κείμενο/Φωτογραφίες: Αχιλλέας Ασκώτης
Γεωργία....Αρμενία....φαντάζουν τόσο μακρινές, τόσο
απόμερες, χώρες χαμένες στα βάθη των ηπείρων, χώρες που ακούγωνται απρόσιτες κ
απαγορευτικές για αρκετούς αλλά και για κάποιους σαν κοντινοί προορισμοί. Μια
σκέψη προς αυτές τις χώρες σε παρακινεί να σκέφτεσε αρνητικά, το μυαλό να λέει
τι πάω να κάνω εκεί, πιο ζόρι με μαγνητίζει προς τα εκεί, γιατί βρε νέε
Μαγγελάνε οι ορμές σου σε θέλουν να κάνεις εικόνες σε χώρες που φαντάζουν
απαγορευτικές. Αυτές είναι προ-σκέψεις που έκανα άθελα μου σε μια προσπάθεια, καθώς άνοιγα τον
ηλεκρονικό μου χάρτη να βρώ νέες Ινδίες για να ικανοποιήσω το αεικίνητο σαν
εκκρεμές ταξιδευτικό εσωτερικό μου κόσμο. Πολλοί όμως που αρέσκονται σε μότο-ταξιδιά
θα καταλάβουν τι θα προσπαθήσω παρακάτω με λέξεις κ επίθετα να μεταφέρω για να
καταλάβετε το απλοικό.....Γιατί?
Ταξιδεύω χρόνια, έχω κάνει τα απαραίτητα κλασσικοειδή
ταξίδια τύπου Άλπεις, κεντρική Ευρώπη, βόρεια Ευρώπη, Βαλκάνια (ο πιο αγαπημένος
μου προορισμός), τότε τα μυαλό χωρίς εξωτερικές επεμβάσεις ψάχνετε για νέα
ταξίδια, νέες χώρες, νέες κουλτούρες. Ανοίγωντας ένα χάρτη σίγουρα η ματιά δεν
πέφτει σε αυτά που έχεις ήδη πάει, λογικό και αναμένομενο και έτσι εκεί που τα
μάτια γίνονται σαν ρουλέττα σε καζίνο....κάπου θα σταματήσουν και αυτός είναι ο
νέος προορισμός. Επίσης, για να κάνεις ταξίδια εδώ και χρόνια ασταμάτητα αυτό
υπονοεί ότι είσαι άνθρωπος που ψάχνεσε για κάτι άλλο, κάτι αλλοιώτικο, κάτι για
να σου δώσει νέες γνώσεις και νέες εμπειρίες, κάτι που δεν είδαν τα γλυκά γουρλωτά ματάκια
σου... μια νέα Ιθάκη, μια νέα Πατρίδα, μια νέα Αργοναυτική. Δεν είμαι πολιτικός
πρόσφυγας αλλά και δεν το παίζω πρωτοπόρος ή οτιδήποτε άλλο απλά είμαι σταράτος,
ειλικρινής και τα λέω όπως είναι χωρίς υπεκφυγές και άλλα επιπρόσθετα φρου φρου
κ αρώματα.
Καθώς μελετούσα για τον νέο μου προορισμό κατάλαβα
ότι ο Ιάσονας άλλα πλάνα είχε, δεν κυνηγούσε να βρεί το χρυσόμαλλο δέρας στην
πραγματικότητα, αυτή ήταν η κρυφή δικαιολογία του ώστε να πείσει τους
αργοναύτες και να τους οδηγήσει μέχρι εδώ, ήθελε απλά ο άνθρωπος να έρθει και
να ζήσει την πανέμορφη Κολχίδα που κείτεται στην πεδιάδα των νότιων Καυκάσιων
βουνών και να γεύεται καθημερινά το νέκταρ των απλών ανθρώπων, για
οινοκαταστάσεις μιλάω βέβαια, που οι βουνοπλαγιές των νότιων Καυκάσιων βουνών έχουν
παράδοση χιλιάδων χρόνων στη οινοτεχνογνωσία....
σίγουρα ο Ιάσονας δεν το είχε μαρτυρήσει στον Διόνυσο γιατί εδώ θα ερχόταν και
αυτός και θα γινόταν της πόπης. Και εγώ τώρα, μετά από κάποιες χιλιάδες χρόνια σαν
κυνηγημένος ψάχνω το δικό μου δέρας, μάλλον τέρας ψάχνω, ένα δέρας μη χρυσό
αλλά υπερπλήρης σε ιστορία, πανάρχαιους πολιτισμούς και πανέμορων τοπίων που με
έκαναν να διερωτούμε ενδόμυχα και να παραληρώ... «Τι έκανα τόσα χρόνια ο μαλάκας
και σπαταλούσα τα χιλιόμετρα μου άσκοπα».
Η περιοχή εδώ της αρχαίας Ελληνικής αποικίας της
Κολχίδας είναι η αρχαιότερη περιοχή μετά την Αφρικανική ήπειρο που βρέθηκαν απομεινάρια ανθρώπινης ύπαρξης που χρονολογούνται περίπου 1.8 εκατομμύρια χρόνια. Διαβάζοντας και μελετώντας μήνες πριν για επιλογή χώρων και σημείων ενδιαφέροντος, είχα
μείνει άναυδος από ιστορικής πλευράς, η Γεωργία & Αρμενία είναι ιστορικές εγκυκλοπαίδειες
και αυτό είναι πασιφανές από τα εκατοντάδες μνημεία σκορπισμένα στις χώρες
αυτές. Στα ίδια επίπεδα βρίσκετε και το θέμα θρησκεία, αρχαία μοναστήρια και
εκκλησιές εκατοντάδες και αυτά αραδιασμένα σ’ όλη την επικράτεια των χωρών
αυτών. Και μήν διερωτάστε....ιστορικά θα σας τα πρήξω κατά την διάρκεια του
ταξιδιωτικού, όλα έχουν την ώρα τους.
Το τέρας που κυνηγούσα λοιπόν, στην εποχή μας μόνο
σημεία και τέρατα κυνηγάμε, νομίζω το βρήκα...είναι πανύψηλο, αγέρωχο, με μια
δεσπόζουσα θέση στο τοπίο κ το λένε Καύκασος. Ρε παιδιά, όσο και να το στολίσω
με επίθετα...λίγα θα είναι. Πρίν 2 χρόνια μιλούσα και πάλι με δέος για τα
Καρπάθια όρη, τώρα είμαι στα Καυκάσια όρη και ένα μόνο θα πώ....έχω ΤΡΕΛΑΘΕΊ από την απόλυτη ομορφιά και άσπιλη γη των βουνών αυτών σπερμένει με την
καλοσύνη και άπλετη φιλοξενία των ντόπιων που χωρίζονται σε τόσες φυλές και
καταγωγές. Βαφτίζω των εαυτό μου και τους αργοναύτες μου σε τυχερούς, τυχερούς
που είχαμε την φαεινή ιδέα να διασχίσουμε χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρι εδώ και να
ζήσουμε όοοοολα αυτά.
Και όλα αυτά σ’ένα οργανωμένο τουρ, η εταιρία
EuSouthEast Motorcycle journeys οργάνωσε ένα πλήρες ταξίδι στις χώρες αυτές, το
Αργοναυτικό τουρ. Το όλο ταξίδι, επισκέψεις, διαδρομές όλα καλά βαλμένα σ’αυτό
το τουρ που έμελλε να έχει πολλές εκπλήξεις και πολλά παρατράγουδα που παρόλο
ότι μας κούρασαν, οι τελικές σκέψεις λένε για μια περιπέτεια.
Αφετηρία η Κύπρος και συγκεκριμένα η Λευκωσία, οι
συνταξιδιώτες μου ο Δημήτρης Λαμπράκης με Άφρικα και το ζευγαράκι μας από Πάφο
ο Σάββας και η Άντζελα με Varadero....εγώ με το όνομα Αχιλλέας και με μια
R1150GS. Στις 9 το πρωί, 12 Ιουνίου 2014, όλοι εκεί στο σημείο συνάντησης με το
χαμόγελο στα χείλη. Πρωινή ανταλλαγή χαιρετούρων με συνοδεία φραπεδιάς και
αναχωρούμε να περάσουμε στα βόρεια, υπό κατοχή μεριά των Τούρκων. «Συνοριακές»
χαρτούρες εύκολες και οδεύουμε τα 18 χλμ να περάσουμε το όρος Πενταδάκτυλος και
λιμάνι Κερύνειας. Και εκεί χαρτούρα σχετικά εύκολα σ’ένα παραδοσιακό μπάχαλο
από που πάω, τι γραφείο είναι αυτό, ποιός είναι ο υπεύθυνος κλπ γίνεται σε
χρόνο ρεκόρ των 45 λεπτών. Η ώρα γύρω στις 11 και το μικρό μας πλοιάριο έφευγε
στις 1:00. Κάνουμε καφεδάκι και σκοτώνουμε την ώρα με κουβεντούλα, φωτογραφίες
τύπου selfies και άλλα κλασσικά όπου στις 12:00 αποφασίζουμε να πάμε στο πλοίο
για φόρτωμα....κούνια που μας κούναγε. Ενημέρωνουμε τον υπεύθυνο εκεί ότι
έχουμε τα χαρτιά μας και έτοιμοι για φόρτωση και μας λέει να περιμενούμε
λίγο....ο ήλιος ντάλα εκεί κατακούτελα. Η ώρα περνάει, η ώρα αναχώρησης πέρασε,
εκεί εμείς να περιμένουμε στον μώλο κάτω από ζεστό ήλιο με κανένα μέρος σκιερό
διαθέσιμο με τελικό αποτέλεσμα να γίνουμε Νιγηριανοί στο χρώμα, στις 3:30
επιβιβαζόμαστε τελικά, τελευταίοι σχεδόν και αναχωρούμε στις 4:00 με 3 ώρες
καθυστέρηση. Το μικρό πλοίο, δεν ξέρω τι
ονομασία να του δώσω γιατί βασικά οχηματαγωγό ήτανε χωρίς καμιά απολύτως
διευκόλυνση για το ανθρώπινο είδος....είχε μόνο μια τουαλέτα με μια υπέροχη μυρωδιά που σε προσκαλούσε να πας πιοοοοο κοντά. Ευτυχώς εμείς καλά
προετοιμασμένοι με μπουκάλια νερού και φαγώσιμα δεν αντιμετωπίσαμε κανένα
πρόβλημα. Τα ολοπράσινα βουνά του Πενταδακτύλου είναι το φόντο μας καθώς τα
αφήνουμε πίσω μας, εμείς καθισμένοι σε ξύλινα παγκάκια κήπου σε μια σκιερή
μεριά του «κρουαζιερόπλοιου» μας, παρεούλα οι κουβεντούλες για το ταξίδι μας και
η θέα. Περνά καμιά ωρίτσα και τα βουνά του Πενταδακτύλου ακόμα πολύ κοντά μας, κίνηση
πάνω στη θάλασσα σχεδόν ανύπαρκτη, ρωτάμε και μαθαίνουμε ότι η ταχύτητα του «κρουαζιεροπλοίου»
είναι 11 κόμβοι....με άλλα λόγια κινούμαστε σαν χελώνες καρέτα καρέτα ή αλλιώς
κάρο κάρο. Μετά από 3 ώρες βρισκόμαστε μεσοπέλαγα με φόντο μόνο το μπλέ, η
βραδιά προσεγγίζει αργά αργά και οι κορυφές της Καραμανιάς άρχισαν να
φαίνωνται, αυτό το σκηνικό θα κρατήσει για ακόμα κανένα 2ώρο. Ρίχνουμε άγκυρα
στις 10 το βράδυ στο Tasucu Τουρκίας, ένα μικρό λιμάνι με μικρή επίσης
τουριστική υποδομή. Μας παίρνει ακόμα 40 λεπτά να φέρουν τις ράμπες ώστε να βγουν
τα οχήματα και πάλι το κλασσικό χάος που πάω, τι κάνω, τι γίνετε, πιο το
επόμενο βήμα...φτάνουμε τελικά στην τελωνειακή εισαγωγή των μηχανών. Είμαστε
από τους τελευταίους γιατί εμείς περάσαμε από περισσότερες διαδικασίες και τσακ
μας ρίχνει το κουφό ο τελωνιακός ότι το πρόγραμμα εισαγωγής στον υπολογιστή δεν
λειτουργεί και εμείς στο περίμενε. Για να σας μεταφέρω όλο το σκηνικό πρέπει να
γράψω χολυγουντιανό σενάριο τύπου Τόλμης & Γοητείας, θα σας πω ότι στο
δωμάτιο του μικρού ξενοδοχείου μπήκαμε στις 3:30 πρωινή. Την επόμενη μέρα
είχαμε 650 χλμ να διανύσουμε και αποφασίζουμε να κάνουμε ένα ύπνο των 4 ωρών και
να κρατήσουμε την αρχική προγραμματισμένη αναχώρηση του τουρ για της 9 το πρωί.
Πέφτουμε σαν ξεροί και με το ξυπνητήρι να βαράει
στις 7:45 με το αίσθημα ότι πριν 5 λεπτά πέσαμε για ύπνο, πρωινό για παροχή
δυνάμεων σ’ένα ηλιόλουστο πρωινό με κάμποση δόση καφείνης μπας και τα ματάκια
μας διώξουν την πρωινή τσίπλα. Εκεί που φορτώναμε συναντούμε μια άλλη παρέα
Κύπριων που κάνουν ένα μικρό τουρ των 4 ημερών στα δυτικά παράλια και με το
άκουσμα που πάμε πέφτουν σχεδόν ξεροί, ανταλλάσσουμε ευχές για ένα καλό ταξίδι
και συνεχίζουμε παραλιακά για Μερσίνη. Καλής ποιότητας δρόμοι με αρκετή κίνηση στις
αστικές περιοχές και αρκετό κίνδυνο από αυτοκίνητα που μπαίνουν / βγαίνουν από
παντού, τα παράλια αρκετά τουριστικά και με αρκετούς αρχαιολογικούς χώρους στα
διάβα μας κάνουν την διαδρομή πιο ενδιαφέρουσα. Κοντεύουμε Ταρσό και εκεί τα
πρώτα διόδια, σταματάω και πάω μέσα για έκδοση vignete, ο τύπος εκεί μου δίνει
μια φόρμα με αρκετά στοιχεία για γέμισμα, του λέω εγώ θέλω εβδομαδιαία, μηνιαία
ότι υπάρχει διαθέσιμο τέλος πάντων και μου λέει ότι είναι ετήσιες, απαντάω «Την
χρειάζομαι??» και εκείνος με νοήματα που έλεγαν «Δεν βαριέσε, άντε πήγαινε»
όπως και έκανα τελικά και βέβαια σε κάθε σταθμό τα μπιπ μπιπ μας τάραζαν
τ’αυτιά. Από Ταρσό αλλάζουμε κατεύθυνση για βόρεια με τον Ε90, τα τοπία
αρχίζουν να μεταλλάζονται σε ημι-ορεινά, το τοπίο δεν είναι ανιαρό, το υψόμετρο
ψηλώνει και ξεπερνά τα 1000 μέτρα, είμαστε στην αρχή της Καππαδοκίας. Η
διαδρομή συνεχίζει να μας δίνει όμορφες εικόνες και το τοπίο γίνετε ορεινό...τα
έλατα και οι κορυφές μας το επιβεβαιώνουν. Το GPS πολλές φορές να μας δείχνει
εκτός πορείας, το στίγμα μας να είναι εκτός δρόμου, αν και έκανα ενημέρωση λόγω
συνεχών κατασκευών δρόμων στην Τουρκία πολλά κομμάτια λείπουν. Η διαδρομή ήταν
προγραμματισμένη για μια μικρή παράκαμψη για Καππαδοκία αλλά λόγω της έλλειψης
χαρτογράφησης χάνω την έξοδο....καταλήγουμε Καισάρεια (Kayseri). Μετά από
ανεφοδιασμό μια μικρή μελέτη μας λέει ότι για να πάμε Καππαδοκία και πίσω
Καισάρεια με τον προορισμό ημέρας το Sivas έπρεπε να προσθέσουμε 160 χλμ στην
ήδη με αρκετά χιλιόμετρα μέρα, λόγω κούρασης η απόφαση να επισκεφθούμε την
Καππαδοκία όπως γίνει στην επιστροφή. Αξίζει να αναφέρω ότι λόγω συνεχών νέων
δρόμων στον Ε90 τα βενζινάδικα λιγοστά, το Varadero είχε μαζί του μπετόνια 4 λίτρων
έτσι μας έσωσε από βέβαιη καθήλωση. Μόλις έξω από την Καισάρεια σταματάμε για
τσίμπημα σ’ένα τούρκικο μαγειρείο, με τα σχεδόν ανύπαρκτα αγγλικά τους και τα
δικά μας ανύπαρκτα τούρκικα βρίσκουμε μια άκρη και τρώμε τοπικές πίτες με
γέμιση στο επάνω μέρος, σαν πίτσες. Η περιποίηση ψηλά, το χαμόγελο εκεί και
εμείς να μασουλάμε τις καυτερές πιτσούλες με νερό του θεού....εδώ μπύρες γιόκ.
Μας προσφέρουν και τσάι καθώς πληρώνουμε τα λιγοστά σε ευρώ αξίας των πιτών και
την κάνουμε για Sivas. Το τοπίο ορεινό με μεταλλαγές ημι-ορεινών πεδιάδων είναι
καθόλου άχαρο, πολλές φορές άνυδρο αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είπαμε ότι δε
μας άρεσε, είχε κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω που το έκανε αρκετά όμορφο και
ενδιαφέρων.
Μπαίνουμε Sivas γύρω στις 5 απογευματινή και κέντρο
όπου ήταν είδη κλειστό ξενοδοχείο με φυλαγμένο πάρκινγκ. [ Η πόλη Sivas κτισμένη στα ερείπια της
Μεγαλόπολης όπως ονομάστηκε από τους Ρωμαίους όπου άλλαξαν το όνομα στον 1ο
αιώνα Π.χ. σε Σεβαστεία και υπήρξε η πρωτεύουσα της επαρχίας «μικρή Αρμενία»,
το όνομα Sivas είναι η τούρκικη λέξη της Ελληνικής Σεβαστεία ]. Παρκάρουμε μηχανές
στο πάρκινγκ, μπανάκι και έξω για ανεύρεση τροφής. Κίνηση αρκετή στους δρόμους
και πεζούς στα πεζοδρόμια με αρκετή βαβούρα και χωρίς να λέει πολλά...στα λίγα
βέβαια που είδαμε. Την αράζουμε σ’ένα τούρκικο απλοικό εστιατόριο και το
γκαρσόνι μας ρωτάει από που είμαστε, απαντάμε φυσικά από Κύπρο και η φιλοξενία
του μεγαλώνει και μετά χαράς μας συμβουλεύει τι να διαλέξουμε, παίρνουμε το
τοπικό Iskenter το οποίο ήταν πεντανόστιμο ώστε παραγγείλαμε ακόμη ένα για επιδόρπιο.
Βέβαια όταν πρωτο-μπήκαμε ξεχασμένοι που ήμασταν παραγγείλαμε μπύρα και φυσικά
πήραμε αρνητική απάντηση. Πληρώσαμε το κάθε πιάτο Iskenter 11 τούρκιες λίρες,
σχεδόν 4 ευρώ, και βουρ για ύπνο. Καθημερινά το πρόγραμμα έλεγε 8 για πρόγευμα
και 9 πάνω στις μηχανές για αναχώρηση.
Το κουδούνισμα με ξυπνάει στις 7:45, κατεβαίνω 4
ορόφους με τις σκάλες, το ανανσέρ ήταν για νάνους και στενό για γυναίκες σαν
την Όλιβ του Ποπάυ, και με ενημερώνει ο ρεσεψιονίστ ότι το πρόγευμα είναι στον
7ο όροφο....με γυμναστική ξεκίνησα την μέρα μου. Με καλούτσικη θέα
και μ’ένα αρκετά πλούσιο πρωινό καθόμαστε και οι 4 μας και το απολαμβάνουμε, σαν λύκοι βέβαια γιατί κοιμόμασταν από τις 1030 μέχρι τις 730 και καταλαβαίνεται
ότι με το πρώτο ξύπνημα τα στομαχάκια μας ήταν τελείως άδεια και ειδικότερα το δικό μου που σπατάλησε αρκετές θερμίδες να κάνει σκαλοπάτια 11 ορόφων. Ξεκινάμε στην ώρα μας και με κατεύθυνση βόρεια για να μπούμε Μαύρη θάλασσα. Μετά το
Tokat η διαδρομή γίνεται και πάλι ορεινή με πάνω από 1000 μέτρα υψόμετρο,
όμορφα οπτικά πεδία μας χαρίζει η βορειο-κεντρική Τουρκία και εμείς απολαμβάνουμε οδήγηση, περιττό να αναφέρω ότι συχνά βλέπαμε αγρούς γεμάτους με
λουλούδια και το ίδιο σκηνικό είδαμε καθώς διασχίζαμε τα κεντρικά της
χώρας....η άνοιξη είναι ακόμα εδώ. Καθώς κοντεύαμε προς Μαύρη θάλασσα οι δρόμοι
γίνανε μικρότεροι, στενότεροι και χειρότερης ποιότητας καθώς περνάγαμε τα μικρά
χωριά όπου μας έκαναν τη ζωή κάπως δύσκολη αλλά με απόμερη ωραία φύση να μας
χορταίνει το οπτικό πεδίο. Τα πρώτα σημάδια θάλασσας άρχισαν να εμφανίζονται
στον ορίζοντα αλλά εκεί που πραγματικά είδαμε την Μαύρη θάλασσα είναι όταν
μπήκαμε στη πόλη Unye, αντίκρισα την θέα της με μεγάλο θαυμασμό. [ Μια θάλασσα που και στην αρχαιότητα
γνώριζαν γι’αυτήν και την ονόμαζαν η «φιλόξενη θάλασσα» (Εύξεινος Πόντος) κατά
τους Ελληνό-Ρωμαικούς χρόνους. Ο Στράβωνας βέβαια την έλεγε αφιλόξενη γιατί
δύσκολα έκανε κανείς πλοήγηση και οι ακτές της ήταν γεμάτες άγριες φυλές ].
Τα μάτια μου είχαν συνεχώς το βλέμμα προς αυτήν καθώς οδηγούσαμε παραλιακά προς
Τραπεζούντα, προορισμός της ημέρας, καθώς ήθελα να πιστέψω ότι είμαι εδώ, εδώ
στην Μαύρη θάλασσα. Ο αυτοκινήτοδρομος που περνούσε τις περισσότερες φορές
τελείως παραλιακά με καλή άσφαλτο και σημάνση αλλά μέσα από πόλεις, μικρές ή
μεγάλες, είχε φανάρια...πρώτη φορά βλέπω τέτοιο αυτοκινητόδρομο. Το τοπίο άψογο
και συχνά πανέμορφο, αρκετές πόλεις καθαρά τουριστικές και με υποδομή, σταματάμε φυσικά και εμείς σ’ένα καφέ δίπλα από τον μώλο και αγναντεύουμε την θέα παρέα με την καφείνη μας και πάμπολλα κλικ της φωτογραφικής να αποθανατίζει τα πέριξ.
Φτάνουμε Τραπεζούντα και μέσα στην τρελή κίνηση
χανόμαστε...όταν μετά από αρκετή καθυστέρηση βρίσκουμε τον ένα που χάθηκε, η
πλοήγηση μέσα στην πόλη για ανεύρεση του ξενοδοχείου μας ήταν ένας απλός χαμός
λόγω κίνησης και πέφταμε συνεχώς σε μονόδρομους. Μετά το μπάχαλο 1 ώρας περίπου
βρίσκουμε τον προορισμό μας και την αράζουμε. [ Η Τραπεζούντα ιδρύθηκε από Μηλίσιους εμπόρους τον 1ο
αιώνα Π.χ. και πήρε φυσικά εμπορική σημασία και άνοδο. Οι Ρωμαίοι την
κατάκτησαν τον 1ο αιώνα Μ.χ. και ήταν κάτω από την επαρχία της
Γαλατείας. Επί Ρωμαιοκρατείας πήρε ακόμη περισσότερη σημασία γιατί ένωνε με
οδικό δίκτυο την Τραπεζούντα με Αρμενία, Περσία και μέχρι τις πεδιάδες του
Ευφράτη όπως επίσης κτίστηκε και λιμάνι. Η πόλη καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς
τον 3ο αιώνα και πέρασαν χρόνια μέχρι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας
Διοκλητιανός άρχισε την αναστήλωση της. Η Τραπεζούντα αναφέραται επίσης στην
Ανάβαση του Ξενοφώντα όπου οι μισθοφόροι που πήγαν στην Περσία για πόλεμο με
τον Αρταξέρξη, ηττημένοι και κυνηγημένοι από τους Πέρσες, η πρώτη Ελληνική πόλη
που έφτασαν ήταν η Τραπεζούντα ].
Το βραδάκι μας βρήκε να περπατούμε στα στενά
σοκάκια για ανεύρεση τροφής, πολύς κόσμος παντού, αυτοκίνητα τα ίδιο γενικά μια
τρομερή βαβούρα κυριαρχεί στην πόλη αυτή. Τα στομαχάκια μας φώναζαν, το πρώτο
που βρίσκουμε καθόμαστε και παραγγέλουμε τα διάφορα κεμπάπ....η νύκτα ζεστή
και μια παγωμένη μπύρα ήταν μάννα εξ ουρανού αλλά το ξαναείπαμε....γιοκ. Φάγαμε
μέσα στην βαβούρα του κέντρου και πίσω μέσω σοκακιών για ύπνακο, ήταν και
σήμερα μια κουραστική μέρα με αρκετά χιλιόμετρα στα κοκαλάκια μας.
Ο ήλιος μας καλημερίζει καθώς τρώμε τα θρεπτικό μας
πρόγευμα και πάλι στον τελευταίο όροφο, δεν την έπαθα σήμερα γιατί το υποψιάστηκα και ρώτησα εκ των προτέρων. Πριν οδεύσουμε για να μπούμε Γεωργία μια επίσκεψη
στο μοναστήρι της Σουμελά ήταν must. Οδηγούμε τα 45 περίπου χιλιόμετρα ώς εκεί,
καθώς βγαίνουμε από τον κύριο δρόμο σε λίγο το τοπίο γίνεται δασώδης, το τοπίο
μέχρι να βγούμε επάνω ήταν απλά ΜΑΓΕΥΤΙΚΌ, η φύση εδώ όχι μόνο δίνει ρέστα αλλά
τα δίνει όλα. Η περιοχή είναι και εθνικό πάρκο και είσοδος 5 λίρες έκαστος. Το
μοναστήρι κτισμένο σε μια απίστευτη τοποθεσία ανάμεσα σε τεράστιους βράχους και
το δάσος πολύ πυκνό. Κόσμος αρκετός ακόμα και μουσουλμάνες με τις μαντήλες,
ninja δεν είδαμε, να μπαίνουν στο μοναστήρι που θεωρήται σαν αξιοθέατο λόγω
τοποθεσίας και ιστορικής πλευράς. Μέχρι να βγάλουμε επιπλέον εξοπλισμό και να
τον τοποθετήσουμε στις μηχανές μας πολλοί αναρωτήθηκαν, ντόπιοι και ξένοι, από
που ερχόμαστε, κάποιοι ξένοι ειδικότερα με το διακριτικό CY κατάλαβαν αλλά όλοι
έδειχναν έκπληκτοι που ήρθαμε εδώ τόσο μακριά γι’αυτούς. [ Το μοναστήρι κτίστηκε τον 4ο αιώνα Μ.χ. επί εποχής
αυτοκράτορα Θεοδόσιου, ο μύθος λέει ότι 2 ιερείς έκτισαν το μοναστήρι όταν
βρήκαν σε μια σπηλιά στην περιοχή εικόνα της θεοτόκου Μαρίας. Το μοναστήρι
πέρασε αρκετές κακουχίες και καταστροφές μέσα σοτυς αιώνες και αναπαλαιώθηκε
άλλες τόσες. Την τελική του μορφή κρατάει από τον 13ο αιώνα. Το 1923
απομωνώθηκε όταν γίνονταν οι ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας,
η Τουρκία επιτρέπει από το 2010 κάθε 15 Αυγούστου να λειτουργήσει η μονή ]. Και εμείς ζαλισμένοι
από την θεότητα του χώρου και της τοποθεσίας περπατάμε το μοναστήρι
αποθανατίζωντας και παρατηρώντας τα πάντα. Θα το ξαναπώ, όποιος/α δεν ήρθε να
δει το μοναστήρι, ΠΡΕΠΕΙ να το κάνει, ένα φανταστικό κτίσμα μέσα στον πανύψηλο
βράχο πνιγμένο σε πανέμορφη φύση....επιπλέον λόγια περιττεύουν.
Επιστρέφουμε πίσω για Τραπεζούντα για να
συνεχίσουμε τον Ε70 παραλιακά για να μπούμε Γεωργία. Στα αριστερά μας η υπέροχη
Μαύρη θάλασσα και δεξιά μας το Ποντιακά όρη που είχαν αρκετή συννεφιά αλλά δεν
αμαύριζαν το τοπίο. Με ταχύτητες των 120 χλμ/ώρα και χωρίς τίποτα να μας
ενοχλά, εκτός των φαναριών σχεδόν σε κάθε πόλη που μας ανάγκαζαν να σταματάμε,
φτάνουμε στα σύνορα. Διαδικασίες τελειώνουν σχετικά γρήγορα και μπαίνουμε στη
Γεωργία, νιώθω διαφορετικά, νιώθω παράξενα....νιώθω μακρυά. Προχωρούμε για
Batumi και είναι αμέσως ορατό το πόσο τρελά οδηγούν οι Γεωργιανοί, κανένας
σεβασμός στους υπόλοιπους που χρησιμοποιούν το δρόμο, όλοι τρέχουν να μπούν
μπροστά, κανένας σεβασμός σε τίποτα με αποτέλεσμα να κινδυνεύεις συνεχώς....το
μάτι σου πρέπει να είναι συνεχώς στο αριστερό καθρέφτη γιατί έρχονται από πίσω
σαν κυνηγημένοι από κάτι άυλο και δεν θα τους ενοχλήσει καθόλου εάν σε κτυπήσουν.
Μπαίνουμε Batumi που είναι μόλις 10 χλμ από τα σύνορα με την ψυχή στο στόμα,
οδηγούμε στην πόλη και είναι εμφανές η προσπάθεια των Γεωργιανών να την κάνουν
τουριστικό προορισμό παρόλο που έχει αυτό τον τίτλο εδώ και χρόνια, το Batumi
είναι για αυτούς μια Μύκονος με αρκετές υποδομές για τον επισκέπτη. Βρίσκουμε
ένα μικρό εστιατόριο με Ουκρανική κουζίνα αλλά και ντόπια, παρκάρουμε πολύ
κοντά μας τις μηχανές και πανέτοιμοι για να φάμε. Η γλυκιά ξανθούλα γκαρσόνα
μιλάει λίγα αγγλικά και με την βοήθεια του βιβλιαρίου του Αργοναυτικού τουρ που
είχε και την τοπική γαστρονομία των χωρών του τουρ σαν περιεχόμενο παραγγέλουμε
2 Chakapuli (σούπα με αρνί, σπανάκι και πολλά μπαχάρια) και κρέας σαν σνίτσελ
αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι ήρθαν 4 ξανθιές κουκλάρες.....ξέρω ότι το μυαλό
σας πήγε στη κλασσική σκέψη αλλά μιλάω για ΜΠΥΡΕΣ. Επιτέλους μετά από 4 μέρες
χωρίς ζύθο σε μια ζεστή μέρα και καμιά 300 χλμ επάνω μας δεν υπάρχει καλύτερη
λύση, η απόλαυση στο απόλυτο μεγαλείο της. Πληρώνουμε τον μικρό λογαριασμό μας,
κάνουμε στάση σε μηχανή ανάληψης μετρητών και ξεκινούμε για τον αποψινό μας
προορισμό το Zugdidi. Βγαίνουμε από Batumi και ο τρόμος συνεχίζει, αυτοκίνητα
να μας προσπερνούν σε τυφλές στροφές με χίλια και εμείς να προσπαθούμε να
προβλέψουμε το επόμενο κύμα 4τρόχων που θα περνούσαν μερικές τρίχες απόσταση
από εμάς. Η ύπαιθρος προς Poti αρκετά όμορφη και μπορώ να πω ενδιαφέρουσα,
χανόμαστε σε μια φάση καθώς φτιάχτηκε νέος δρόμος και το αγαπημένο μου GPS δεν το γνώριζε. Κοντέουμε Poti, πολλά χωριά σε σχετική αποσύνθεση, κτίρια που
θύμιζαν κουμουνιστικές εποχές, αγελάδες παντού στους δρόμους, άλογα επίσης, γαϊδούρια, χήνες με τα χηνόπουλα να περνάνε σε διάβαση πεζών, σκύλοι, γουρούνια....είχαμε
την ευκαιρία να δούμε αρκετά είδη του ζωικού βασιλείου μέσα σε λίγα χιλιόμετρα,
λες να είμαστε σε ζωολογικό κήπο τόση ώρα?? Στάση σ’ένα χωριό για φωτογράφιση παλιών
κουμουνιστικών μνημείων, το φόρτε μου μεταξύ άλλων, και πολλά παιδιά εκεί δίπλα
μας βλέπουν και αρχίζουν να μας φωνάζουν και να μας χαιρετούν...τους καλούμε
και εμείς με την Ελληνική μας φιλοξενία που μας δέρνει και βγάζουμε διάφορες φώτο
όλοι μαζί, ανταλλάσσουμε και κάποιες απλές κουβέντες με μια κοπέλα μεγαλύτερης
ηλικίας που ήξερε 10 λέξεις αγγλικών, μια ωραία στιγμή οφείλω να ομολογήσω και
μας έκανε όλους να νιώσουμε όμορφα, μια αληθινή στιγμή γι’αυτά τα παιδιά που
δεν βλέπουν ξένους συχνά και θέλουν να δουν πως είναι μια άλλη «φυλή» αυτού του κόσμου. Ο δρόμος συνεχίζει σε μέτρια
άσφαλτο που κάποτε γίνετε και χωματόδρομος για την μικρή πόλη του Zugdidi.
Όντως το Zugdidi είναι μια μικρή πόλη όπως καταλάβαμε μπαίνωντας και βρίσκουμε
τον οικογενειακό ξενώνα που έχουμε κλείσει, η οικοδέσποινα μας καλοδέχεται με αρκετό χαμόγελο και φιλοξενία και μας βάζει στα δωμάτια του μεγάλου αλλά
υπέροχου παραδοσιακού της σπιτιού, οι μηχανές πάρκαραν στην αυλή με φόντο τους
χιονισμένους πρόποδες του Καυκάσου...ένα ρίγος με διαπερνούσε καθώς έβλεπα τις
πανύψηλες κορυφές να μας περιμένουν αύριο. Το Zugdidi είναι μικρό και ήσυχο,
εκτός την ημέρα που ήρθαμε εμείς γιατί γιόρταζαν κάτι σαν εκλογές και οι κόρνες
βάραγαν ασταμάτητα, και συνηστάτε σαν ενδιάμεσος σταθμός για επίσκεψη προς
Καύκασο. Την αράζουμε σ’ένα μικρό εστιατόριο που μας σύστησε η οικοδέσποινα μας
για τοπικές λιχουδιές, μπύρααααα και μέτα νανάκια μας.
Σημαντική μέρα σήμερα, ο Καύκασος μας περιμένει
όμως πρώτα μας περίμενε ένα μεγάλο τραπέζι στην τραπεζαρία του σπιτιού με
πρόγευμα γεμάτο τυριά, μαρμελάδες, αυγά, διάφορα ψωμιά και γιαούρτι φρούτων
(αυτό ήταν βιομηχανικό όπως της ΦΑΓΕ). Γεμίζουμε την κοιλιακή χώρα με όλα τα
πιο πάνω και βουρ για Καύκασο, βγαίνοντας από την μικρή πόλη συναντάμε ένα
ζευγάρι σε BMW F650, ένας Πολωνός και μια Ουαλή που κάνουν τον γύρο του κόσμου,
σταματάμε και συζητούμε για διαδρομές και εμπειρίες. Του λέμε και εμείς την
διαδρομή μας και μου βάζει ψύλους στα αυτιά ότι μετά από Μεστία ο δρόμος δεν
είναι βατός για Ushguli και μετά για Kutaisi. Αποχαιρετιόμαστε με μένα να
μπαίνω σε έγνοιες, η διαδρομή σύντομα άρχισε να παίρνει υψόμετρο, το τοπίο να
γίνετε ομορφότερο, οι δρόμοι σχετικά οκ, οι αγελάδες παντού και εμείς στο
απώγειο μας με αυτά που βλέπαμε. Η διαδρομή μας διαπερνά μέσα από υψομετρικές
πεδιάδες, ορμητικά ποτάμια παντού, μικρά χωριουδάκια με πολύ βασικά αγαθά και
εγκατελειμένα σκουριασμένα εργοστάσια αρκετά στο διάβα μας και στο βάθος να
βλέπουμε τις χιονισμένες παρυφές των Καυκάσιων ορών...αυτό ήταν το κυρίως
σκηνικό. Το σκηνικό έσπαζε συνήθως με τις αγελάδες παντού, ακόμα και σε μικρά
σκοτεινά τούνελ που εάν οι αγελάδες άρχιζαν να μας κουτουλάνε τότε θα
γινόμασταν μπαλάκια του πινγκ πονγκ εκεί μέσα, στάσεις πάμπολλες για
φωτογράφηση. Το τοπίο...τι να πω άλλο, τι επίθετα να δώσω...μια καθαρή μαγεία
της φύσης που καθρεφτιζόταν σε φωτογραφίες και την μνήμη του εγκεφάλου μας
(ελπίζω την μόνιμη και όχι την προσωρινή). Εδώ ο κόσμος σκληρός, φαινόταν στο
πρόσωπο τους και φυσικό είναι θα πει κανείς, εδώ πάνω η ζωή είναι πολύ σκληρή
και δοκιμάζεται συνεχώς, δεν είναι εύκολο να ζείς σε τέτοιες απόμερες και
αφιλόξενες περιοχές όπου τα βασικά αγαθά πασκίζει κανείς να βρεί και να
προμηθευτεί. Περνώντας ανάμεσα από τα μικρά χωριά όλα τα πιο πάνω είναι ορατά,
περιττό να πω ότι μας έβλεπαν σαν εξωγήινους με τις φορτωμένες μας μηχανές. Σε
στάσεις για φώτο ή τσιγάρο ρωτούσαμε τους ντόπιους για τον δρόμο από Μεστία προς
Ushguli και μας έλεγαν no problem. Αυτό ξέδινε τον κόμπο που είχα στο στομάχι
αλλά πάλι δεν αμολούσε τελείως. Το υψόμετρο συνεχίζει να ανεβαίνει, το βουνά
και ποταμοί στολίζουν την οπτική ματιά, η Άνοιξη είναι και εδώ ζωντανή με λογής
λουλούδια στις βουνοπλαγιές, τα πρωτά οχυρά Svan άρχισαν να φαίνονται, είμαστε
κοντά λέω από μέσα μου. Η ποιότητα του δρόμου χειροτερεύει και εμείς χοροπηδάμε
σαν αρτίστες επάνω στην σέλα που κάποτε καταντά κουραστικό και εκνευριστικό. Το
κρύο είναι μαζί μας αλλά όχι σε πολύ χαμηλά επίπεδα παρόλο που είμαστε κοντά
στα 2000 μέτρα. [ Πλεόν ο δρόμος δεν ανεβαίνει αλλά ακολουθά μια πορεία
ανάμεσα σε βουνοκορφές, τα οχυρά Svan γίνονται πιο πολλά, αυτά τα οχυρά του που
χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα και είναι κάτω από την αιγίδα της
Unesco, τα μικρά αυτά οχυρά που μοιάζουν λίγο με τα Μανιάτικα είναι τετραγωνικά
και χρησιμοποιούνταν σαν παρατηρητήρια και πολεμικούς σκοπούς. Η όλη περιοχή
είναι γεμάτη με τα οχυρά Svan και είναι το σήμα κατατεθέν της περιοχής. Πλέον
είμαστε στην περιοχή Svaneti όπου οι ψηλότερες κορυφές του όλου Καυκάσου
βρίσκονται εδώ. Εδώ επίσης ζεί και χιλιάδες χρόνια η φυλή Svans, ακόμα και ο
Στράβωνας αναφέρθηκε για την φυλή αυτή. H περιοχή γενικά ήταν ασφαλές μέσα
στους αιώνες γιατί δύσκολα μπορούσε να την κατακτήσει λόγω του δύσβατου του ].
Και επιτέλους φτάνουμε Μεστία, μια μικρή πόλη αλλά αρκετά γραφική και
χαριτωμένη. Παρκάρουμε στο κέντρο δίπλα από 2 BMW σ’ένα cafe. Είναι ορατό ότι η
Μεστία πήρε κούρες ομορφιάς, αρκετά σπίτια και κτίσματα αναπαλαιωμένα και όλα
πολύ καλά βαλμένα. Την αράζουμε για καφείνη αγναντεύωντας τις χιονισμένες
κορυφές που είναι δίπλα μας, πίσω μας και μπροστά μας...είμασταν καθαρά
περιτρυγυρισμένοι από την οροσειρά. Ο σερβιτόρος μάλλον τόπακας γιατί μας
μιλούσε με μια κρύα σκληρή φάτσα αλλά ο καφές του καλός μαζί με μπισκοτάκια για
βούτημα. Βλέπω τους τύπους με τα μπε-μβε, Γερμαναράδες, τον προσεγγίζω και τον
ρωτάω εάν γνωρίζει για τον δρόμο Μεστία – Ushguli, μου απαντά ότι δεν το συνιστά καθόλου γιατί είχαμε το Varadero διπλοκάβαλλο και να επιμένει στην θέση
του αυτή, αν και δεν τον έκοψα για μηχανόβιο με πείρα και με υψηλό IQ αποδέχτηκα την «συμβουλή» του λόγω φόβου μην κτυπήσει κανείς γιατί εδώ πάνω
ποιός μας μαζεύει μετά. Μετά λύπης ανακοινώνω τα νέα στους υπόλοιπους που το
αποδέχονται με κρύα καρδιά. Εναλλακτική δεν υπάρχει, όπως ήρθαμε θα πάμε πίσω,
μια κατάβαση 145 χλμ και 3.5 ωρών οδήγησης ανάμεσα σε βουνά, όρη, ποταμούς,
κοιλάδες και....αγελάδες παντού. Το κατέβασμα λίγο ευκολότερο, στάση για φαγητό
σε μια στάση λεωφορείου στη μέση του πουθενά, βγάλαμε τα σαλάμια μας, τα τυριά
μας, ψωμί, ελιές και ότι άλλο κουβαλούσαμε μαζί μας και κάναμε ένα μεσημεριανό
ανάμεσα σε πανέμορφη φύση. Επίσης στο κατέβασμα βρήκα την ευκαιρία να
φωτογραφίσω ένα μνημείο που είχε ονόματα και χρονολογία από το 1941 μέχρι το
1945 και πρέπει να είναι αφιερωμένο στους πεσόντες της περιοχής (καμιά 40) κατά
τον 2ο ΠΠ (ακόμη ένα φόρτε μου τα μνημεία του 2ου ΠΠ) και
ειδκότερα θα έλεγα της επιχείρησης του Χίτλερ Μπαρπαρόσα εναντίον της
Σοβιετικής Ένωσης του Στάλιν. Φτάνουμε και πάλι Zugdidi μέσα σε ζέστη και
κούραση με στάση για παγωτό και καφέ (τρομερός συνδυασμός...Ε). Μας απομένουν
100 χλμ μέχρι το Kutaisi τα οποία κάνουμε σε γρήγορο ρυθμό ανάμεσα σε μέτριο
δρόμο με μέτριο τοπίο. Μπαίνουμε Kutaisi, η αρχαία Κολχίδα του Ιάσονα με την
αργοναυτική εκστρατεία. Αρκετά ενδιαφέρουσα πόλη με όμορφα χαρακτηριστικά σε
μια πρώτη ματιά, διαμονή μας έξω απ’τήν πόλη καμιά 10 χλμ δίπλα σχεδόν από το
γνωστό μοναστήρι Gelati. Φτάνουμε στο μικρό ξενοδοχείο, ο τύπος εκεί γρι
αγγλικά και με χίλια δυο ζόρια βρίσκουμε άκρη. Το κατάλυμα επίσης σχεδόν
απαράδεκτο και ούτε κάποια βασικά δεν είχε όπως πετσέτες μπάνιου. Το μόνο καλό
που είχε είναι ένας μεγάλος κήπος με ομπρέλες και τραπέζια και έτσι αργά το
απόγευμα την άραξα εκεί για ρηλάξ. Ένα ζεύγος Βέλγων ηλικιωμένων και αυτοί
θαμώνες του «ξενοδοχείου» πιάνουμε την κουβέντα και μεταξύ άλλων μου αναφέρει
ότι έκανε την διαδρομή Μεστία – Ushguli (με αυτοκίνητο) και είναι όντως αρκετά
δύσκολη, αυτό με κάνει να νιώσω καλύτερα που την ακύρωσα. Η νύκτα μπήκε, ήρθαν
και οι άλλοι και έτοιμοι να δώσουμε παραγγελία, ο τύπος όμως είπαμε, ούτε NO
δεν ήξερε, ευτυχώς ο Δημήτρης ήξερε λίγα ρώσικα και του είπε ότι είμαστε
Έλληνες και τότε αυτός πετάγεται από την χαρά του και φεύγει...σε λίγα λεπτά
ήταν πίσω με μια ξανθή (δεν μιλάω για μπύρα τώρα) χοντρούλα γυναίκα γύρω στα 35
που δούλευε Ελλάδα και μιλούσε τα Ελληνικά πολύ καλά έτσι μπορέσαμε να δώσουμε
την παραγγελιά μας εύκολα...μας έφερε ένα χοιρινό σαν κοντοσούβλι αλλά σε
τοπική έκδοση και αρκετά νόστιμο. Μέχρι τις 10 το βράδυ ήμασταν κατάκοιτοι αλλά
με μια μεγάλη δόση ευχαρίστησης αφού έχουμε ζήσει και οδήγηση στον αγέρωχο Καύκασο.
Πρωινό έξω στον κήπο με ήλιο αλλά που δεν έκαιγε
έτσι όλα ήταν απολαυστικά. Φορτώνουμε και πάμε δίπλα στο μοναστήρι Gelati. Ήταν
πρωί ακόμα ώστε επισκέπτες λιγοστοί, μπαίνοντας μέσα από την πέτρινη αψιδωτή
είσοδο στα δεξιά οι απλοί κοιτώνες των 19 μοναχών και στη μέση ο ναός [ Σε άριστη κατάσταση να βρίσκονται
όλα, το μοναστήρι κτισμένο τον 12ο αιώνα από τον σπουδαιότερ
βασιλειά της Γεωργίας, Δαυίδ τον οικοδόμο. Το μοναστήρι υπήρξε ένα
από τα σπουδαιότερα κέντρα σπουδών κ γνωστοί της τότε εποχής δάσκαλοι σε
φιλολογία, φιλοσοφία κ επιστήμες δίδαξαν στην σχολή. Τόσο σημαντικό ήταν το
έργο που εκτελούσε η σχολή που την ονόμαζαν σαν μια «Νέα Ελλάδα» ή «2ο
Άθω». Πολλοί βασιλειάδες έχουν ταφή εδώ κ μαζί με το ιστορικό υπόβαθρο του
μοναστηριού μπήκε επάξια στην λίστα της UNESCO ]. Μπαίνωντας
στον ναό βάλαμε τον σταυρό σαν ορθόδοξοι χριστιανοί και αυτό το είδε ένας
μοναχός και μας πήρε σε κλειστό δωμάτιο του ναού που δεν πάνε οι επισκέπτες,
εκεί είδαμε μνήματα βασιλειάδων τις τοπικής ιστορίας και παλιές αγιογραφίες και
τότε σαν είμασταν εκεί μπαίνει μια γυναίκα, πρέπει να είναι μέλος επιτροπής του
όλου χώρου και αρχίζει να κατσαδιάζει τον μοναχό που μας έβαλε μέσα, εμείς δεν
πτοώμαστε και συνεχίζουμε να βλέπουμε σαν χαζά. Έξω από τον ναό σ’ένα παλιό
κτίσμα είναι και ο τάφος τους βασιλειά Δαυίδ του οικοδόμου με επιγραφή στα
γεωργιανά επάνω στην ταφόπλακα του.
Αφήνουμε το Gelati και πάμε Kutaisi για μια μικρή
εξερεύνηση, το σημερινό πρόγραμμα είναι εύκολο με λίγα χιλιόμετρα έτσι μας
δίνει την ευκαιρία να δούμε την αρχαία Κολχίδα.
[ Το
Kutaisi είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γεωργίας και η πρωτεύουσα της
αρχαίας Κολχίδας (2ο αιώνα π.χ.), οι αρχαίοι ιστορικοί βάζουν
το Kutaisi σαν το τελικό προορισμό της
αργοναυτικής εκστρατείας. Η πόλη βρίσκεται στο δέλτα του ποταμού Rioni κτισμένη αμφιθεατρικά με
υψόμετρο 150 μέχρι 300 μέτρα. Μέσα στα χρόνια η πόλη υπήρξε σημαντικό κέντρο για
διάφορα βασίλεια και υπήρχε μεγάλο βιομηχανικό κέντρο την διάρκεια της
Σοβιετικής ένωσης μέχρι το 1991. Πολλά μνημεία περιβάλουν την πόλη και αρκετά
ανάμεσα στην λίστα της UNESCO heritage sites ]. Κάνουμε γύρους στην χαριτωμένη αυτή αρχαία πόλη για γνωριμία και κυρίως στο καλοβαλμένο κέντρο
της με στάση για καφέ. Αρκετά κτίρια έχουν υπέροχη αρχιτεκτονική που μοιάζει Αναγεννησιακή. Στο μικρό cafe τώρα, οι καφέδες μας έρχονται χωρίς γάλα,
φαίνεται έτσι προσφέρεται εδώ αλλά ρε παιδιά με τόσες αγελάδες να βόσκουν
παντού τι το κάνουν όλο αυτό το γάλα διερωτούμαστε, πρέπει να κάνουμε ειδική
παραγγελία για να μας φέρουν. Η περιδιάβαση μας στην αρχαία Κολχίδα τελειώνει
παρόλο που δεν είδαμε τον Ιάσονα τον αργοναυτή και οδηγούμε να καλύψουμε τα 150
χλμ για την επόμενη επίσκεψη μας, την πόλη Gori. Από την μικρή πόλη Zestafoni
αστυνομία κόβει τον δρόμο για Gori και δίνεται μια παράκαμψη. Η παράκαμψη αυτή
μας παίρνει αρκετά βόρεια και πολύ εκτός πορείας ανάμεσα σε λογής ασφάλτινες
και χωμάτινες διαδρομές με αρκετή κίνηση και τον ήλιο να μας βαράει χωρίς οίκτο.
Η οδήγηση είναι κατάπονη και εκνευριστική, πολλές φορές η σήμανση τελείως
ελλειπής και οι ντόπιοι μας καθοδηγούν και επιτέλους μετά από χωμάτινη
εντουράδα μπαίνουμε στον κύριο δρόμο που αρχικά πήραμε με 2 ώρες καθυστέρηση.
Το Gori μας περιμένει εδώ και ώρες, μπαίνουμε στη πόλη με παρέα ένα Ολλανδό με
XT660 Tenere και κατευθυνόμαστε για το οχυρό που δεσπόζει την πόλη. Μέσα σ’ένα
μπάχαλο κίνησης και ζέστης χάνουμε τη στροφή για το οχυρό και όταν το
καταλάβαμε ήμασταν ήδη πλατεία όπου το μουσείο του Στάλιν και το πατρικό του.
Με λίγες τις δυνάμεις μας αποφασίζουμε να αφήσουμε το οχυρό γιατί η επίσκεψη
στο οχυρό εναπόκειται σε περπάτημα και παρκάρουμε για επίσκεψη στο μουσείο
Στάλιν. Η πλατεία εκεί όλη πολύ φτιαγμένη και με σκέπαστρο το μικρό πατρικό
σπίτι του Γιόσεφ Στάλιν, στο σπίτι δεν υπάρχει είσοδος, απλά το παρατηράς
εξωτερικά. Πίσω ακριβώς είναι στο μουσείο, ένα μεγάλο κτίριο που δείχνει
δεκάδες χρόνια παλιό. Πληρώνουμε 10 ευρώ, σαν γκρούπ η χρέωση, και προχωράμε
προς την μεγάλη και επιβλητική διπλή σκάλα που δεσπόζει μια προτομή του μεγάλου
αυτού δικτάτορα, στάση για φώτο βέβαια εδώ. Η διαρρύθμιση του μουσείου σε περνά
απ’όλα τα εκθέματα και δωμάτια, είναι πραγματικά πολύ καλοφτιαγμένο και με
αρκετή λεπτομέρεια. Τα εκθέματα δείχνουν τη ζωή του από την νεαρή ηλικία, τη ζωή
του σαν νεαρό μέλος του των Μπολσεβίκων και την δράση του μέχρι την καθιέρωση
του στην Μόσχα. Το μουσείο έχει αρκετά εκθέματα από ρούχα του, βιβλία,
αποκόμματα εφημερίδων, χιλιάδες φωτογραφίες της ζωής τους ακόμα και τους
δασκάλους και καθηγητές κατά τα σχολικά χρόνια. Μετά από μια πολύ ενδιαφέρουσα
επίσκεψη η αγορά σουβενίρ ήταν αναγκαία, πήρα ένα μαγνητάκι με την προτομή του
και πίσω το κόκκινο αστέρι της ΕΣΣΔ....εάν το είχα αυτό μαζί μου πριν μερικές
δεκαετίες ο Φλωράκης θα με έκανε επίτιμο μέλος του ΚΚΕ. Έξω από το μουσείο
επίσης βρίσκεται το προσωπικό του βαγόνι, με αυτό ταξίδεψε στην Γιάλτα για την
λήξη του 2ου ΠΠ.
Βγαίνουμε από το πολύ ενδιαφέρον μουσείο του
Στάλιν και πεινάμε σαν λύκοι, ρωτώντας ένα αστυνομικό μας λέει ότι στην πίσω
πλευρά υπάρχει ένα εστιατόριο. Οδηγώντας εκεί για να βλέπουμε τους βουκεφάλες
μας το βρίσκουμε πολύ χλιδάτο, μπαίνουμε στον διπλανό δρόμο και βλέπουμε κάτι
σαν εστιατόριο. Σταματάμε στην είσοδο συζητώντας εάν είναι κατάλληλο και
βλέπουμε μια γυναίκα, λίγο χοντρούλα με μαύρα μαλλιά γύρω στα 55-60 και να μας
καλοσωρίζει στα Ελληνικά, αυτό βέβαια μας έκανε να καθίσουμε εκεί. Η Μαρίνα
όπως την λένε, μια ζωντανή γυναίκα με αρκετή δόση φιλοξενίας και χαμόγελου μας
είπε την ιστορία της που έζησε αρκετά στην Αθήνα, παραγγέλουμε και το φαγητό
μας με την Μαρίνα να μας μιλά ασταμάτητα για εκείνα της τα χρόνια, τους Έλληνες
που υπάρχουν στο Gori, γενικά για την Γεωργία, ήθη έθιμα. Επίσης μας απάντησε
κ’ένα ερώτημα μας, γιατί υπάρχουν σταυροί μεγάλοι σκορπισμένοι παντού, σε άδεια οικόπεδα, μέσα στις διαδρομές κλπ. Η απάντηση της ήταν ότι εκεί που υπάρχουν
σταυροί ήταν εκκλησιές και ναοί τους οποίους κατέστρεψαν οι Τούρκοι και άλλοι
μουσουλμάνοι κατακτητές και μπήκαν οι σταυροί εκεί για να θυμίζουν τους χώρους
αυτούς. Σαν κουβεντιάζαμε εκεί όλοι μαζί ρώτησα την Μαρίνα για το τοπικό γνωστό
κρασί Saperavi, μπαίνει μέσα και μου φέρνει ένα μικρό μπουκάλι από το κρασί
αυτό και επίσης μια μεγάλη πλαστική μπουκάλα με ντόπιο κρασί...και όλα χωρίς να
πάρει πεντάρα. Αποχαιρετούμαι την καλοσυνάτη Μαρίνα που χάρηκε πολύ που μας
συνάντησε και φεύγουμε από το σχετικά άχαρο Gori.
Ξοδεύουμε τα λίγα
χιλιόμετρα για Mtskheta, το δειλινό μας βρίσκει να μπαίνουμε της πόλης. Την
αράζουμε στο ξενοδοχείο, μπανάκι μετά συνοδείας ξεκούρασης και έξω να δούμε την
πόλη και για εκγύμναση των άνω γνάθων. Στην έξοδο απ’το ξενοδοχείο ο υπεύθυνος μας ρωτάει τι ώρα θέλουμε το πρωινό μας, του απαντάμε στις 8 και αυτός
εξεπλάγηκε, άρχισε μια μικρή έντονη συνομιλία με άλλα 2 μέλη του ξενοδοχείου
σάνα προσπαθούσαν να βρουν ποιός θα σηκωστεί τόοοοοοσο πρωί για να μας κάνει
πρόγευμα, εμείς εκεί να βλέπουμε την «χαριτωμένη» τους συνομιλία και σε κανένα
5λέπτο παίρνουμε μια θετική απάντηση....εάν τους ρωτάγαμε για βραδινό αυτοί θα
μας απαντούσαν μεθαύριο. [ Μικρή και χαριτωμένη η
πόλη, υπήρξε παλιά πρωτεύουσα του
βασιλείου της Ιβηρίας και ο Χριστιανισμός υπήρξε εδώ από τα αρχικά του στάδια,
δυστυχώς πολλά μνημεία της μικρής πόλης βρίσκονται σε όχι καλή κατάσταση. Η
πόλη είναι κτισμένη στα απομηνάρια οικησμών που χρονολογούνται το 1000 Π.χ και
στην σύνδεση 2 ποταμών, Mtkvari και Aragvi ] Το δειλινό έβαψε τον ορίζοντα πορτοκαλί και
εμείς καθόμαστε επάνω στις όχθες του Mtkvari σ’ένα γουστόζικο εστιατόριο
απολαμβάνοντας την θέα αλλά και προσπαθώντας να βρούμε άκρη με την κατσουφιασμένη
παχουλή σερβιτόρα τι να φάμε....το βιβλιαράκι του τουρ στο κεφάλαιο Γαστρονομία
δεν μας βοήθησε σ’αυτήν τη περίπτωση ώστε να την ξεφορτωθούμε το συντομότερο.
Κουβεντούλα για το ταξίδι μας μέχρι να φτάσουν οι παγωμένες μπύρες και
ακολουθούν τα εδέσματα που ήρθαν λάθος και άντε τώρα να καθαρίσεις με
δαύτην...μέχρι στιγμής στην Γεωργία βγάλαμε το συμπέρασμα ότι από εξυπηρέτηση
δεν έχουν ιδέα οι ανθρώποι, άσε που και αρκετοί είναι αγενής ή μούτρα απέναντι
στον πελάτη. Προσπαθούμε να ξεχάσουμε με το ωραίο φαγητό, την κρύα ξανθή μπύρα
και το τοπίο αυτά τα τόσο απλά που μας την σπάνε αχρείαστα. Μια βραδινή βόλτα
στην σχετικά νεκρή πόλη και δωμάτια μας.
Ξύπνημα και κάτω
για πρωινό, μια ανυπομονησία με κράταγε το τι θα βρούμε μπροστά μας και αν θα
ήταν έτοιμο, τελικά όλα ήταν όπως θα έπρεπε να ήταν. Τυριά, μαρμελάδες,
γιαούρτη με φρούτα, πίτες, Γεωργιανό ψωμί και λουκάνικα...Φρανκφούρτης, το
τελευταίο δεν κόλλαγε αλλά ταίσαμε τα αδέσποτα σκυλιά που μας περίμεναν έξω
αφού οι μυρωδιές φαίνεται τα τράβηξαν ως εδώ. Στις 9 έτοιμοι και τραβάμε
βορεινή κατεύθυνση σε μια καλή σχετικά άσφαλτο, τα κοκκαλάκια μας το ζητούσανε,
για το οχυρό Ananuri. Φτάνοντας εκεί πριν την ομώνυμη πόλη η τοποθεσία είναι
απίθανη, το οχυρό κείτεται πάνω στη λίμνη δίνωντας υπέροχες εικόνες. [ Το οχυρό Ananuri υπηρετούσε σαν
το κάστρο του οικογένιας δουκών των Aragvi, μια οικόγενια του βασιλείου της
Γεωργίας κατά το 13ο αιώνα. Οι δούκες των Aragvi αποτελούντο από
πολλές οικογενίες μέσα από τα χρόνια με γενική ονομασία των οικογενιών αυτών
σαν το Δουκάτο του Aragvi. Το κάστρο πέρασε πολλές μάχες ειδκοτέρα τον
μεσαίωνα. Το 1739 μετά από επίθεση από άλλο δουκάτο, οι τελευταίοι Aragvi
δολοφονήθηκαν όλοι κ το γεγονός αυτό έφερε το τέλος του δουκάτου. Το οχυρό αποτέλεσε κατοικία άλλων βασιλικών
οικογενιών μέχρι την αρχή του 19ου αιώνα όπου από τότε έιναι
εγκατελειμένο. Κάποιες τοιχογραφίες
ακόμα υπάρχουν αλλά όχι σε καλή κατάσταση. Η πρόσοψη της πιο νέας εκκλησίας του
οχυρού που κτίστηκε το 1689 φέρει μια όμορφη πρόσοψη διακοσμημένη μ’ένα σταυρό
κ άλλες επιγραφές. Το οχυρό είναι κάτω από την UNESCO heritage sites ].
Φυσικά φώτο πολλές και περιδιάβαση του οχυρού, κτισμένο πάνω στη
λίμνη Zhinvali που ο ποταμός Aragvi την γεμίζει με νερό δίνει στον επισκέπτη
μια ωραιότατη οπτική εικόνα. Γυρίζουμε πίσω απ’τόν ίδιο δρόμο με αρκετούς
μικροπωλητές στην άκρη του δρόμου και σε λίγο μπαίνουμε αριστερά με τελικό προορισμό
το Omalo, ένα τελείως απομονωμένο χωριό στην επαρχία Kakheti επάνω στον Καύκασο
με υψόμετρο σχεδόν 3000 μέτρα. Σε λίγα χιλιόμετρα μπαίνουμε σ’ένα χωριό, οι
λιγοστοί κάτοικοι μας παρατηρούν παράξενα και αυτό με έβαλε σε ανησυχία και
πριν προλάβω να το πολυσκεφτώ ο δρόμος που το μαραφέτι μου, αλλιώς GPS, μας έβγαλε είναι ένα μικρό μονοπάτι που εαν
το γύρευα ούτε οι δορυφόροι της NASA δεν θα το έβρισκαν. Γι’αυτό μας έβλεπαν
παράξενα οι καημένοι οι κάτοικοι και εγώ πήγα να πω την κακία μου, πίσω και
συνεχίζουμε, τσακ, σε 1-2 χιλιόμετρα ο δρόμος γίνεται χωματόδρομος και μάλιστα
πολύ άσχημος και ανηφορικός, κάνουμε ακόμη λίγη απόσταση μπας και είναι αυτό το
κομμάτι αλλά γίνεται χειρότερος μόνο για καθαρόαιμα εντούρια έκανε. Στάση για
επαλήθευση της διαδρομής και έλεγχο χάρτη και GPS, όλα σωστά αλλά τον δρόμο μας
το έδειχνε και ο χάρτης και το μαραφέτι σαν δευτερεύοντα και όχι σαν
χωματόδρομο. Προσπαθώ να βγάλω εναλλακτική αλλά γιοκ, πίσω προς Τιφλίδα για
προσπάθεια ένωσης των 2 δρόμων ώστε να πάμε στον προορισμό μας. Τελικά δεν ήταν
εφικτό, το GPS δεν μου έδινε άλλη διαδρομή και δεν θέλαμε να διακινδυνέυσουμε
των ώρα μας, μια γρήγορη σκέψη έλεγε Τιφλίδα 3 βράδια αντί για 2 και η επιπλέον
μέρα θα σπαταληθεί στους χώρους επισκέψεως που αφήσαμε σήμερα εκτός βέβαια την
ανάβαση μας στο Omalo....κ έτσι έγινε. Δεν αργούμε να μπούμε Τιφλίδα,
σταματάμε στο γεφύρι της ειρήνης για μικρή στάση και επίσης να πάρω το
ξενοδοχείο να ελέγξουμε εάν υπάρχουν δωμάτια για τη νύκτα που δεν κρατήσαμε,
μας είπαν οκ και εμείς χαρούμενοι γιατί δεν θέλαμε άλλες ταλαιπωρίες.
[ Τιφλίδα ή Τιφλίς όπως
ονομαζόταν, ο μύθος λέει ότι ο βασιλειάς Vakhtang πήγε για κυνήγι στην δασώδη
τότε περιοχή της Τιφλίδας κ εντυπωσιάστηκε από τις πηγές με ζεστό νερό που
απόφασισε να κτίσει μια πόλη κ το οποίο έκανε. Απομηνάρια ανθρώπινης ύπαρξης
βρέθηκαν εδώ κ χρονολογούνται από την 4η χιλιετία π.χ. . Η Τιφλίδα
πήρε σημασία μέσα από τα χρόνια αλλά κ επίσης υπέφερε πολέμους από Ρωμαίους,
Πέρσες, Άραβες, Βυζαντινούς κ Τούρκους. Μετά από μια άνιση μάχη, ο βασιλειάς
Δαυίβ ο οικοδόμος νίκησε τους Τούρκους το 1122 κ μετέφερε την πρωτεύουσα της
χώρας από το Kutaisi στην Τιφλίδα. Η πόλη απέκτησε φήμη σαν χώρος κουλτούρας κ
ανάπτυξης σ΄όλη την ανατολική ορθοδοξία. Αρχές 6ου αιώνα η πόλη άρχισε να ακμάζει λόγω της
γεωργαφικής της θέση ανάμεσα σε Ευρώπη κ Ασία.
Μετά κ πάλι από πολέμους, η πόλη ζούσε μια άνθηση τους αιώνες 12ο-13ο
αιώνες, μια επόχή που ονομάστηκε η Χρυσή Γεωργιανή εποχή. Όμως δεν άντεξε κ
πολύ, οι Μογγόλοι εισέβαλαν κ κατέκτησαν την Τιφλίδα για 100 χρόνια περίπου
όπου κ πάλι η Τιφλίδα ήρθε στα χέρια Γεωργιανών. Από τους αιώνες 14ο μέχρι
18ο η πόλη συνέχιζε να αλλάζει χέρια κατακτητών, ειδικότερα από τους
Πέρσες, κ η πόλη υπέφερε φοβερές καταστροφές. Στα τέλη του 18ου
αιώνα ο βασιλειάς Erekle II βλέπωντας ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνος
τους συνεχείς πολέμους ζήτησε την βοήθεια της Ρωσσίας. Από τότε η Τιφλίδα
άρχισε την ανάκαμψη με καινούργια ευρωπαικού τύπου κτίσματα, τέχνες κ
πολιτισμός όπως κ εμπόριο. Πολλοί
μεγάλοι ποιητές, κ άνθρωποι των τεχνών κ πολιτικοί ζούσαν στην Τιφλίδα. Μεγάλα ονόματα της εποχής όπως Alexander
Pushkim, Leo Tolstoy κ η οικογένεια Romanov έκαναν συχνές επισκέψεις στην πόλη,
οι Romanov ειδικότερα είχαν κ σπίτι στην Τιφλίδα. Μετά την Ρωσσική επανάστση το
1917 η Τιφλίδα ήταν η πρωτεύουσα της τότε Τρανς-Καυκασιανής επαρχίας που είχε
την Αρμενία, Γεωργία κ Αζερμπαιζάν χώρες μέλη μέχρι το 1936. Κάτω από την εποχή
της Σοβιετικής Ένωσης η Τιφλίδα έγινε κέντρο βιομηχανικής ανάπτυξης όπως κ τεχνών μέχρι κ πάλι το 1991 όπου η
Σοβιετική Ένωση κατάρευσε ]. Η Τιφλίδα με
πληθυσμό γύρω στα 1.5 εκατομμύριο και κτισμένη στις εκβολές του ποταμού Ktkvari
ή Kura σε μια όψη φαίνεται πιο μοντέρνα και με πιο ευρωπαικά στάνταρτς από τις
υπόλοιπες πόλεις που έχουμε δει μέχρι τώρα. Οδηγούμε στους δρόμους της παλιάς
πόλης, περιοχή Avlabari, και βλέπουμε ένα άλλο εαυτό....οι γειτονιές σε κάπως
άθλια κατάσταση, σπίτια μισογκρεμισμένα ή σε άσχημη κατάσταση, παιδιά στους
δρόμους να παίζουν ανέμελα, η κίνηση αρκετή από τους μικρούς δρόμους και τα
κάπως αρκετά οδικά έργα μας κάνουν να ξανασκεφτούμε την πρώτη μας επαφή με την
πόλη να την ονομάζουμε «ευρωπαϊκή». Βέβαια αυτό το σκηνικό είναι το αληθινό,
όχι αυτό που επέφερε η «αναγκαστική» εκμοντέρνιση δανεισμένη από άλλους
«σύγχρονους» λαούς....το θέμα σηκώνει περισσότερη αναλύση αλλά δεν παρέχετε
εδώ. Φτάνουμε λοιπόν στο ξενοδοχείο μας μετά το σχετικά πολιτιστικό σιοκ και
βολευόμαστε.
Απογευματάκι και εμείς στην γύρα με
τις μηχανές εντός πόλεως έτσι στα χαλαρά, το κέντρο της Τιφλίδας μας βρίσκει
σύμφωνους για ένα καφέ παρατηρώντας τους περαστικούς....άλλο συμπέρασμα της
μέρας είναι ότι οι Γεωργιανοί είναι λαός πολυμορφικός σε φυλές, μια βλέπεις
ξανθούς με Ρωσική φινέτσα και μια σκούρους με έντονα χαρακτηριστικά σαν
τουρκόφατσες και κάποτε κάποτε σκάει και ένας σχιστομάτης με φάτσα τύπου
Σιβηρίας. Επίσης από θέμα τουρισμού η Τιφλίδα φαίνεται ότι ελκύει, δεν είδαμε
χιλιάδες μέσα σε τουριστικά πούλμαν αλλά τον τουρίστα τον καταλάβεις γιατί
βλέπει τα πάντα σαν βλαχαδερό και η φωτογραφική κρεμμάμενη σαν Γιαπωνέζος.
Καφές και με τα μάτια μας σαν ραντάρ για homo sapiens συνεχούς βλέψεις,
πεινάσαμε και αρπάζουμε τα τοπικά Khinkali (πιτούλες με γέμιση από χορταρικά ή
κειμά γεμάτο μπαχάρια) μετά από παρότρυνση της σελίδας Γαστρονομία στο
βιβλιαράκι του τουρ και μασουλάμε σαν γίδια με το πιο πάνω σκηνικό. το βραδάκι
μας βρίσκει πολύ κοντά στο ξενοδοχείο μας σ’ένα εστιατόριο/cafe με υπέροχη θέα
της πόλης και όμορφο κόσμο, μια μπόρα όμως μας χάλασε το σκηνικό αλλά όχι την
διάθεση.
Αργά το βράδυ η πείνα μας βαράει
ακόμα, οι πιτούλες δεν ήταν αρκετές, στον δρόμο παρά τον ποταμό και γυρεύουμε εστιατόριο με θέα τον ποταμό Ktkvali. Βρίσκουμε στο καταλάθος αρκετούς Γεωργιανούς να μιλάνε Ελληνικά και μας καθοδηγούν. Στο εστιατόριο παρά τον
Ktkvali και είμαστε στην διαδικασία παραγγελίας, δίναμε την επιλόγη μας και τα
2-3 γκαρσόνια που στέκονταν από πάνω μας μιλούσαν ο ένας με τον άλλο εάν υπήρχε
το κάθε φαγητό που λέγαμε....μια τελείως μπαχαλοκατάσταση που μας έφερνε γέλιο. Ήλιος και καλός καιρός μας ξυπνά
ευχάριστα, ανεβαίνω τα σκαλιά για να φτάσω στην μικρή τραπεζαρία με την μεγάλη
βεράντα και μια γραμμή από τρίτης ηλικίας ανθρώπους να περιμένουν να
σερβιριστούν. Χωρίς να θέλω να είμαι κακός, μετά από 30 λεπτά έβαλα τελικά και
εγώ το πιάτο μου και έκατσα να φάω στην ασφυκτικά γεμάτη τραπεζαρία όπου
καρέκλα και χώρος για να κάτσεις ήταν επίπονο γεγονός. Φορτώνουμε τα απαραίτητα
της μέρας για το ημέρησιο τουρ στους χώρους που αφήσαμε χτες. Η ξανασχεδιασμένη
διαδρομή μας κατευθύνει ανατολικά της Τιφλίδας και Γεωργίας, αρχικά δρόμοι με
αρκετή κίνηση και μια τρελοκατάσταση, χρειάστηκε να καλύψουμε καμιά 50 χλμ για
να ξεφύγουμε. Οι δρόμοι μέτριοι, τοπίο άχαρο, αρκετά φτωχά χωριά, πάμπολλοι
μικροπωλητές στον δρόμο προσπαθώντας να πωλήσουν τη λιγοστή δική τους παραγωγή
σε φρούτα και λαχανικά...εδώ το μυαλό μου άρχισε να επεξεργάζεται τα όσα
έβλεπε, ανάλυε την σύγκριση πολιτισμών και κουλτούρων, μια ασυγκράτητη ορμή
σκέψεων και εικόνων αθελητά γίνετε. Αυτά όλα μαζί βαλμένα είναι από τα βασικά
«μαθήματα» ζωής και ένα από τα κύρια δεδομένα που μας παρέχει ένα ταξίδι
τέτοιο. Εδώ είναι που εμείς οι δυτικό-ευρωπαική κουλτούρα θέλει ένα «ξύπνημα»,
ένα χαστούκι βαρύ για να καταλάβουμε όλοι μας ότι η ζωή είναι όμορφη και με
άλλους τρόπους...μεταξύ άλλων, η ζωή μπορεί να γίνει όμορφη και με απλούστερα
μέσα (αυτό είναι το μάθημα ζωής όταν πρωτο-επισκέφθηκα τα Βαλκάνια πριν
χρόνια), αυτό είναι που προσπαθώ να μεταδώσω εδώ και χρόνια στο οικείο
περιβάλλον μου και στα παιδιά μου.
Ο δρόμος παίρνει κατεύθυνση βόρεια
προς Kvareli και το τοπίο αλλάζει εικόνα, οι ατέλειωτοι αμπελώνες δίνουν μια
ομορφιά στο τοπίο, οι πρόποδες του Καυκάσου επίσης ξεπροβάλλουν και όλα μαζί κάνουν μια εικόνα που χαροποιεί όλες τις αισθήσεις. Πολλές πινακίδες για
οινοποιεία και επιτρεπόμενες επίσκεψης στο διάβα μας αλλά χρόνος επιπλέον είναι
λιγοστός. Πρώτη επίσκεψη στην νεκρόπολη του Nekresi λίγο μετά την ενδιαφέρων πόλη
Kvareli. H έξοδος μέχρι να συναντήσεις την αναγκαστική στάση για την νεκρόπολη
πολύ όμορφη, οι μπαριέρες μας σταματούν και παρκάρουμε. Περιεργαζόμαστε τον
χώρο και τον μικρό ναό δίπλα από τον χώρο που παρκάραμε και εάν δεν ρωτούσαμε
δεν θα μαθαίναμε, υπάρχει αυτοκίνητο που σε παίρνει μέχρι πάνω, μην πάρετε τα
πόδια σας γιατί θα χρειαστείτε 2 χρόνια να φτάσετε επάνω, πολύ ανηφορικός δρόμος. Μετά πληρωμής μπήκαμε οι 4 μας σ’ένα Toyota με τετρακίνηση και σαν
κυνηγημένοι μας πήραν πάνω. Υπέροχο τοπίο και πλήρες αναστηλωμένη η μικρή
νεκρόπολη. [ To Nekresi
είναι μια αρχαία μικρή πόλη με θρησκευτική σημασία. Κτίστηκε μεταξύ 2ου
κ 1ου αιώνα π.χ. από τον βασιλειά Pharmajom της Ιβηρίας. Τον 6ο
αιώνα το Nekresi γίνετε Επισκοπή το οποίο τηρήθηκε μέχρι τον 190 αιώνα. Τώρα
απομεινάρια αυτής της αρχαίας πόλης υπάρχουν με την μικρή εκκλησία κτισμένη τον
4ο αιώνα να δεσπόζει
]. Το τοπίο εκεί
ψηλά δένει υπέροχα με την μικρή νεκρόπολη στο χείλος ενός ψηλού λόφου. Η
νεκρόπολη ενδιαφέρων, τα κτίσματα το ίδιο, η μικρή απόσταση μας δίνει την
ευκαιρία να την δούμε όλη. Ο οδηγός μας έδωσε 30 λεπτά, έτσι σύντομα είμασταν πίσω
και με θερμοκρασίες σε ψηλά επίπεδα κάτσαμε στο μικρό καφενείο και πίναμε ότι
ήταν παγωμένο.
Αρπάζουμε τα
άτια μας και στην επόμενη στάση σε λιγότερο από 15 χλμ και δίπλα ακριβώς από
τον δρόμο μας το Gremi. [ Το Gremi ήταν πόλη
και πρωτεύουσα του βασιλείου του Kakheti κατά τον 16ο
κ 17ο αιώνα. Σημαντικό εμπορικό κέντρο την εποχή του Δρόμου του
Μεταξιού μέχρι οι Πέρσες το ισοπέδωσαν αρχές του 17ου αιώνα. Στην
πόλη που δεν υπάρχει πια δεσπόζει μόνο το κάστρο κ ο καθεδρικός ναός του
Αρχάγγελου Μιχαήλ κ Γαβριήλ. Οι τοιχογραφίες του καθεδρικού ναού χρονολογούνται
από το 1577 σε Γεωργιανή κ αρχαία Ελληνική γλώσσα κ ο ναός κτίστηκε με τις
εντολές του βασιλειά Levan. Στο καμπαναριό στεγάζετε μουσείο κ οι τοίχοι έχουν
πορτρέτα διαφόρων βασιλειάδων του Kakheti ]. Περπάτημα και εδώ στους χώρους του
Gremi με την μικροσκοπική μου μοτό- κάμερα να τραβάει βίντεο και να βγάζει
φώτο. Μικροπωλητές στο έμπα του χώρου χαλάνε την γραφικότητα αλλά εδώ οι
ντόπιοι με τα πενιχρά μέσα επιβίωσης ότι βρίσκουν κάνουν για μισή χούφτα
χρήματα. Ξεκινούμε για επόμενο σημείο, το τοπίο συνεχίζει ενδιαφέρον, τα χωριά
όμως παραμένουν άχαρα και δυστυχώς φτωχά.
Μέσα στην ερημιά και την ζέστη
φτάνουμε στο μοναστήρι Alaverdi, σημαντικό μοναστήριακό συγκρότημα της χώρας. [
Το
ορθόδοξο Γεωργιανό μοναστήρι του Alaverdi κτίστηκε από ένα Ασσύριο μοναχό με το
όνομα Joseph Alaverdeli τον 6ο αιώνα κ όπου εκτελούσε παγανιστηκές θρησκευτικές τελετές αφιερωμένες
στο φεγγάρι, η τελική μορφή του
μοναστηριού κτίστηκε τον 11ο αιώνα από τον Kvirike III, ο τότε
διοικητής της επαρχίας των Kakheti. Ο
καθεδρικός της ναός είναι ο 2ος ψηλότερος στην Γεωργία στα 55
μέτρα. α τείχη κτίστηκαν τον 17ο
αιώνα όπου ακόμα υπάρχουν. Κάθε Σεπτέμβρη γίνετε εδώ το φεστιβάλ Alaverdoba που
χρονολογήτε εκατοντάδες χρόνια, το φεστιβάλ είχε θρησκευτικό αλλά γιορτάζει
επίσης το τέλος του τρύγου, η σημερινη μορφή του φεστιβάλ έχει μορφή
περισσότερο γεωργική. Επίσης εδώ κατασκεύαζετε κρασί με τις μεσαιωνικές
μεθόδους από ντόπια σταφυλοκαλιέργια. Η περιοχή φημίζετε για το ποιοτικό της
κρασί κ είναι η κρασομάνα της χώρας ]. Όντως επιβλητικό
και πολύ καλή κατάσταση, το γεγονός ότι υπήρχαν κάτι άσχημες φάτσες έξω εκεί
στις μηχανές μας έκανε να το δούμε βιαστικά και να την κάνουμε στα γρήγορα.
Προχωρούμε για Akhmeta με προορισμό την Kvetera, μέσα από την Akhmeta στρίβουμε
δεξιά, δρόμος με μαύρο χάλι, ένας χείμαρρος στο πλάι του δρόμου μαζεύει νερό και
νεαροί της περιοχής χρησιμοποιούν τον χώρο σαν δημοτική πισίνα. Και πάλι
αρχίζει χωματόδρομος, ντάλα ο ήλιος και μέσα στην σκόνη και τον κακοτράχαλο
σχεδόν άβατο χωματόδρομο προσπαθούμε να καλύψουμε τα χιλιόμετρα. Σε μια φάση
και εκεί που το GPS τα χάνει λίγο πέφτει η ιδέα να μην προχωρήσουμε
άλλο...έγινε αποδεκτή απ’όλους γιατί φαινώταν αρκετά ζόρικη η διαδρομή μέχρι
τέλους. Επιστροφή και προς Telavi. Διαδρομή αρκετά καλή, άσφαλτος στο
περισσότερο μέρος και αυτή καλή κάνουν τα χιλιόμετρα να περνούν απροβλημάτιστα.
Μπαίνουμε Telavi, μια πόλη με αρκετή
ιστορία αλλά στην σύντομη παραμονή μας δεν είδαμε τα παρακάτω ούτε νοιώσαμε
τίποτα. [ Το Telavi χρονολογήται από την
Μπρούντζινη εποχή κ πρώτος έγραψε για την πόλη ο Έλληνας γεωγράφος Πτολεμαίος
τον 2ο αιώνα μ.χ. . Άκμασε όπως κ η χώρα τον 12ο κ 13ο αιώνα μέχρι την διάλυση του Βασιλείου
της Γεωργίας τον 15ο αιώνα.
Άκμασε κ πάλι τον 17ο αιώνα όταν ανακυρίχθηκε πρωτέουσα της
επαρχίας Kakheti, σημαντικό ρόλο της ανάδειξης της πόλη έπαιξε ο βασιλειάς Erekle II ο οποίος κατά την διάρκεια της
βασιλείας του διαμόρφωσε την πόλη όπως κ την χώρα αναδεικνύωντας την μόρφωση,
θρησκεία κ τέχνες. Η πόλη είναι η μόνη
που έχει οχυρώσεις που ακόμα είναι σε άριστη κατάσταση από 4 διαφορετικές
χρονικές περιόδουςκ θεωρήται η πιο μεσιαωνική πόλη της Γεωργίας. Λόγο της
τοποθεσίας της προσφέρωντας όμορφα τοπία κ ιστορικής σημασίας είναι πολυ
τουριστική κ οι κατοίκοι της φιλόξενοι ].
Στάση στο κέντρο για μάσα σ’ένα γυράδικο,
υπέροχο και οι άνθρωποι εκεί φιλικοί και εξυπηρετικοί...βρήκαμε κάτι τελικά,
ότι οι κάτοικοι είναι φιλόξενοι το οποίο νιώσαμε. Καύσωνας εδώ και μέρες στη
Γεωργία και η σημερινή μέρα πρέπει να είναι η πιο ζεστή. Σβήνουμε τη ζέστη που
κουβαλάμε με αρκετές ποσότητες υγρών και φεύγουμε για τελικό προορισμό,
Τιφλίδα. Βγαίνοντας από Telavi η διαδρομή αρχίζει να παίρνει υψόμετρο και να
γίνετε δασώδης, στο αναπάντεχο μια ασθενής μπόρα έρχεται να μας κάνει λάσπη όλη
την σκόνη που κουβαλάγαμε και μαζεύαμε μέρες, τουλάχιστον εάν έβρεχε πιο πολύ
θα ήμασταν σε καλύτερη μοίρα. Η διαδρομή γίνετε αρκετά όμορφη, τα τοπίο δίνει
ρέστα. Εμ...καλό, να μην κάνουμε εντουράδα, μετά που στεγνώσαμε να’σου και ένας
χωματόδρομος να μας βάλει πίσω την σκόνη που κάναμε λάσπη....που ήσουνα ρε
σκονούλα και σε πεθυμήσαμε τα μάλα. Το περνάμε και αυτό αλλά ο μικρός
εκνευρισμός, βλέπε σκόνη/λάσπη/βροχή, μας φεύγει τελείως από το τοπίο, η
διαδρομή γίνεται φιδίσια σε ατέλειωτο πράσινο και δέντρα, σε αρκετές
περιπτώσεις δεν βλέπουμε ουρανό από το πυκνό φύλλωμα.... η άνοιξη είναι και εδώ
πάλι, τα πάμπολλα αγριολούλουδα με λογής λογής χρωματισμούς μας ακολουθούν στη
διαδρομή. Το υψόμετρο βγαίνει λίγο πιο πάνω από 2000 μέτρα και αρχίζει η
κατάβαση. Η Τιφλίδα μας υποδέχεται απόγευμα αργά, αστεία αστεία διανύσαμε 365
χλμ σήμερα με απέραντες εικόνες καταχωρήμενες στο σκλήρο δίσκο του μυαλού μας.....καληνύκταααααα.
Ακόμη μια μέρα με ήλιο ανατέλλει και
βουρ να γεμίσω τον μεγάλο κοιλιακό μου μύ αλλά με το άγχος ότι θα συναντήσω την
ουρά με τις τρίτες και τέταρτες ηλικίες και θα χρειαστώ μισή μέρα να βάλω ένα πιάτο πρόγευμα με πιάνει ένα τρέμουλο.....τελικά άδικα αγχώθηκα, οι
περισσότεροι είχαν φύγει και έτσι εγώ με το χαμόγελο στα χείλη και με την
ησυχία μου γεμίζω και τρώω σ’ένα σχετικά άδειο χώρο με την συνοδεία ντόπιας
μουσικής από το διπλανό ραδιόφωνο. Η σημερινή μέρα χαλαρή, όλοι μαζί ως συνήθως
στο πρόγευμα, καφέ, τσιγάρο, κουβεντούλα και καβαλάμε μηχανές για μέχρι κοντά,
στην πλατεία Ευρώπης όπου δίπλα είναι το τελεφερίκ για μας πάρει στον απέναντι
λόφο όπου δεσπόζει το κάστρο Narikala και το μεγάλο άγαλμα με γυναικεία φιγούρα. Εκεί στο τελεφερίκ με τα λίγα αγγλικά και αρκετή γλώσσα του σώματος
βγάζουμε το συμπέρασμα ότι ανοίγουν στις 11 πρωινή, περπατούμε λίγο εκεί για
φώτο και καφές σε παραπλήσιο μαγαζί. Καθόμαστε και η σερβιτόρα μου δείχνει ότι έρχεται,
περνάνε 5 λεπτά, 10 λέπτα, 15 λεπτά και αυτή άφαντη. Μπαίνω μέσα και βλέπω 3
άτομα του μαγαζιού αραχτοί στο μπαρ και να μιλάνε σαν μην συμβαίνει τίποτα....
είπα να δείξω επίπεδο και της λέω ότι είμαστε έτοιμοι να παραγγείλουμε που
τελικά αυτό κάνει.... είπαμε, εδώ η λέξη εξυπηρέτηση δεν έχει μπει ακόμα στο
λεξιλόγιο τους. Τον ρουφάμε...τον καφέ
ρε παιδιά, και πέρνουμε το υπερμοντέρνο τελεφερίκ για πάνω, υπέροχες θεάσεις
μέχρι να βγεί πάνω όπου σταματάει αναμεταξύ του κάστρου και του αγάλματος. Πάμε
πρώτα για άγαλμα, σαν περπατούσαμε μια ταμπέλα στα αριστερά γράφει στα αγγλικά
«Ιδιοκτησία της Ελλάδας», αυτό μας ξάφνιασε αλλά δεν βρήκαμε και κανένα να μας
πει πιο είναι ακριβώς η ιδιοκτησία. Πάμε στο άγαλμα της γυναικείας φιγούρας που
λέγεται «Μάνα Γεωργία» ή «Mother of Karti», το τελευταίο άγνωστη η προέλευση
του. Ακολουθεί επίσκεψη στο κάστρο Narikala. Τα πολλά και απότομα σκαλιά έκαναν
την επίσκεψη στο μέσα του κάστρου
απραγμοτοποίητη, αρκεστήκαμε στην περιδιάβαση του και στην θέα της πόλης από
ψηλά.
[ το
κάστρο κτισμένο τον 4ο αιώνα Μ.χ. και ο
βασιλειάς Δαυίδ ο οικοδόμος το αναβάθμισε και επέκτηνε τον 11ο
αιώνα. Οι Μόγγολοι κατακτητές του άλλαξαν το όνομα σε Narin Qala που σημαίνει
μικρό οχυρό. Πολλές πρόσφατες αναπαλαιώσεις και αναστηλώσεις πήρε το κάστρο
όπως κσι ο ναός του Αγ. Νικόλα μέσα στο κάστρο ] Κατεβαίνουνε και δίπλα από τον σταθμό
Τελεφερίκ είναι το γεφύρι της Ειρήνης, ένα μοντέρνο γεφύρι με οροφή από γυαλί
που προσπαθεί να γίνει ορόσημο της πόλης. Ακολουθεί επίσκεψη στην παλιά πόλη,
προάστειο Avlabari, παρκάρουμε μηχανές και άντε καλά μας ποδαράκια. Πολλά από
τα κτίσματα σε άσχημη κατάσταση, κάποια σε καλύτερη κατάσταση, άλλα πλήρως
αναπαλαιωμένα και άλλα σε ερειπωμένη κατάσταση. Είναι προφανές ότι εδώ ζουν
κυρίως φτωχοί ανθρώποι ακόμα και μετανάστες από διπλανές χώρες. Η περπατητή
επίσκεψη μας μας περνάει μέσα από γειτονιές που η φτώχια είναι πασιφανές, η
κατάσταση των πλείστων σπιτιών/κτιρίων παραμελημένη, οι ανθρώποι κι’αυτοί σε
μια φτωχερή κατάσταση μαρτυρά το παρουσιαστικό τους. Αλλά υπάρχει μια μικρή
εμφανής προσπάθεια για αναπαλαίωση του
προαστείου, μέσα μέσα βλέπουμε σπίτια και κάποια κτίρια αναπαλαιωμένα, οι
δρόμοι κτισμένοι σε πέτρα και μικρές πλατείες αναζωογονούνται. Ο κόσμος
κινείται εδώ, μπαίνει σε μικρά μαγαζάκια που στεγάζονται σε ημι-υπόγεια, πίσω
από μικρές πόρτες, κάτω από αυθαίρετες σκηνές, κάποιοι άλλοι απλά διαπερνούν
την περιοχή, παιδιά πίσω από μεγάλες καγκελόπορτες παίζουν μπάλα, κρεμασμένα
ρούχα στις βεράντες είναι συνηθές....όλα αυτά απαρτίζουν το σκηνικό σ’ένα γύρο
3 τετραγώνων στην παλιά Τιφλίδα, προάστειο Avlabari.
Το απογευματάκι επίσκεψη στον άλλο λόφο
που δεσπόζει την πόλη με τον πύργο τηλεποικινωνιών πάνω στους πρόποδες των
βουνών Trialeti. Η διαδρομή σε περνά νότια της πόλης και σε διαδρομές των
βουνών μέχρι να καταλήξει στο σημείο του πύργου. Εκεί λειτουργεί και ένα παιδικό
πάρκο, ένα μεγάλο εστιατόριο και cafe και επίσης είναι εγκατεστημένος ένας ψηλό
πύργος τηλεποικινωνιών. Στον πύργο δεν υπάρχει πρόσβαση και έτσι την βγάζουμε
στο εστιατόριο/cafe με πανοραμική θέα της Τιφλίδας καθώς το δειλινό μπαίνει για
τα καλά στην ατμόσφαιρα.
Η καλοκαιρία
είναι ακόμα με το μέρος μας, το πρωινό απλά απολαυστικό με τους λιγοστούς θαμώνες του ξενοδοχείου. Φορτώνουμε και για σήμερα έχουμε αλλαγή χώρας,
μπαίνουμε Αρμενία. Οδηγούμε στις ψηλές σε υψόμετρο πεδιάδες νότια της Γεωργίας
και σε λίγο είμαστε στα σύνορα, απλές διαδικασίες και είμαστε σε Αρμενικό
έδαφος, ζέστη και πάλι μας κάνει να σταματήσουμε εκεί στα σύνορα για υγρά. Σε
ένα υπαίθριο/ανοικτό καφενείο με μηχανή ανάληψης δίπλα κάνουμε στάση. Εγώ και ο
Δημήτρης κάνουμε ανάληψη από άλλη μηχανή παραπέρα και ο Σάββας διαλέγει αυτή
δίπλα από το καφενείο, η τύχη του δεν ήταν με το μέρος του, η μηχανή σε κακιά
χάλια με κολλημένο λογισμικό κατακρατά την κάρτα του...άντε τώρα, τηλεφωνήματα Κύπρο για ακύρωση και λοιπές καταστάσεις. Πίνουμε παγωμένο τσάι και καφέ που
έμοιαζε με αραβικός μέχρι ο Σάββας να ξεκαθαρίσει το θέμα. Σαν φεύγουμε πετάγονται
και 2 τύποι φωνάζοντας στα αγγλικά «ασφάλεια, κανένα πρόβλημα με αστυνομία»,
εμείς απλά τους αγνοούμε και συνεχίσαμε την διαδρομή μας. Οι πρώτες εντυπώσεις
επί Αρμενικού εδάφους όχι και πολύ θετικές, αγελάδες είδαμε στο δρόμο αλλά σε
μικρότερες ποσότητες. Η διαδρομή λίγο άχαρη στις πεδιάδες, σε λίγο αρχίζει να
παίρνει μέτρα υψομετρικά, χωριά τελείως άχαρα και με δόση απόλυτης φτώχειας και
ανάμεσα τους μεγάλα εργοστάσια σε πλήρη αποσύνθεση...μια εικόνα που νομίζεις
βρίσκεσαι σε αποτεφρωμένο μέρος. Πρώτη επίσκεψη επί Αρμενίας το μοναστήρι
Sanahin, μπαίνουμε αριστερά από την διαδρομή μας για Alaverdi σε μια ανηφορική
διαδρομή, η μικρή πόλη Alaverdi και αυτή σε κακιά χάλια όπως και οι δρόμοι του.
Το μοναστήρι βρίσκεται λίγο έξω από την πολή καθώς οι ταμπέλες μας καθοδηγούν
μαζί με το GPS. Μόλις μπαίνουμε στο προαύλιο μικρά παιδιά μας καλωσορίζουν και
ζητάνε να βγάλουμε φωτογραφίες όπου και φυσικά αποδέχτηκα καθώς τα παιδιά
χάρηκαν πολύ που είπα το μεγάλο ναι. Σε μια πρώτη όψη το μοναστήρι σε καλή
κατάσταση και με καμάρες ανατολίτικου τύπου αρκετά εντυπωσιακό.
[ Το μοναστήρι του
Sanahin κτισμένο τον 10ο αιώνα
και ανήκει στην Αρμενική αποστολική εκκλησία. Η ονομασία του στα Αρμένικα είναι
«αυτό είναι πιο παλιό από το άλλο» θέλωντας να τονίσουν ότι το μοναστήρι αυτό
είναι πιο σημαντικό από άλλα. Το μοναστήρι είναι μια τυπική μεσαιωνική Αρμενική
αρχιτεκτονική και η χρονολογία του δεν είναι ακόμα επιβεβαιωμένη αλλά
τοποθετήται γύρω στο 10ο αιώνα. Όλες οι τοιχογραφίες έχουν
καταστραφεί μέσα στο χρόνο και πολυ μικρά απομεινάρια τους υπάρχουν τώρα. Στο
όλο μοναστηριακό συγκρότημα υπάρχουν 20 εκκλησιές κτισμένες σε διαφορετικές
χρονολογίες και εποχές ]. Πολύ
ενδιαφέρων μοναστήρι ώστε δεν αφήνουμε τίποτε, καμιά πόρτα δεν αφήνουμε ή
κανένα δωμάτια απαρατήρητο. Επιγραφές υπάρχουν πάνω από εισόδους και στα
πατώματα, μεγάλες πέτρες σαν ταφόπλακες αποτελούν αρκετά από τα πατώματα του
μοναστηριού. Ο κύριος ναός επιβλητικός, στέκομαι στην μέση του και με το κεφάλι στραμμένο στην οροφή παρατηρώ την αγιότητα του ναού, το φως του ήλιου μπαίνει
από τα μικρά παράθυρα και κάνει το σκηνικό μαγευτικό. Αγορά σουβενίρ και
συνεχίζουμε για λίμνη Sevan όπου και ο τελικός μας προορισμός για την μέρα. Η
διαδρομή συνεχίζει δίπλα από τον ποταμό Debed και γίνεται πολύ όμορφη, ο
ποταμός κάνει σκέρτσα στο τοπίο το οποίο εμείς το απολαμβάνουμε απόλυτα...εκτός
βέβαια από την ποιότητα του δρόμου και τον τρόπο που οδηγούν οι Αρμένιοι, κάπως
καλύτεροι από τους Γεωργιανούς αλλά δεν παύουν να είναι επικίνδυνοι. Καθώς κοντεύουμε για Vanadzor ο δρόμος χειροτερεύει, τούνελ με το απόλυτο σκοτάδι και
σε κακή κατάσταση μας κάνουν να μην θέλουμε να μπούμε, όσο για την πόλη
Vanadzor....ένα χάλι μαύρο σε δρόμους και σε κατάσταση. Μικρή στάση στην πόλη
καθώς οι ντόπιοι μας κοιτούν με βλέμμα παράξενο και συνεχίζουμε για Dilijan,
από εδώ μέχρι το Dilijan μια μαγευτική διαδρομή. Σε υψόμετρο κοντά στα 2000
μέτρα, άνυδρα πράσινα βουνά έδιναν υπέροχες φωτογραφίες, μικρά χωριά και μικροπωλητές έδεναν στο τοπίο... τα Αρμένικα Highlands. Η απόλυτη σιγή
επικρατούσε όταν κάναμε μια στάση κοντά στο Fioletovo, κίνηση λιγοστή και
παρόλο το υψόμετρο η ζέστη βαρούσε.... μια στιγμή που τηv ζεις σπάνια, που την
αναμένεις όταν κάνεις ταξίδια τέτοια σε τόπους μακρινούς.... το γαλάζιο του
ουρανού και το πράσινο των βουνών συνδυασμένο με την απόλυτη σιγή, είναι αυτή
η ΜΑΓΕΙΑ που επιζητούμε. Η στάση των 10 λέπτων δεν ήταν αρκετή για να μαζέψουμε
όλες τις αισθήσεις αλλά η μαγεία της διαδρομής αυτής δεν ξεχνιέται με τίποτα.
Συνεχίζουμε τα λιγοστά χιλιόμετρα για Dilijan με το ίδιο μοτίβο. Μπαίνοντας της
πόλης εδώ τα δεδομένα είναι διαφορετικά, τα σπίτια είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση και το όλο σκηνικό της πόλης το καλύτερο μέχρι τώρα που είδαμε.
Βρίσκουμε ένα μικρό εστιατόριο με 2 γλυκιές & φιλόξενες ιδιοκτήτριες, στάση
για τσίμπημα και υγρααααααά. [ Dilijan είναι μια μικρή
αλλά πολύ ενδιαφέρουσα πόλη του 13ου αιώνα τοποθετημένη σε μια
δασώδη περιοχή που την έκανε ελκυστική για ποιητές, ζωγράφους, συγγραφείς
κ.λ.π. Κτισμένη σε υψόμετρο 1500μ η πόλη είναι αρκετά ελκυστική και για
τουρισμό, ντόπιο και ξένο. Ανασκαφές υπόδειξαν ότι η περιοχή πρωτοκατοικήθηκε
γύρω στο 2000 π.χ. και το όνομα της το πήρε από ένα μύθο σχετικά μ’ένα βοσκό με
το όνομα Diji. Η πόλη έχει αρκετά
μνημεία και πολλά κομμάτια της αναπαλαιώθηκαν στον παλιό της παραδοσιακό στύλ
κάνωντας ακόμη πιο ενδιαφέρουσα ].
Κατηφορίζουμε για λίμνη Sevan επίσης σ’ένα ενδιαφέρων τοπίο, η λίμνη
εμφανίζεται ξαφνικά και η πολύ καλή άσφαλτος μας κάνει να οδηγούμε σε πελάγη
ευτυχίας. Πριν μπούμε στη λίμνη και στις καλύβες μας στάση για ακόμη ένα
σημαντικό ορόσημο της Αρμενίας, το Sevanavank. Υπέροχα κτισμένο και σε
ειδυλλιακή τοποθεσία πάνω στη λίμνη το κάνει ακόμη πιο ελκυστικό για επίσκεψη.
[ Το μοναστηριακό συγκρότημα του Sevanavank βρίσκεται σε μια μικρή
χερσόνησο βόρεια της λίμνης Sevan. Πρίν την αλλοίωση της λίμνης το Sevanavank
βρισκόταν σε νησί, επί εποχής Στάλιν μειώσαν το βάθος της λίμνης κ έτσι
σχηματίστηκε η χερσόνησος. Σύμφωνα με μια επιγραφή σε μια από τις εκκλησίες, το
μοναστήρι κτίστηκε το 874 Μ.χ. από την πριγκήπισα Μάριαμ κόρη του βασιλειά
Ashot I, μιας εποχής που η Αρμενία προσπαθούσε να ελευθερωθεί από τον Αραβικό
ζυγό. Επισκέπτες κ ταξιδευτές του 19ου αιώνα έγραψαν πόσο αυστηρό
μοναστήρι ήταν, μόνο αυτοί οι μοναχοί που αμαρτούσαν ερχόντουσαν εδώ κ ζούσαν
χωρίς κρέας, κρασί, νέους κ γυναίκες ].
Οι καλύβες μας 2 χιλιόμετρα πιο κάτω,
μπαίνωντας στην είσοδο του τουριστικού χωριού 2-3 Αρμένιοι εκεί εκτελούν χρέοι
ασφαλείας...ο θέος να του κάνει φύλακες, με υφάκι «όλα γραμμένα στα παλιά μου
παπούτσια», ο ένας μπαίνει σ’ένα Lada και με στυλ Σούμαχερ να οδήγα καθώς εμείς
έπρεπε να τον ακουλουθήσουμε....ως εδώ καλά. Μας παίρνει λοιπόν ο Σούμαχερ στις
2 καλύβες που έχουμε κλείσει. Η τοποθεσία πολύ καλή αλλά ότι αγριόχορτο και
συναφή βλάστηση είχε ύψος 1 μέτρο το λιγότερο, οι εκατομμύρια βάτραχοι που ήταν
παντού είχαν μέγεθος αρκούδας, όσο από έντομα νομίζω θα καταλάβατε τι επικρατεί, σαν ζούγκλα ήταν (όχι του Τριανταφυλόπουλου). Την αράζουμε και σε
λίγο μας φέρνουν την παραγγελιά μου....φουφού, κρέας, πατάτες, ντομάτες,
λαχανικά και ξύλα για κάρβουνα.... απόψε θα κάνουμε καρβουνομαγειρέματα
Κυπριακού στυλ σε Αρμένικο έδαφος. Μέχρι να αρχίσει να σουρουπώνει κάνουμε και
μια εξερεύνηση στο χώρο, μπας και βρούμε άλλα ή νέα είδη του ζωικού βασιλείου,
η στάθμη της λίμνης αρκετά ψηλή και μερικές καλύβες είναι αρκετά σκεπασμένες με
νερό. [ Η λίμνη
Sevan βρίσκεται σε υψόμετρο 1900 μέτρων κ θεωρήται από της ψηλότερες του κόσμου
κ των καυκάσιων χωρών. Η λίμνη είναι ένα από τα πιο τουριστικά θέρετρα της
χώρας κ χιλιάδες κατακλύζουν την λίμνη για θαλάσσια σπόρτ ή απλά για διακοπές.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ένα πλάνο για εξάτμιση του νερού κ να
χρησιμποιηθεί για άρδευση έφερε το αποτέλεσμα να μειωθεί η στάθμη του νερού κ
καταστροφή της χλωρίδας κ πανίδας, αξίζει να σημειωθεί ότι αρχιτέκτονας του
έργου είναι ο ίδιος πολιτικός μηχανικός που κατάστρεψε την λίμνη Αράλη. Έργα
αναοικοδόμησης της ζημιάς έγιναν τις δεκαετίες 70 κ 80 όπου κατάφεραν να
ισοσταθμίσουν την λίμνη κ να αποφύγουν περαιτέρω ζημιά στο οικοσύστημα. Η λίμνη περιτρυγυρίζεται από διάφορες
ιστορικής σημασίας τποθεσίας με τις πιό σημαντικές το μοναστηριακό συγκρότημα Sevanavank κ το κοιμητήριο Noraduz ]. Σε κάποια φάση όλοι πέσανε
ξεροί για ένα σύντομο υπνάκο και εγώ έκατσα στην «χλόη» με ύψος Αμαζονίου να
γράψω τα της ημέρας, το χωριό είχε πολύ λίγους θαμώνες και η σιγή ήταν
παντού... εκτός από τις φωνές των βατράχων/αρκούδων, και απολαμβάνω το όλο
σκηνικό. Σουρουπώνοντας όλοι μας αναλάβαμε έργο, κάποιος ανάβει κάρβουνα, άλλος
τη σαλάτα, άλλος καθαρίζει πατάτες και άλλος περνά το χοιρινό με Αρμένικο
μαρινάρισμα. Είχα και 3 χαλούμια μαζί μου και σίγουρα τα έκανα και αυτά στα κάρβουνα. Βάλαμε τραπέζι και καρέκλες στο μονοπάτι ανάμεσα από τις 2 καλύβες
γιατί άλλος χώρος δεν δινόταν, ωραία βραδιά, ωραίο φαγητό (το κρέας ήταν λίγο
σκληρό αλλά το μαρινάρισμα υπέροχο), τα χαλούμια γίνανε μέλι σε γεύση και
καταναλώνουμε το Γεωργιανό σπιτίσιο κρασί που μας έδωσε η Μαρίνα στο Gori. Μετά
το τέλος του Κυπριακού φαγοποτιού η κούραση μας κτύπησε την πόρτα... δεν νομίζω η ώρα να πέρασε τις 10:30 και ροχαλίζαμε
σαν συναυλία εγχόρδων.
Ακόμη ένα
ηλιόλουστο πρωινό μας καλοδέχεται στα σχετικά βάθη της δυτικής Ασίας. Καλημεριζόμαστε
και φορτώνουμε, Κυριακή σήμερα και η διαδρομή κατά μήκος της λίμνης σε τέλεια
άσφαλτο είναι απολαυστική, ο ήλιος και τα πολύ ήρεμα νερά της λίμνης σε συνδυασμό του άδειου δρόμου ομορφαίνει την μέρα μας. Γυρεύουμε κανένα καφενείο
ή κάτι τελος πάντων να πάρουμε ένα καφέ και να βάλουμε κάτι στον μεγάλο κοιλιακό
μυ, έργο δύσκολο, βρίσκουμε ένα σχετικό μικρό παντοπωλείο, αρπάζουμε κάτι
έτοιμους καφέδες, μπισκότα, κάτι σαν κρουασανάκια και άλλα παρόμοια είδη και
κάνουμε πρόγευμα. Κατευθείαν στο αρχαίο κοιμητήριο Noraduz στο ομώνυμο χωριό
δίπλα από την λίμνη. Παρκάρουμε και μας κοντεύει ένα τύπος ρωτώντας μας εάν
είμαστε Έλληνες, απαντάμε ναι και τότε αρχίζει να μας μιλά Ελληνικά. Το όνομα
του Σαμ, Αρμένιος που γεννήθηκε και μεγάλωσε Ελλάδα, ένα πολύ συμπαθέστατος
άνθρωπος, οδηγός τουριστικού πούλμαν, και πιάνουμε κουβεντούλα. Μας έδωσε και
το τηλέφωνο του σε περίπτωση που χρειαστούμε οτιδήποτε. Η Άντζελα παραπονιέτε
για πόνο στο μηρό της και υποψιάζεται τσίμπημα εντόμου, μπαίνουμε στο
κοιμητήριο με φόντο τα όρη Aragats και παρατηρούμε αυτές τις ταφόπλακες με τις
αρχαίες απεικονήσεις. [ Τα Khachkar ή Αρμένικος
πέτρινος σταυρός είναι μια παράδοση κατασκευής σταυρών k ταφόπλακων σε
κοιμητήρια από τον 9ο αιώνα περίπου μετά από την απελευθέρωση της
χώρας από τούς Άραβες. Οι πέτρινοι αυτοί σταυροί έχουν σχήμα συνήθως ορθογώνιο
μ’ένα σταυρό κ εμπλουτισμένο από σκαλισμένα μοτίβα λουλουδιών (το διακοσμητικό
αυτό είδος λουλουδιών ξεκίνησε από την Μεσοποταμία αλλά χρησιμοποιήθηκε κ από
τους αρχαίους Έλληνες κ Ρωμαίους) ή απεικονήσεις του θεού ήλιου (ένα θεός που
πρωτο-λατρεύτικε απο τους Αιγύπτιους). Και τα δύο αυτά μοτίβα συνοδεύουν τον
Αρμενικό τύπο σταυρού Khachkar και το κοιμητήριο Noraduz πάνω στίς όχθες της
λίμνης Sevan είναι το σημαντικότερο μνημείο τέχνης Khachkar και το μεγαλύτερο που
υπάρχει τις σημερινές μέρες. Είναι κάτω από την UNESCO heritage sites ].
Από το άχαρο
Martuni μπαίνουμε δεξιά προς Yeghegnadzor, η διαδρομή γίνεται πολύ ενδιαφέρων εως
διαδρομή με απίστευτο τοπίο καθώς σκαραφαλώνουμε την μέτρια άσφαλτο. Όσο το
υψόμετρο ανεβαίνει τόσο τοπίο γίνεται πιο μαγευτικό, οδηγούμε σε υψομετρικές
ολοπράσινες πεδιάδες και οι βουνοκορφές συνάμα με το απέραντο πράσινο, τα
Αρμενικά highlands στην καλύτερη ίσως έκδοση τους. Οδηγούμε με αργούς ρυθμούς
για απόλαυση αυτών που βλέπαμε, στάση δίπλα από οικισμό στην μέση του πουθενά
αλλά με τοπίο απλά απίθανο. Περίπου 5-6 σπιτάκια κτισμένα με πέτρα και τσίγγενη
οροφή με μια βρύση στη μέση και λίγα ζώα να βόσκουν παραπέρα έδινε εμάς τους
«Ευρωπαίους», ξέρω – τα τελευταία γράμματα πρέπει να πάρω, μια καθαρή άψογη
εικόνα της ζωής των ντόπιων στην ύπαιθρο. Στο τσακ μερικά παιδάκια έρχονται
τρέχωντας σ’εμάς χαιρετώντας, και εμείς τα καλοσωρίζουμε εγκάρδια και όσα
μπισκότα, σοκολάτες κλπ είχαμε πάνω μας τους τα δώσαμε..... ρε παιδιά, άνοιξε η
καρδιά μου φύλλο φύλλο βλέπωντας τα πόση χαρά έκαναν κρατώντας όλα αυτά τα
γλυκά στα χέρια τους.... να τα λυπηθώ ή να με λυπηθώ που εγώ δεν έχω την απλοϊκή και ίσως πιο αληθινή ζωή που κάνουν αυτά. Είναι ένα ερώτημα που πάντα
κάνω όταν βρίσκομαι σε παρόμοια απόμερα μέρη βλέποντας την καθαρά απλότητα της
υπαίθρου χωρίς ηλίθιες μεγαλομανίες, μίσοι, ίντρικες και άλλα κουφά των δικών
μας «πολιτισμένων» καταστάσεων. Με αυτό το ερώτημα που πότε δεν θα γνωρίζω και
πάνω από 2000 μέτρα συνεχίζουμε την πανέμορφη διαδρομή, φτάνουμε στο πέρασμα
Vardenyats και στο γνωστό αρχαίο πανδοχείο του Orbelian με άπλετη μαγευτική θέα
της άλλης πλευράς του βουνού καθώς αρχίσαμε την κατάβαση μας. Τα υψόμετρο
κατεβαίνει αλλά η θερμοκρασία το αντίθετο, στο Yeghegnadzor εκεί στην
διασταύρωση για δεξιά σταματάμε για τσίμπημα σ’ένα εστιατόριο αμφίροπης
υγειινής και ποιότητας. Μας παίρνουν κάτω στον «κήπο» σε κάτι καλύβες, σαν
prive καταστάσεις, και παραγγέλουμε με την βοήθεια του βιβλιάριου του τουρ.
Νόστιμο το φαγητό τελικά και με αρκετά υγρά προσπαθούμε να σκοτώσουμε την
σχεδόν αφόρητη ζέστη. Τελειώσαμε και με μαύρη καρδιά και ισχνές κίνησης κάνουμε
να φύγουμε και να φορέσουμε σακκάκια και λοιπά μοτοσυκλετιστικά είδη. Ο δρόμος
χειροτερεύει σε ποιότητα και τα τοπία σχετικά άχαρα καθώς διασχίζουμε βουνά και
φαράγγια...όσο για την ζέστη, μας πήρε κόκκινα. Και καθώς οδηγούσαμε στο άχαρο
περίπου τοπίο και κατηφορίζωντας ένα από τα πολλά βουνά....να’σου μπροτά μας να
ξεπροβάλει το Αραράτ.... μια ανατριχιλά διαπέρασε το κορμί μου βλέποντας το να
φαντάζει τόσο θεικά μπροστά μας. Κείτεται μόνο του στις πεδιάδες και η οντότητα
του απλά μαγεύει καθώς η κορυφή του χιονισμένη σ’ένα καλοκαιρινό δειλινό.
Επίσκεψη στο Kvor Virap, ακολουθώ τις οδηγίες του GPS και ο δρόμος γίνεται
άγριος χωματόδρομος, δεν πάει μέσα σ’αυτήν τη ζέστη να τρώμε και τόση σκόνη και
βγαίνω της διαδρομής. Με λίγο ψιλομπέρδεμα με τους δρόμους φτάνουμε στο
σημαντικό αυτό μοναστήρι της ορθόδοξης Αρμενίας. Η ζέστη συνεχίζει αφόρητη, η
Άντζελα να πονάει και να μην μπορεί να περπατήσει κανονικά και με χίλια ζόρια
εγώ και ο Δημήτρης ανεβαίνουμε τον ανηφορικό ποδαρόδρομο για μοναστήρι. Το
Αραράτ ακριβώς δίπλα του μοναστηριού συνεχίζει να δίνει μια απίθανη θέα και δεν
σταματάω να το παρατηρώ σαν χαζός, κατάφερα να πάρω και λίγες φωτογραφίες, ένα
θα πω – το όρος Αραράτ έχει μια μαγεία που δεν μπόρεσα να βρω από που πηγάζει.
[ Το αποστολικό Αρμενικό μοναστήρι του Khor Virap βρίσκεται στην
κοιλάδα του όρους Αραράτ πολύ κοντά στα τούρκικα σύνορα. Το παρεκλήσι κτίστηκε
το 620 μχ προς τιμήν του Αγ. Γρηγορίου του Φωτιστή, ενός ακόλουθου του βασιλειά
Τιριδάτης που δίδασκε τον χριστιανισμό κάτι που ενοχλούσε τον παγανιστή
βασιλειά όπου τελικά τον βασάνισε και τον σκότωσε. Το παρεκλήσι κτίστηκε από
τον βασιλειά Nerses σαν σημείο σεβασμού προς τον Αγ. Γρηγόριο. Το τελικό στάδιο
του χώρου έγινε το 1662 όπου μια μεγαλύτερη εκκλησιά κτίστηκε όπως το μοναστήρι
και κελιά μοναχών. Το Khor Virap είναι από τους πιο σημαντικούς θρησκευτικούς
χώρους της Αρμενίας με χιλιάδες επισκέπτες.
Ο Γρηγόριος τότε επι καιρό βασιλείας Τριριδάτη είναι από τουε πρώτους
που δίδασκαν τον Χριστιανισμό, κατάφερε
και μετάτρεψε τον παγανιστή του βασιλειά σε χριστιανό όπως και ο Χριστιανισμός
να γίνει η επίσημη θηρησκεία της Αρμενιάς. Εδώ είναι κ σημείο που οι Αρμένιοι
ισχυρίζονται ότι είναι η πρώτη χώρα στο κόσμο που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό ]. Δεν έχω πολλές
δυνάμεις και κάνω ένα γρήγορο μάτι στον χώρο, για να είμαι ειλικρινής έχουμε
δεί σ’όλη την διάρκεια του τουρ πολύ πιο εντυπωσιακά μοναστήρια (βλέπε Sanahim)
και κατεβαίνωντας για να ξεδιψάσω λιγάκι αρπάζω 2 παγωτά και 1 μπουκάλι νερό,
αυτό επάνω στη μηχανή έγινε τσάι. Ξεκινούμε για επόμενη επίσκεψη στο μοναδικό
Ελληνιστικό ναό του Garni πριν καταλήξουμε Γερεβάν. Ο δρόμος γίνεται
αυτοκινητόδρομος αλλά στην κυκλοφορία δίνεται η αριστερή πλευρά, το GPS μου
φωνάζει να στρίψω δεξιά για Garni αλλά ο δρόμος κομμένος για οδικά έργα. Με
αυτό το σενάριο φτάσαμε Γερεβάν, για να πάμε Garni έπρεπε να καλύψουμε ακόμα 60
χλμ μέσα στην ντάλα και με την Άντζελα να πονάει περισσότερο... το ακυρώσαμε
τελικά. Φτάσαμε Γερεβάν γύρω στις 4 απογευματινή κουρασμένοι από την αβάσταχτη ζέστη,
η κοπέλα στο ρεσεψιόν μας ενημερώνει ότι καύσωνας επικρατεί στην χώρα....
ναι???? Απαντάμε εμείς μ’ένα στόμα μια φωνή και με δόση καλοπροαίρετης ειρωνείας.
Η αυριανή μέρα
έλεγε ένα γύρο των 80 χλμ για να δούμε αξιοθέατα γύρω από το Γερεβάν αλλά όπως
βλέπω τους συνταξιδιώτες μου και την δική μου κούραση συνάμα με την τρελή ζέστη
έριξα την ιδέα για το αύριο να μετατραπεί σε μέρα ξεκούρασης και χαλάρωσης...
μ’ένα στόμα μια φωνή όλοι πάλι συμφωνήσαμε στο νέο σενάριο. Το βραδάκι βρίσκει
εμένα και τον Δημήτρη, η Άντζελα λόγω πόνου έμεινε δωμάτιο και φυσικά ο Σάββας
μαζί της, και περπατούμε σε παραπλήσιο δρόμο από το ξενοδοχείο για ανεύρεση
τροφής. Βλέπουμε ένα εστιατόριο με ξύλινο περίβλημα και μπαίνουμε με την προϋπόθεση ότι ήταν παραδοσιακό με ντόπιο φαγητό. Τελικά δεν ήταν παραδοσιακό αλλά κάτσαμε, είπαμε στην σερβιτόρα μπύρες και το μενού, οι μπύρες έρχονται
αλλά το μενού τίποτα. Μετά από 15 λεπτά περίπου πάω στο ταμείο κα ζητώ μενού
και τότε είχαν την ευγενή άμιλλα να με πληροφορήσουν ότι ΔΕΝ είχαν....μιλάω
στον εαυτό μου και λέω να μη θυμώσω, με χίλια δυό μύρια προβλήματα κάνω
παραγγελιά. Η αναμονή και ο εκνευρισμός άξιζε τελικά με το πεντανόστιμο φαγητό
διαφόρων κρεάτων και ντόπιας σαλάτας.... βέβαια οι τηγανητές πατάτες ήρθαν μετά
που τελειώσαμε την κρεατοφαγεία. Έρχεται ο λογαριασμός και παθαίνω εγκεφαλικό,
μας χρεώσαν 16 ευρώ έκαστος.... πληρώνουμε σαν ηλίθια και φεύγουμε για νανάκια
αφού μας γδύσανε κανονικά.
Στο πρόγευμα επόμενο
πρωί ο Σάββας μας λέει ότι το τσίμπημα έγινε τελικά ένα μεγάλο καρούμπαλο και
με συνοδεία αρκετού πόνου. Πριν όμως ψάξουμε γιατρό έπρεπε να αλλάξουμε την
βαλβίδα του ελαστικού του Varadero που ανακαλύψαμε στην λίμνη Sevan, σε μια
μικρή επιτόπια συντήρηση όλων των μηχανών, ότι ήταν μισοκομμένη, το GPS μας
έστειλε στην αντιπροσωπεία της Χόντα με την ελπίδα ότι φτιάχνουν μηχανές, τελικά
όχι. Το GPS μας δείχνει συνεργείο πιο κάτω και πάμε, οι άνθρωποι παρόλο που δεν
είχαν ιδέα για μηχανές και με την βοήθεια όλων μας την αλλάξαμε και ούτε ήθελαν
χρήματα... τους αμολήσαμε εκεί 3000 lari. Τηλεφωνούμε στον Σαμ, καθώς ήταν εν
ώρα υπηρεσίας τηλεφώνησε σε δερματολόγο και ταξί με οδηγίες για τον γιατρό. Εγώ
και ο Δημήτρης περιφερόμαστε στην πόλη, στο κέντρο βασικά, σταματάμε σε μια
πλατεία όπου είναι και το εθνικό θέατρο με αρκετά cafe γύρω γύρω. Παρκάρουμε τα
κορμιά μας και παγωμένο καφέ διατάζουμε καθώς επικρατεί μια απόλυτη ηρεμία και
ησυχία χωρίς κόρνες αυτοκινήτων και άλλα είδη θορύβων.... συγκριτικά είναι πιο
όμορφο, ήρεμο, καθαρό το Γερεβάν από Τιφλίδα. Μετά τον καφέ ένα παγωτό
συνοδευμένο με φρούτα ήταν η απόλυτη ικανοποίηση της γευστικής μου ορέξεως.
Καθόμαστε εκεί και πραγματικά απολαύανουμε την ξεκούραση μας μέσα στο απόλυτη
ηρεμία του χώρου. [ Το Γερεβάν είναι από τις παλαιότερες
συνεχούς κατοικίσιμες πόλεις στον κόσμο και η ιστορία ξεκινά από τον 8ο
αιώνα Π.χ. όταν ο βασιλειάς Argisthi έκτισε ένα οχυρό στο χώρο της πόλης. Το
όνομα της το πήρε, ο μύθος λέει, από τον βασιλειά Yervard. Άλλες θρησκευτικές
εικασίες λένε ότι το όνομα της το πήρε από μια αναφώνηση του Νώε στα Αρμένικα
μετά που η κιβωτός του έφτασε το Αραράτ. Το Γερεβάν έχει υψόμετρο γύρω στα
800-900 μέτρα και κείτετε στην πεδιάδα του Αραράτ στον ποταμό Hradzan. Ιστορικά
τώρα, το Γερεβάν πριν τον 7ο αιώνα Μ.χ. ήταν κάτω από ηγεμονίες τις
περιοχής και οχυρά συνεχώς κτίζονταν για να αποτρέψουν επιδρομές από Καυκάσιες
φυλές. Μετά τον 7ο αιώνα το Γερεβάν όπως και η λοιπή Αρμενία ήταν
λάφυρο των Αράβων, Οθωμανών και Περσών μέχρι τον 19ο αιώνα όπου η
Ρωσσία ανάλαβε την ηγεμονία της πόλη μετά από νίκη εναντίον των Περσών ]
Και τώρα
έρχεται το απόλυτο κουφό... πληρώνοντας και λέγωντας στο γκαρσόνι ότι όλα είναι
πολύ ωραία, μας λέει ότι δεν μας χρέωσε ΕΙΣΟΔΟ,
εγώ προσπαθώντας να το κάνω λιανό ρωτάω τι είσοδο και απαντάει ότι
όποιος καθίσει στο cafe χρεώνεται με είσοδο και στην δική μας περίπτωση 7 ευρώ.
Ρε παιδιά, μα που είμαι, Νέα Υόρκη / Παρίσι ή κάπου τόσο εξωτικά που και ακόμα
εκεί είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν χρεώνουν είσοδο σε cafe....άκουσον άκουσον
εις τα Αρμενικά σαλόνια για να μην πω αλώνια. Φεύγουμε ζαλισμένοι απ’αυτά που
ακούσαμε και κάνουμε μια περιδιάβαση στην ήρεμη και κάλμα πόλη του Γερεβάν. Στο
ξενοδοχείο βρίσκουμε και τα παιδιά που επέστρεψαν από το νοσοκομείο, μιας
βαριάς μόλυνση από έντομο ήταν και η Άντζελα είναι κάτω από δυνατή φαρμακευτική
αγωγή. Λόγω του φίλου Σαμ όλα γίνανε εύκολα και οργανωμένα, κόστος όλα μαζί
γύρω στα 35 ευρώ μόνο.... σκεφτήκατε τι ταλαιπωρία θα τραβούσαμε εάν
προσπαθούσαμε να τα κάνουμε όλα αυτά από μόνοι μας σε μια χώρα που σπάνια
κανείς μιλά αγγλικά???..
Αργά το
απόγευμα μας βρίσκει στην γύρα για να βρούμε το ξακουστό εστιατόριο «Καύκασος»
με έρευνες που έκανε ο Δημήτρης. Κατεβαίνουνε στο ημι-υπόγειο που βρίσκεται το εστιατόριο, πολύ φτιαγμένο με παραδοσιακό ντεκόρ και καθόμαστε δίπλα από τον
πιανίστα...δεν ήταν high ο χώρος καθόλου. Δεν πέρασαν μερικά λεπτά και ο
πιανίστας μας ρωτάει εάν είμαστε Έλληνες, στην θετική μας απάντηση αλλάζει
αμέσως ρεπερτόριο και μας παίζει στο πιάνο το κλασσικό «Γιε μου» του Κόκοτα και
συνεχίζει με πολλά άλλα καθώς εμείς κρατάμε ίσο. Δυσκολευόματε να παραγγείλουμε
γιατί όλα φαινόντουσαν απίθανα...όσο από τιμές πολύ λογικές για Αρμενία, 4-5
ευρώ το πιάτο. Από γεύση.... απλά απίθανα όλα ήτανε, το ήξερα ότι η Αρμένικη
γαστρονομία έχει ψηλά επίπεδα αλλά εδώ το επιβεβαίωσα/με. Νανάκια μ’ένα μεγάλο
κοιλιακό μυ πολύ ευτυχισμένο.
Ημέρα
αναχώρησης από Αρμενία και ξανά Γεωργία, το πρωινό ήταν αργά και έτσι
παραγγείλαμε από προηγούμενο βράδυ σάντουιτς για το δρόμο. Η πόλη ακόμα
κοιμάται και η πρωινή καταχνία ακόμη αιωρήται στην ατμόσφαιρα όταν εμείς οδεύουμε
για σύνορα. Το τοπίο άχαρο στην αρχή αλλά καθώς τα χιλιόμετρα κυλούσαν το τοπίο
φορούσε τα καλά του, το υψόμετρο ανέβαινε και αυτό. Το κρύο και ο αέρας που
φυσούσε μανιασμένα σ΄ένα υψόμετρα πέραν των 1500 μέτρων μας αναγκάζει για
στάση, κλείνουν αεραγωγοί – φοράμε μαντήλια χειμερινά – fleece – ανάβουν οι
θερμαινώμενες χειρολαβές – κουμπωνώμαστε στο έπακρο και συνεχίζουμε σε άνυδρες
και ολοπράσινες υψομετρικές πεδιάδες μέσα σε πολύ μέτριο οδικό δίκτυο του Μ1
ανάμεσα σε άχαρα χωριά και πόλεις. Και εκεί στη μέση του απόλυτα πουθενά με το
κρύο να μας βαράει, καλοδεχούμενο βέβαια, φτάνουμε σύνορα. Εύκολες διαδικασίες
και λιγοστό χρόνο παρόλο που τα μούτρα των Αρμένιων φρουρών αφιλόξενα μπαίνουμε
Γεωργία με 2 καραβάνια Ιταλών. Τα τοπίο συνεχίζει το ίδιο κρατώντας χέρι χέρι
το οδικό δύκτιο καθώς διανύουμε τα χιλιόμετρα στο ίδιο ακριβώς μοτίβο με μόνη
εξαίρεση το υψόμετρο να χαμηλώνει. Δοκιμάζουμε στην πόλη Akhalkalaki για στάση
δόσης καφείνης και εκγύμνασης των άνω γνάθων με τα σάντουιτς που είχαμε μαζί
μας αλλά δεν δινόταν, πολύ άχαρη και με τίποτα να προσφέρει και αποφασίζουμε να
κάνουμε στάση μετά την πόλη στην διαδρομή μας, όπως και έγινε, σταματάμε σ’ένα
ξέφωτο δίπλα από ένα μικρό δάσος και δίπλα ένα ποταμάκι να τρέχει και
κολατσίζουμε. Μετά την στάση συνεχίζουμε για Akhaltsikhe, ο ποταμός Mtkvari σαν
σκιά μας και η διαδρομή γίνεται απίθανη. Σε χαμηλό πλέον υψόμετρο και σε
καλοκαιρινό μοτιβό και ντύσιμο σε μια πολύ καλή άσφαλτο οδηγάμε ανάμεσα στο
πανέμορφο τοπίο, οι κινητήρες μας κυλάνε σε ταχύτητες των 80 χλμ/ώρα και τα
μάτια μας παρατηρούν την κάθε εναλλαγή του ειδυλλιακού τοπίου, και εκεί στο
πουθενά ξεπετάγετε το κάστρο Khertvisi σαν από μηχανής θεός μέσα στο είδη
μαγευτικό τοπίο φαντάζoντας σαν κάστρο του Walt Disney... τι άλλο να δουν τα
μάτια μου σήμερα. Όλο αυτό το σκηνικό μέχρι το Akhaltsikhe μας είχε ξετρελάνει.
Σε μια στάση λίγο πριν το Akhaltsikhe σ’ένα μικρό περίπτερο δίπλα απ’τον δρόμο
σχολιάζουμε πόσο υπέροχη διαδρομή, πόσο λατρέψαμε το τοπίο και η πολύ καλή
άσφαλτος που έπαιξε σημαντικό ρόλο.... λέτε να το γρουσουζεύουμε????
Η διαδρομή
συνεχίζει παράλληλα με τα τουρκικά σύνορα (σύνορα Ποσόφ) και τα βουνά του
μικρού Καύκασου με ανάμικτα τοπία. Και έκει που ήμασταν τρις-ευτυχισμένοι με
όλα... ένας χωματόδρομος μας καλωσορίζει. Αρχίζουμε την εντουράδα σε μια δασική
όμορφη διαδρομή καθώς πάλι το υψόμετρο να ανεβαίνει και σε 2-3 χιλιόμετρα οι
συνταξιδιώτες μου με σταματάνε. Μου λένε ότι πρέπει να κάνω λάθος διαδρομή, δεν
γίνεται να είναι αυτός ο πολύ κακοτράχαλος δρόμος που ο χάρτης και το GPS να
τον δίνουν κύρια οδική αρτηρία. Τους λέω αυτός είναι ο δρόμος, δεν υπάρχει
άλλος.... ένα αυτοκίνητο έρχεται και το σταματάμε, μας επιβεβαιώνει ότι σωστά
πάμε για Batumi και έαν δοκιμάσουμε άλλη παράκαμψη τότε τα χιλιόμετρα μας θα
γίνουν αρκετές εκατοντάδες. Η βουνίσια χωμάτινη εντουράδα μας γίνετε ανάμεσα σε
πανέμορφη πυκνή δασική διαδρομή καθώς περνάμε τρύπες, φυτευτές πέτρες,
κρατήρες, καρούμπαλα και μικρά ποταμάκια να διασχίζουν το πέρας μας. Περάσαμε
τα 2000 μέτρα στο ίδιο σκηνικό, πολύ μικρά χωριά στο διάβα μας με ορατή την
καθαρά γεωργική ζωή των λιγοστών κατοίκων και με τα παιδάκια να μας χαιρετούν
ζωντανά και να μας φωνάζουν λέξεις σε Γεωργιανή φυσικά έκδοση. Είναι η ίδια
κατάσταση που έχουμε δει στην επαρχία γενικά των 2 χωρών μέχρι τώρα,
απομωνομένα χωριά με λιγοστούς κατοίκους με πολύ βασικές εγκαταστάσεις σε μια
καθαρά γεωργική ζωή αλλά αυτοί εδώ έχουν μαζί τους ένα υπέροχο βουνίσιο τοπίο με
απέραντη θέα. Φυσιολογικά κάνουμε σκέψεις ότι με τέτοιο άσχημο/ανύπαρκτο οδικό
δίκτυο και σε τέτοιο υψόμετρο, τον χειμώνα θα είναι αποκομμένοι παντελώς. Παρόλι
την ταλαιπωρία που τραβάμε το τοπίο μας ξεπληρώνει απόλυτα, σε στάσεις για φώτο
και χάζεμα τα γελαστά σχόλια «αύριο φτάνουμε όπως πάμε / θα κάνουμε βραδινή
εντουράδα» κ.α. δεν μας ενοχλούν γιατί εδώ πάνω είναι απλά πανέμορφα. Οι
μοναδικοί άνθρωποι και οχήματα που είδαμε είναι ντόπιοι, κανείς άλλος....να βάλω και το βλάκας δίπλα στο «κανείς άλλος»??? Όχι ρε παιδιά, είναι από τις
ομορφότερες διαδρομές που κάναμε και επίσης είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε και
πάλι τους ντόπιους και τις συνθήκες ζωής
τους.... δηλάδή κάναμε ακόμη ένα μάθημα ζωής σ’αυτό το ταξίδι εδώ χαμένοι στα
Καυκάσια τοπία. [ Ο Καύκασος κρατάει μια
απόσταση 1100 χλμ, από το Sochi μέχρι ανατολικά το Baku και με τον μικρότερο
Καύκασο στα νότια της Γεωργίας ή βουνά Meskheti. Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο
Καύκασος και στον δρόμο του Μεταξιού (βόρεια οδός) όπως και στο πέρασμα του Μ.
Αλέξανδρου για ανατολή. Ο Μ. Αλέξανδρος έκτισε σ’ένα πέρασμα οχυρά, νότια
Κασπία θάλασσα σε Περσικό έδαφος, και το σημείο ονομάζεται μεταξύ άλλων «το
τοίχος του Μ. Αλεξάνδρου». Το ψηλότερο σημείο του Καυκάσου είναι στα 5641 μέτρα
και βρίσκεται σε Ρωσσικό έδαφος. Ο Στράβωνας έγραψε για τον Καύκασο στα
Γεωγραφικά συγγράματα του, ο Καύκασος έπαιξε και σημαντικό ρόλο σε στρατηγικής
σημασίας περάσματα από αρχαιοτάτων χρόνων, βλέπε επαρχία Kakheti, Osetia. Όσο
από καιρικά σημεία, ο Καύκασος κατέχει αρκετή βροχώπτωση ετήσια και τα χίονια
φτάνουν γύρω στα 5 μέτρα και κάποτε φτάνει σε μερικές περιοχές και τα 7 μέτρα
ενώ ο μικρός Καύκασος λόγω έλλειψης υγρασίας από Μαύρη θάλλασα οι βροχωπτώσεις
και χίονια είναι έχουν κατά πολύ μικρότερους αριθμούς
].
Αρχίσαμε να
κατηφορίζουμε ανάμεσα πάλι σε πανέμορφα τοπία αλλά ίχνος από άσφαλτο, τελικά
μετά από καμιά 50 χλμ είδαμε το άγιο φως.... άσφλατοοοοοοος ρε παιδιά,
βαρεθήκαμε το χοροπήδημα και τις εντουράδες, μας κούρασε. Ακόμα και η ασφάλτινη
διαδρομή είχε από τέλια άσφαλτο μέχρι άσχημη αλλά ακόμα το τοπίο κρατάει
πανέμορφο ανάμεσα στις στενές ολοπράσινες γεμάτες δάση πεδιάδες. Το GPS μας
λέει ότι κοντέυουμε αλλά ακόμα να δούμε Μαύρη θάλασσα, τελικά εκεί που μας
έδειξε καμιά 20 χλμ για Batumi είμασταν αρκετά χαμηλά, μπαίνουμε στην κίνηση
της πόλης με το σύνηθες μπαχαλοειδές αυτοκινητοκορναροσαματοειδές κατάσταση,
ξεμπερδεύουμε σχετικά νωρίς, τα δωμάτια που κλείσαμε σε μικρό οικογενιακό
πανσιόν λίγο έξω από την πόλη. Το σπίτι σ’ένα λόφο βαλμένο με θέα την Μαύρη
θάλασσα, το απόγευμα είχε μπει για τα καλά και οι εικόνες τύπου Σαντορίνης. Με
πολλή εγκάρδια μας δέχονται στον ξενώνα τους οι οικοδεσπότες, την αράζουμε στην
αυλή με καφέ Αράβικο/Τούρκικο και προσπαθούμε να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας
από που ξεκινήσαμε, από πόσα μύρια ειδών διαδρομές και εικόνες περάσαμε και
είδαμε ώστε να μπουν σ’ένα καλά τακτοποιήμενο εγκεφαλικό άλμπουμ. Η νύκτα μπήκε
για τα καλά και οι οικοδεσπότες μας, μια πολυμελής οικογένεια που είχε παππού,
γιαγιά, κόρη, εγγόνια αλλά τους υπόλοιπους δεν καταφέραμε να τους δώσουμε
τίτλο, μας ετοιμάζουν δείπνο στην λιτή τραπεζαρία που είχαν.
Στο κρεββάτι
είχαμε μπει νωρίς, κουβαλάγαμε αρκετά χιλιόμετρα σ’όλα τα κόκκαλα μας αλλά το
κρεββάτι στραβό ήταν, σπασμένο ήταν, έλειπαν ελατήρια, ήταν τρυπημένο... ότι
και να είχε απ’όλα αυτά κοιμηθήκαμε σαν αγγελούδια. Και καθώς προσπαθούσα να
μεταβώ από ξύπνιος σε κοιμησμένος είχα αντιληφθεί ότι βασικά το ταξίδι
τέλειωσε, αύριο μπαίνουμε Τουρκία για γυρισμό, οι χώρες του ταξιδιού
τέλειωσαν.... μέχρι να το ψάξω πιο βαθεία είχα αρχίσει την συγκομιδή ξύλων.
Το πρωινό
είναι έτοιμο στις 7:30 με μαύρα σύννεφα στον ορίζοντα να μας αναμένουν,
είμασταν τυχεροί μέχρι τώρα, εκτός από το μικρό ντους μετά το Telavi, σταγόνα
δεν είδαμε. Αποχαιρετούμε εγκάρδια με την πολύ καλή φιλοξενία των οικοδεσποτών και φεύγουμε για σύνορα. Πριν φτάσουμε η μπόρα ξεκίνησε, όχι σε μεγάλα επίπεδα
αλλά σταματάμε για αδιάβροχα. Περνάμε Τουρκία μετά βροχής και βουρ για
Τραπεζούντα στον ίδιο παραλιακό δρόμο που είχαμε πάρει για να φτάσουμε Γεωργία.
Ο ουρανός γεμάτος σύννεφα καθώς προσπαθούμε να καλύψουμε γρήγορα την απόσταση
μέχρι Τραπεζούντα. Στρίβουμε αριστερά για δρόμο παναγιάς Σουμελά και η ανάβαση
σε βουνίσιες διαδρομές με άψογη άσφαλτο και πλατύ δρόμο μας κάνει τη ζωή
εύκολη....εκτός από το κρύο. Διασχίζουμε βουνά, πεδιάδες, λόφους, λίμνες,
χαράδρες της κεντρικής Τουρκίας μέχρι να
φτάσουμε στο Elazig. Τα τοπία καθόλου άχρωμα, καθόλου ανιαρά και δεν μας
κουράζουν αφού τα ματάκια μας είναι χαρούμενα. Αρκετές μικρές λίμνες και μια
μεγάλη λίγο πριν την πόλη Elazig, εδώ
ξεκινά και ο Ευφράτης ποταμός, άχαρη πόλη όπως αναμέναμε και ανηφορίζουμε λίγο
έξω από την πόλη για Harpun και τον ξενώνα. To Harpun είναι ένα μικρό χωριό
πάνω σ’ένα λόφο με άπλετη θέα της περιοχής, σαν ένα τουριστικό χωριό. Ο ξενώνας
μας καθαρά παραδοσιακός και απίθανος. Ο νεαρός Τούρκος που το διαχειρίζεται με
απίστευτη φιλοξενία και ασταμάτητο χαμόλεγο. Τακτοποιούμαστε, μπανάκι και ο
νεαρός Τούρκος μας παίρνει με τα πόδια λίγο πιο κάτω σ’ένα μεγάλο τούρκικο
εστιατόριο και λέει στον εστιάτορα/ιδιοκτήτη να μας περιποιηθεί όσο καλύτερα
γίνεται....αυτό καταλάβαμε βέβαια γιατί εάν ήταν το αντίθετο θα το είχαμε
καταλάβει. Ως συνήθως την παθαίνουμε με τις ξανθιές...μπύρες είπαμε, ξενέρωτα με
νερό και αναψυκτικό σβήνουμε την δίψα μας όσο γίνεται.
Ημέρα
επιστροφής, θα πάρουμε το «κρουαζιερόπλοιο» από το Tasucu για Κερύνεια. Στις 7
στο πόδι και πάμε να παραλάβουμε τα σάντουιτς μας αφού το πρόγευμα είναι στις
8.... ο νεαρός Τούρκος με το όνομα Adi είχε ένα στρωμένο τραπέζι για εμάς και
με συνοδεία Ελληνικής μουσικής.... Βανδή και τέτοια αλλά η φιλοξενία του μας
σκότωσε. Με εγκάρδιο τρόπο τον αποχαιρετούμε και πρόσω ολοταχώς για κατανάλωση
χιλιόμετρων. Το Vardero από χτες με προβλήματα της τρόμπας βενζίνης και συχνά
σβησίματα μας αναγκάζει να ακυρώσουμε Καππαδοκία, δεν σηκώνει εκπλήξεις η μέρα
επιστροφής. Με ζέστη και σχεδόν άψογο οδικό δίκτυο κατεβαίνουνε νότια. Σε 500
χλμ μετά βλέπουμε Μεσόγειο, η αντάμωση περίεργη, μόλις χτές βλέπαμε Μαύρη
θάλασσα στα βόρεια και τώρα είμαστε νότια μετά από καμια 800 χλμ, γνώριμες
εικόνες οι Μεσογειακές και ένα συναίσθημα ανακούφισης συνδυασμένο με χαρά /
ικανοποίηση / ευτυχία. Παρατηρώ τα χιλιόμετρα GPS να λιγοστεύουν, οι οδηγικοί
ρυθμοί πέφτουν καθώς είμαστε πλέον πολύ κοντά στο Tasucu που εναπόκειται τέλος
του Αργοναυτικού τουρ. Τα συναισθήματα φυσιολογικά άρχισαν να βγαίνουν, σκέψεις πολεμάνε το μυαλό μου.... δεν ξέρω τι θέλω, να χαρώ που τελειώνει τουρ ή να
λυπηθώ γιατί δεν έχω ακόμα 1000 χλμ να διανύσω. Το θετικό είναι ότι όλα σχεδόν
όπως ήταν βαλμένα στο πρόγραμμα με εξαιρέσεις αυτά τα λίγα που αφήσαμε πίσω
λόγω τεχνικών δυσκολιών και κούρασης, έγιναν και μας δώθηκε η ευκαιρία να
γνωρίσουμε βαθιά τις Καυκάσιες αυτές χώρες.
Με αυτές τις
σκέψεις μπαίνουμε απόγευμα στο Tasucu και αμέσως στο μικρό γραφικό λιμανάκι για
αναμονή αναχώρησης. Αραχτοί όλοι κάτω από μια ομπρέλα και γύρω από ένα μεγάλο
τραπέζι πίνωντας ότι βρίσκουμε παγωμένο λόγω ζέστης, οι κουβέντες για το όλο
ταξίδι, τα μέρη που είδαμε και αυτά που δεν είδαμε, αυτά που ζήσαμε και αυτά
που χάσαμε....κυριαρχούσαν. Χαράματα επόμενης μέρας βλέπαμε τα βουνά της
Κερύνειας να μας καλωσορίζουν σ’ένα ζεστό χρωματιστό πρωινό, είμαστε πίσω στην
πατρίδα μας μετά από αρκετά χιλιόμετρα σε ξένα εδάφη. Ο επίλογος του τουρ τελειώνει όταν περνάμε τα «σύνορα» της ίδιας μας πατρίδας, τα σύνορα ντροπής,
τα σύνορα μιας κατοχής που συνεχίζει να πλήττει τα σπλάχνα του Ελληνισμού....
!!!!. Εδώ το Varadero σταμάτησε να δουλεύει και το Africa το ρυμουλκεί για τα
τελευταία 5 χλμ μέχρι να περάσουμε τα σύνορα της ντροπής.
Δεν είδαμε τον
Ιάσονα στο τουρ σε Γεωργία και Αρμενία διαμέσου Τουρκίας που είχε απόσταση 5550
χλμ, σίγουρα παρά τις αντίξοες συνθήκες που περάσαμε σε κάποιες περιπτώσεις και
όλα τ’άλλα σχετικά ήμασταν απόλυτα χαρούμενοι και ικανοποιημένοι. Τίποτα κακό
σ’εμάς ή στις μηχανές μας συνέβηκε και μην ξεχνάτε ότι αυτό είναι από τα πιο
σημαντικά δεδομένα ενός ταξιδιού....να πάνε όλα καλά χωρίς προβλήματα και να
επιστρέψουμε με γνώσεις και εμπειρίες. Μάθαμε αρκετά, αυτό είναι γεγονός,
μαθήματα ζωής πήραμε πολλά από τις επαρχίες των 2 χωρών, οι ντόπιοι και η ζωή
τους μας δίδαξαν ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο του τόμου «Ζωή». Αξέχαστα θα μείνουν
ότι είδαμε σε τοπίο, αυτά τα Καυκάσια όρη παρέχουν μια απίστευτη ομορφιά και
κυρίως άσπιλη χωρίς ο πολιτισμός και ασυδοσία της σημερινής εποχής να της
αφήσει σημάδια. Το να οδηγάμε ανάμεσα σε τέτοια φύση με τον πολιτισμό ξεχασμένο,
τα παιδάκια παντού να μας χαμογελάνε και να μας χαιρετάνε, μνημεία, ορόσημα και
τόσα άλλα που ζήσαμε...θεωρώ απόλυτα ότι πετύχαμε τον σκοπό μας....ένας σκοπός
που το τουρ αυτό ήθελε εξ’αρχής να δώσει....την Γνωριμία με τους Καυκάσιους Πολιτισμούς και την Πανέμορφη Φύση που
την Απαρτίζει...!!!!!
Σάββας
Πίτσιλος – Άντζελα Κυριάκου Varadero
Δημήτρης
Λαμπράκης AfricaTwin
Αχιλλέας
Ασκώτης R1150GS
Ιούνιος
2014
0 σχόλια: