαμβάνεις το μπανάκι, μαγεύεσαι από τη φαραγγίσια θέα και αν είσαι και τυχερός ακούς και καμιά παραδιπλανή παρέα. Ούτε αλάτια, ούτε καυτός ήλιος να μπλαστρώνεσαι ένα σκασμό αντηλιακά. Και άμα λάχει και διψάσεις ρουφάς ποταμίσιο νερό στο επί τόπου και ξαναγεννιέσαι. Αυτή είναι η Ήπειρος, και όχι μόνο, και ευτυχώς που όχι μόνο γιατί τι θα έκανα εγώ αν δεν είχε άλλα τόσα κι άλλα τόσα για να πάω ξανά και ξανά;


Το γνωστό κλακ της δεύτερης πλαϊνής βαλίτσας που κούμπωσε πάνω στο ΚΤΜ ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει η επιστροφή, που όμως είχε προορισμό πριν την Αθήνα στάση στην Ελάτη Τρικάλων με διαδρομή  ξανά μέσα από τα Ζαγοροχώρια. Γιατί ελάτη; Γιατί πρώτον είναι περίπου στα μισά της διαδρομής Κόνιτσα – Αθήνα, δεύτερον, δεν είχαμε ξαναπάει και τρίτον εκεί θα βρίσκαμε τον Άγγελο Σινάνη. Τον Άγγελο δεν τον γνώριζα αλλά ο Αντρέας που είχε έρθει προ ημερών στην Κόνιτσα, πριν φύγει μου είχε πει για ένα φίλο του, μεγάλο ταξιδευτή, πάντα με μοτοσυκλέτα, αλλά και συγγραφέα με βιβλιογραφία αφιερωμένη στα μοτοσυκλετιστικά του ταξίδια αλλά και την κουλτούρα των τόπων, με ιστορικό περιεχόμενο αλλά και τουριστικό ενδιαφέρον και με προτάσεις για δραστηριότητες και προορισμούς. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να χαράξω τη διαδρομή όπου φτάνοντας στο Μέτσοβο, να κατευθύνω από Μεγάλη Κερασιά προς Χρυσομηλιά και από εκεί Ελάτη και Άγγελο Σινάνη. Φτάνοντας στην Ελάτη Τρικάλων και αφού πρώτα είχα κάνει μια μικρή παράκαμψη για να δούμε το μικρό αλλά μαγικό Περτούλι έφτασε έξω από το Λίκνο, το μαγαζί του Άγγελου. Δύο τρία σκαλάκια για να μπω. Ε, λοιπόν έπαθα πλάκα, ένα μικρό μαγαζί γεμάτο μέσα έξω αλλά όταν λέμε γεμάτο εννοώ για ατελείωτα ματζούνια, γλυκά του κουταλιού, λικεράκια, τραχανάδες, τσίπουρα και ότι κατεβάσει ο νους σου, μέχρι και Stratego βρήκα (για όσους θυμούνται από επιτραπέζια του ’80. Ο Άγγελος ένας τύπος χωρίς μπλούζα, με τα γένια του, χαλαρός άνθρωπος! Του ρελαντί! Αλλά και ευγενέστατος! Μας υποδέχτηκε και χωρίς να πούμε και πολλά πολλά σε πρώτη φάση μας βρήκε δωμάτιο και ξεκινήσαμε φορτωμένοι με τανκ μπαγκ, κράνη και μπαγκαζιέρες όπως συνηθίζεται σ’αυτές τις περιπτώσεις.
-          Ρε κωλόψαρο τι κάνεις εδώ;
Απίστευτο, ο φίλος μου αλλά και παλιός μηχανικός μου, ο Λάζαρος. Τελευταία φορά τον είχα δει το 2009 στα σεμινάρια της Husaberg, είχαμε δουλέψει μαζί το 1998 αν δεν κάνω λάθος, σε συνεργείο του Νέου Κόσμου. Έπαθα πλάκα, πέταξα κάτω βαλίτσες από τη χαρά μου, δεν είναι και λίγο να βρίσκεις από το πουθενά ένα φίλο που έχεις περάσει κάποια χρόνια δουλειάς δίπλα του. Πράγματι μεγάλη χαρά πήραμε όλοι! Αυτό ήταν και η αφορμή να μείνουμε και δεύτερο βράδυ στην Ελάτη. Τέτοιες ευχάριστες εκπλήξεις δεν τις προσπερνάς μέσα σε μία μέρα. Την επόμενη το μεσημέρι ο Λάζαρος μας προσκάλεσε στο σπίτι του για τσιμπούσι με ψητούρια και τσίπουρα. Το σπίτι ήταν λίγο έξω από την Ελάτη στο δρόμο για Περτούλι, κάπου κάναμε δεξιά σε χωματόδρομο και μετά σε 3-4 χιλιόμετρα φτάσαμε σε αδιέξοδο – κυριολεκτικά μέσα στην καρδιά του βουνού περικυκλωμένοι από τα έλατα. Περιττό να αναφέρω ότι φάγαμε και ήπιαμε με τον φίλο και την οικογένειά του. Αφού ήπιαμε και τα καφεδάκια μας, μου λέει:
-          Δεν πάτε κάτω να αράξετε λίγο και προς το βραδάκι να έρθετε και χτυπήσουμε καμιά μπυρούλα;
-          Ωραία ιδέα! Του λέω.
Αμ έλα που μετά το μπάνιο άρχισε η πέψη και πέσαμε σε βαθύ λήθαργο... άλλωστε είχαμε και το δρόμο της επιστροφής την επόμενη μέρα. Όταν λοιπόν με το καλό ξημερώσαμε και μαζευτήκαμε για την αναχώρηση πάμε από τον Άγγελο για καφεδάκι και αποχαιρετισμό.
-          Άστα, πού να σου πω τι έπαθε ο Άγγελος χθες το βράδυ, μου λέει ο Άγγελος, σας περίμενε να πάτε και δεν είχε κλείσει την πόρτα της αυλής για να μπεις με την μοτοσυκλέτα (η πόρτα, ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι του, γύρω στα 50 μέτρα). Και όπως πάει να κλείσει την πόρτα ακούει κάτι χρατς χρουτς μέσα στο σκοτάδι, γυρνάει και τι να δει; Μια αρκούδα στα 5 μέτρα! Ευτυχώς το ζωντανό δεν είχε άγριες διαθέσεις και με το που είδε το Λάζαρο, απομακρύνθηκε με επιτάχυνση moto cross.
Λες λέω, να ήτανε γραφτό μας τελευταία μέρα των διακοπών, να έρθουμε τετ α τετ και με αρκούδα; Μια ώρα αργότερα ήμασταν στον Θεσσαλικό κάμπο και ψηνόμασταν καθώς επιστρέφαμε στην Αθήνα. Καθώς έτρεχε μέσα στα μάτια μου η εικόνα του δρόμου της επιστροφής έλουζαν το μυαλό μου εικόνες από Ήπειρο, Πίνδο, αρώματα και ανθρώπους, είχα ολοκληρώσει το σκοπό μου και ήμουνα ακόμα εδώ,
στο ταξίδι,
γιατί σκοπός δεν είναι ο προορισμός,σκοπός είναι η απόλαυση της κάθε στιγμής,
αυτό είναι το ταξίδι!

Το άρθρο δημοσιεύθηκε και στο περιοδικό ΜΟΤΟ

Φωτογραφίες: 
































Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 σχόλια: