ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΑΧΑΡΑΣ
του Κωνσταντίνου Μητσάκη
Από
το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, στην μυθική όαση Σίβα του
Άμμωνα Δία και στην Λιβυή. Ακολουθώντας πιστά την πορεία του Μακεδόνα
στρατηλάτη, ταξίδεψα από τις ακτές της Μεσογείου ως την καρδιά της Σαχάρας και
από εκεί έφτασα κατόπιν στην Τρίπολη του αείμνηστου Καντάφι.
Στην Αίγυπτο αποβιβάστηκα την 11η
μέρα του ταξιδιού, έχοντας καταγράψει
στο κοντέρ της ΚΤΜ 2.460
χλμ. από την Ελλάδα. Στο τελωνείο της Νουβέιμπα
χρειάστηκε να παλέψω περίπου 4 ώρες με
το τέρας της αιγυπτιακής γραφειοκρατίας προκειμένου να ετοιμάσω τα έγγραφα της
μοτοσυκλέτας. Εξυπακούεται ότι το μπαξίσι πήγε «σύννεφο» για να ξεμπερδέψω πιο
γρήγορα! Ήταν η χειρότερη και πιο ψυχοφθόρα εμπειρία όλου του ταξιδιού! Στην
Τουρκία, την Συρία και την Ιορδανία, αντίθετα, οι συνοριακές διαδικασίες ήταν
αρκετά πιο σύντομες και ανώδυνες. Και μόνο όταν παρέλαβα περιχαρής την
αιγυπτιακή πινακίδα κυκλοφορίας (στις 22.30 μ.μ.), μου επετράπη να «βάλω» ρόδα
στην τέταρτη χώρα του μεσογειακού οδοιπορικού. Πού διανυκτέρευσα; Μα φυσικά στη
Νουβέιμπα! Φτωχότερος, όμως, κατά 185 Euro
(πινακίδα, ασφάλεια και …γρηγορόσημο)!!
Διατρέχοντας την επομένη τη χερσόνησο του Σινά
με προορισμό το Κάιρο (470
χλμ. ), ένα πρωτόγνωρο τοπίο γυμνών γρανιτένιων βουνών
και κίτρινης άμμου συνόδευαν την
μοναχική πορεία μου μέχρι την διώρυγα του Σουέζ. Θερμές οι συντεταγμένες
του χώρου, τους 45C φλερτάριζε ο
υδράργυρος. Βίωνα στωικά το ζεστό
καλωσόρισμα της αφρικανικής γης: στεγνός ο λαιμός, χείλια σκασμένα,
καυτή η ανάσα του ανέμου και ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι στο κορμί.
Ο
χειρότερος εφιάλτης για έναν Ευρωπαίο οδηγό –και ειδικότερα για έναν
μοτοσυκλετιστή– είναι η οδήγηση στους πολυσύχναστους δρόμους του Καΐρου. Πρόκειται
για μια άκρως τρομολαγνική εμπειρία, αφού η άναρχη και ριψοκίνδυνη συμπεριφορά των ντόπιων οδηγών μπορεί ανά
πάσα στιγμή να σε «ξαπλώσει» στην άσφαλτο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι προφυλακτήρες
των αυτοκινήτων σταματούσαν ελάχιστα εκατοστά από το πόδι μου, ενώ πλημμυρισμένος
από ιδρώτα και τρόμο, τους έβλεπα να έρχονται καταπάνω μου κι αναρωτιόμουν: «Θα σταματήσουν άραγε;».
Αυτός ήταν και ο λόγος που στην μεγαλούπολη
του Νείλου κλείδωσα τη μοτοσυκλέτα στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου και επέλεξα την
ασφάλεια ενός ταξί, προκειμένου να περιηγηθώ στα αξιοθέατα της πόλης. Στις
Πυραμίδες της Γκίζας, στους τάφους των Χαλίφηδων, στην Ακρόπολη του Σαλαντίν,
στα ανάκτορα Αλ-Γκαουχάρα, στην αγορά Αλ-Χαλίλι και στην ορθόδοξη εκκλησία του
Αγίου Γεωργίου, παντού με ταξί! Και
μόνο όταν ήρθε η ώρα να συνεχίσω το οδοιπορικό μου στις βορειοαφρικανικές ακτές
της Μεσογείου, τότε ανέβηκα και πάλι στη σέλα της μοτοσυκλέτας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ – Η πόλη του
Καβάφη
Μόλις 200
χλμ. χωρίζουν το Κάιρο από την υδάτινη πολιτεία της
Αλεξάνδρειας, που ίδρυσε το 331 π. Χ ο Μακεδόνας στρατηλάτης στο Δέλτα του Νείλου. Από την
πρώτη κιόλας στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Αλεξάνδρεια, μια αίσθηση
οικειότητας με πλημμύρισε. Μια πρωτόγνωρη αίσθηση που συνέχεια μεγάλωνε και με
ακολουθούσε παντού, σε κάθε μου βήμα. Γιατί τούτη η πόλη, που εδώ και 2.340
χρόνια διατηρεί τ’ όνομα και την αρχαία θέση της –βρίσκεται στο Δέλτα της
Ιστορίας– μιλούσε μια γλώσσα που την ήξερα καλά. Από την ημέρα που γεννήθηκε, η
Αλεξάνδρεια μιλά συνέχεια ελληνικά: μου μίλησε για τον ιδρυτή της τον Μέγα
Αλέξανδρο, για τους Πτολεμαίους, για τους Αλεξανδρινούς φιλόσοφους και την
διάσημη Βιβλιοθήκη της, για τον Αβέρωφ, τον Μπενάκη, την Πηνελόπη Δέλτα, τον
Καβάφη…
Με μια πρώτη
ματιά, η σύγχρονη Αλεξάνδρεια μου θύμισε περισσότερο νοτιοευρωπαϊκή πόλη της Μεσογείου, παρά
αστικό κέντρο της Μέσης Ανατολής, αφού διατηρούσε ακόμα τον
κοσμοπολίτικο αέρα που έφεραν εδώ μαζί τους, στα μέσα του 19ου αιώνα, Έλληνες
και Ευρωπαίοι μεγαλοαστοί. Η γοητεία της παλιάς Αλεξάνδρειας ήταν ακόμα παρούσα και
«μπερδεύονταν» γλυκά με την πολύβουη καθημερινότητα των Αράβων κατοίκων
της.
Στο
σημαντικότερο διαπολιτισμικό κέντρο της ελληνιστικής εποχής, αναζήτησα τυχόν ίχνη από τη πρόσφατη ελληνική παρουσία.
Ως γνωστόν, μέχρι την δεκαετία του 1950, η Αλεξάνδρεια φιλοξενούσε περίπου 150.000
ομογενείς. Δυστυχώς, μόλις 600 πάροικοι έχουν πια απομείνει, ενώ ελάχιστες ήταν
οι μαρτυρίες από την δημιουργική εκείνη περίοδο του ελληνισμού. Εκτός από την
κατοικία του Αλεξανδρινού ποιητή Καβάφη, το Ελληνικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο και
τον ορθόδοξο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, άλλη μια ξεθωριασμένη ελληνική
ανάμνηση που κατάφερα να εντοπίσω ήταν το καφέ-εστιατόριο «Αθηναίος», στη παραλιακή Λεωφόρο Corniche, εκεί όπου χτυπούσε
κάποτε η καρδιά της τοπικής παροικίας.
Εδώ έριξα άγκυρα
για λίγο. Είχα υποσχεθεί στον θείο μου, τον 80αρη μπάρμπα-Χρήστο, να πιω έναν
διπλό ελληνικό στο καφέ «Αθηναίος».
Μου είχε παραγγείλει μια-δυο φωτογραφίες του μαγαζιού, αφού από το 1957, όταν
και πήρε το δρόμο της φυγής από την Αλεξάνδρεια, δεν είχε επιστρέψει ποτέ στην
πόλη που τον γέννησε και τον μεγάλωσε. Συνέχεια τον ρωτούσα γιατί δεν το
αποφάσιζε: «Δεν πάω πίσω, θα πληγωθώ, θα
χάσω τις όμορφες παιδικές μου αναμνήσεις…».
ΣΑΧΑΡΑ – Στην όαση των Θεών
Μια
μονότονη ασφάλτινη ευθεία, που ακροβατούσε ανάμεσα στην απεραντοσύνη της ερήμου
και στο τιρκουάζ της Μεσογείου, ανέλαβε να με φυγαδεύσει προς τη δυτική άκρη
της Αιγύπτου. Οδηγώντας από την Αλεξάνδρεια ως την παραλιακή πόλη Μάρσα Ματρού
(305 χλμ. ),
θεώρησα χρέος μου να κάνω ακόμα μια στάση στην Ιστορία μας: στο Ελληνικό
Κοιμητήριο του Ελ-Αλαμέιν (110
χλμ. δυτικά της Αλεξάνδρειας). Ένα λιτό μνημείο, απόλυτα
εναρμονισμένο με το περιβάλλον της ερήμου, έστεκε εκεί για να υπενθυμίζει τον
ηρωισμό των Ελλήνων που σκοτώθηκαν το 1942 σε μια από τις σημαντικότερες μάχες
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε αλλοτινές εποχές, το ταξίδι από τη Μάρσα Ματρού
προς την όαση Σίβα (300
χλμ. νότια) ήταν ένα δύσκολο ταξίδι οκτώ ημερών πάνω
στον ύβο μιας καμήλας. Το είχε επιχειρήσει και ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν θέλησε
να προσεγγίσει τη μυθική όαση της Σαχάρας για να πάρει από το Μαντείο του
Άμμωνα Δία το χρησμό του ιερατείου και παράλληλα να ανακηρυχτεί γιος του Θεού
Άμμωνα.
Ήταν μια πρόκληση την οποία δεν μπορούσα να
αρνηθώ. Έτσι, γυρνώντας την πλάτη μου στα γαλαζοπράσινα νερά της Μεσογείου,
τόλμησα την παράκαμψη προς το εσωτερικό της αφρικανικής ηπείρου. Το ταξίδι στη
καρδιά της Σαχάρας άρχισε νωρίς τα ξημερώματα, πριν ο υδράργυρος εκτοξευτεί στα
ύψη (μιλάμε για 50-52C),
ενώ για πρώτη φορά είχα γεμίσει το εφεδρικό κάνιστρο βενζίνης. Οι πληροφορίες
που είχα συλλέξει στην Μάρσα Ματρού έκαναν λόγο για μια διαδρομή 300 χλμ. μέσα στο απόλυτο
τίποτα! Και επειδή η αυτονομία της μοτοσυκλέτας δεν ήταν η ιδανικότερη, έπρεπε
να φροντίσω για τα αυτονόητα…
Οι πληροφοριοδότες μου είχαν δίκαιο! Ο
ασφαλτοστρωμένος οδικός άξονας Μάρσα Ματρού –
Σίβα
θύμιζε το καρδιογράφημα ενός νεκρού – ήταν η έννοια της απόλυτης ευθείας. Κανένα ίχνος
ζωής καθ οδόν, μόνο κάποιες καμήλες που περιφέρονταν ελεύθερες στο βασίλειο της
ερήμου, ενώ το εκνευριστικά επίπεδο τοπίο επιβεβαίωνε πανηγυρικά τα γραφόμενα
του Αρριανού: «δεν υπάρχουν καθόλου σημάδια κατά τη διαδρομή, καθόλου βουνά, δέντρα,
συμπαγείς βράχοι, με τη βοήθεια των οποίων οι ταξιδιώτες θα μπορούσαν να
συμπεράνουν τη σωστή πορεία τους». Βλέπετε, τότε δεν υπήρχαν τα …GPS!
Για δυο μέρες, η ονειρική όαση των 300.000
φοινικόδεντρων με παγίδεψε στους δικούς της νωχελικούς ρυθμούς, προσφέροντας αναρίθμητες
γοητευτικές εικόνες που γύριζαν τους δείκτες του χρόνου δεκαετίες πίσω: ζωήλατα κάρα μετέφεραν στους
σκονισμένους δρόμους της όασης εμπορεύματα και ανθρώπους, γυναικείες μορφές
περπατούσαν τυλιγμένες με τσαντόρ, καλοσυνάτοι βεδουίνοι κάπνιζαν ναργιλέ στα
μικρά καφενεία, παιδιά διασκέδαζαν στα νερά των πηγών, παραδοσιακές
πλινθόκτιστες κατοικίες βρίσκονταν κρυμμένες ανάμεσα στα φοινικόδεντρα…
Δεν έλειψαν φυσικά και οι μικρές
περιπέτειες κάτω από τον καυτό ήλιο της Σαχάρας. Οι χωμάτινες εξορμήσεις με την
ΚΤΜ πέριξ της όασης μου έμειναν αξέχαστες, μάλλον εξαιτίας των πολλών πτώσεων
που είχα -ευτυχώς ανώδυνες- οδηγώντας στην άμμο. Όμως, η σημαντικότερη στιγμή
της παρουσίας μου στη Σίβα υπήρξε αναμφίβολα η επίσκεψη στο μαντείο του Άμμωνα
Δία (γνωστό ως Αμμώνιο), που οι αρχαίοι Έλληνες το σέβονταν εξίσου με τα
Μαντεία της Δωδώνης και των Δελφών.
Αφού
αποθήκευσα στον «σκληρό δίσκο» του μυαλού μου τις πιο δυνατές αναμνήσεις από
την όαση των Θεών, ανεφοδιάστηκα με καύσιμα στο μοναδικό πρατήριο της Σίβα και τόλμησα
ξανά, με προορισμό τις μεσογειακές ακτές, την ατέρμονη πλεύση μέσα στη θάλασσα
της σαχαρινής απεραντοσύνης. Επιστρέφοντας και πάλι στη Μάρσα
Ματρού, το ταξιδιωτικό ημερολόγιο είχε φτάσει στην 18η σελίδα και το
κοντέρ της ΚΤΜ είχε καταγράψει 3.950 χλμ. Μπορεί οδικώς να βρισκόμουν αρκετά μακριά
από την Ελλάδα, αλλά με καθησύχαζε το γεγονός ότι το γεωγραφικό μου στίγμα ήταν
περίπου 300 ναυτικά μίλια νότια της λεβεντογέννας Κρήτης!
Πολύ πιο κοντά, όμως, ήταν η Λιβύη, που με
καρτερούσε 190 χλμ.
δυτικά της Μάρσα Ματρού. Χρειάστηκε, ωστόσο, να περάσω ένα τρίωρο
γραφειοκρατικό Γολγοθά στα αιγυπτιακά τελωνεία πριν αποχαιρετήσω την χώρα των
Φαραώ. Μια ταλαιπωρία που συνεχίστηκε και από την άλλη πλευρά της νεκρής ζώνης,
καθώς ξόδεψα άλλες δυο ώρες από την ζωή μου τρέχοντας για σφραγίδες, έγγραφα,
ασφάλειες και λιβυκές πινακίδες κυκλοφορίας. Κι όταν επιτέλους ήρθε η
πολυπόθητη στιγμή να πατήσω τη μίζα της λευκής μοτοσυκλέτας, εντελώς αυθόρμητα άρχισα
να φωνάζω δυνατά: «Συνταγματάρχη Καντάφι, σου ‘ρχομαι…».
ΛΙΒΥΗ – Επτά μέρες με τον Καντάφι
Σύμφωνα με την
ελληνική μυθολογία, η Λιβύη ήταν κόρη του βασιλιά της Αιγύπτου Έπαφου και
μητέρα του Αγήνορα και του Βήλου. Οι δυο γιοί του Βήλου, Δαναός και Αίγυπτος,
κληρονόμησαν και μοιράστηκαν το μεγάλο βασίλειο της Βόρειας Αφρικής: ο Αίγυπτος
πήρε το ανατολικό τμήμα (την Αραβία), ενώ ο Δαναός πήρε το δυτικό και το
βάφτισε με το όνομα της γιαγιά του, τη Λιβύη.
Από
αυτό τον γοητευτικό μύθο, προέκυψε η σύγχρονη Λιβύη, μια χώρα με τετραπλάσια έκταση
από την Γαλλία, αλλά με μόλις πέντε εκατομμύρια κατοίκους. Θεωρητικά εύκολη η
οδική αποστολή μου στην Λιβύη, όπου είχα να διατρέξω 1.800 χλμ. κατά μήκος του
παράκτιου οδικού άξονα. Η πραγματικότητα, ωστόσο, αποδείχθηκε αρκετά διαφορετική.
Μπορεί η κίνηση στους δρόμους να ήταν υποτονική, όμως, η παντελής έλλειψη
πινακίδων σήμανσης -και όχι μόνο- με λατινική γραφή, σε συνδυασμό με την άγνοια
ξένης γλώσσας από τη συντριπτική πλειοψηφία των ντόπιων, έκαναν την προσπάθεια
αναζήτησης ενός προορισμού μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Δεν ήταν λίγες
οι περιπτώσεις που στηρίχθηκα αποκλειστικά στη τύχη ή στο ένστικτό μου για να
φτάσω εκεί που ήθελα (ξενοδοχείο ή αξιοθέατο)!
Ήταν, όντως, μια
μεγάλη ταλαιπωρία, την οποία όμως ξεχνούσα κάθε φορά που σταματούσα μπροστά
στην μάνικα. Γιατί εδώ στη Λιβύη, ο Έλληνας οδηγός παίρνει την εκδίκησή του: η
τιμή της βενζίνης στη χώρα της υπερπαραγωγής δεν ξεπερνούσε τα 0,10 ευρώ/λίτρο.
Μόλις 2 ευρώ χρειαζόμουν για να γεμίσω τα ρεζερβουάρ της ΚΤΜ! Το εμφιαλωμένο
νερό στοίχιζε πιο ακριβά! Μήπως θα έπρεπε να αρχίζω να πίνω…βενζίνη, αντί για
νερό;
Αρχικός προορισμός
η Κυρηναϊκή χερσόνησος (550
χλμ. δυτικά των συνόρων), ο κατεξοχήν γεωγραφικός χώρος
ανάπτυξης του αρχαιοελληνικού αποικισμού στη Βόρεια Αφρική. Ο χρόνος σημάδευε
τον 7ο π. Χ. αιώνα, όταν στην κατάφυτη Κυρηναϊκή οι πρόγονοί μας αποίκησαν
-δεν κατέκτησαν- τα λιβυκά παράλια και ίδρυσαν σταδιακά πέντε ελληνικές πόλεις,
που έμελλε να συγκροτήσουν την Πεντάπολη (Κυρήνη, Απολλωνία, Πτολεμαΐδα,
Τεύχειρα-Αρσινόη, Ευεσπερίδες-Βερενίκη). Οι αρχαίοι Έλληνες μετέφεραν εδώ έναν
ανώτερο πολιτισμό κι έναν τρόπο ζωής που σταδιακά υιοθετήθηκε από τους ντόπιους.
Η δίτροχη παρουσία
μου δημιουργούσε πάντα έναν ασφυκτικό ανθρώπινο κλοιό γύρω μου. Όλοι με
πλησίαζαν για να ανταλλάξουν μαζί μου μια κουβέντα, ένα χαιρετισμό ή να μου
ρίξουν μόνο μια φευγαλέα ματιά! Για αυτούς αντιπροσώπευα ένα παράθυρο στον «έξω
κόσμο». Όσοι γνώριζαν λίγα αγγλικά, με βομβάρδιζαν με ερωτήσεις, τόσο για την
κατάσταση εκτός Λιβύης, όσο και για την γνώμη που είχε ο υπόλοιπος κόσμος για
την πατρίδα τους και για τον αμφιλεγόμενο ηγέτη τους, τον συνταγματάρχη
Καντάφι. Τι να τους απαντούσα; Λίγους μήνες αργότερα, απαντήσεις στα ερωτήματά τους θα έδιναν οι
βόμβες του ΝΑΤΟ, η ανατροπή του καθεστώτος και ο βίαιος θάνατος του Καντάφι.
Παιχνίδια πολέμου, παιχνίδια πετρελαίου!
Με ορμητήριο την
πόλη Μπέιντα, για δυο μέρες κυριολεκτικά «σπούδασα» αρχαιολογία, εξερευνώντας
την Κυρήνη, την Απολλωνία και την Πτολεμαΐδα. Εντυπωσιακοί ναοί, αγορές,
θέατρα, επιβλητικά τείχη, γλυπτά και επιγραφές, ήταν τα μνημεία που άντεξαν στα
ανελέητα χτυπήματα του χρόνου. Την τρίτη μέρα στην Μπέιντα παρέμεινα για να
συνέλθω από την ηλίαση που έπαθα τριγυρνώντας ασκεπής στους αρχαιολογικούς
χώρους.
Η κοντινή Βεγγάζη ήταν ένας ενδιάμεσος σταθμός
στην πορεία μου προς την πρωτεύουσα Τρίπολη. Η εικόνα της δεύτερης σε μέγεθος
πόλης της Λιβύης διόλου δε με ενθουσίασε. Ήταν ένα απρόσωπο αραβικό αστικό
κέντρο που ταυτίστηκε στη μνήμη μου με την επεισοδιακή προσαγωγή μου στην
κεντρική αστυνομική διεύθυνση της πόλης. Είχα το θράσος να αποθανατίσω
φωτογραφικά την λευκή ΚΤΜ μπροστά σ’ ένα από γιγάντια πόστερ του Καντάφι που
δέσποζαν σε πολλά σημεία της πόλης. Όχι, δεν με μαστίγωσαν, ούτε με έκλεισαν σε
κάποιο σκοτεινό κελί χωρίς φαί και νερό. Απλά μου ζήτησαν να σβήσω τις επίμαχες
φωτογραφίες, όπως και έκανα. Εκτός από μια…
Αν φοβήθηκα; Όχι,
ήταν κάτι το αναμενόμενο, αφού για επτά μέρες
πρωταγωνιστούσα σ’ ένα ιδιότυπο «Big Brother». Από το πρώτο ως το τελευταίο χιλιόμετρο επί λιβυκού
εδάφους, ένιωθα πως δυο μάτια με παρακολουθούσαν συνέχεια. Τουλάχιστον τρεις
φορές την ημέρα, μυστικοί αστυνομικοί ξεπετάγονταν από το πουθενά, και αφού με
ακινητοποιούσαν διακριτικά, είχαν μαζί μου μια φιλική κουβεντούλα (προς Θεού,
όχι ανάκριση) και μια εξακρίβωση στοιχείων.
ΤΡΙΠΟΛΗ – Στην καρδιά της Λιβύης
Βεγγάζη – Τρίπολη
1050 χλμ.
Η απόσταση ανάμεσα στα δυο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας χρειάστηκε να
καλυφθεί αυθημερόν, αφού η επταήμερη βίζα παραμονής δεν μου επέτρεπε να «σπάσω»
τη διαδρομή. Ευτυχώς, το οδικό δίκτυο ήταν σε ικανοποιητική κατάσταση,
διευκολύνοντας έτσι την βεβαρημένη οδική αποστολή εκείνης της ημέρας. Μοναδική
καθυστέρηση τα πάμπολλα σημεία ελέγχου που υπήρχαν καθοδόν. Ο σχολαστικός
έλεγχος του αναβάτη και της μοτοσυκλέτας, τις περισσότερες φορές κατέληγε σ’
ένα θερμό καλωσόρισμα και μια πρόσκληση για τσάι. Ανοιχτές αραβικές καρδιές και
αμέριστη συμπάθεια για τον Έλληνα ταξιδιώτη.
Παραβλέποντας
την αποπνικτική ζέστη (41ο C) και την τρομερή κούραση των
χιλιομέτρων, βρήκα ωστόσο το κουράγιο να κατέβω από την σέλα της ΚΤΜ και να
εξερευνήσω την αρχαία πολιτεία της Μεγάλης Λέπτιδος (125 χλμ. πριν φτάσω στην
Τρίπολη). Δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό αν δεν σταματούσα στην Μεγάλη Λέπτις,
που θεωρείται ένας από τους συναρπαστικότερους αρχαιολογικούς χώρους του
κόσμου.
Και πραγματικά, η
Μεγάλη Λέπτις, την οποία οι αρχαίοι πρόγονοί μας ονόμαζαν Νεάπολη, διατηρείται
σε απίστευτα εντυπωσιακή κατάσταση, προσφέροντας στον επισκέπτη μια εικόνα για
το πως μπορεί να ήταν η Αλεξάνδρεια ή η Καρχηδόνα. Τα καλοδιατηρημένα μνημεία
μαρτυρούν τις προσπάθειες του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σέπτιμου Σεβήρου να κοσμήσει
την παράκτια γενέτειρά του με λαμπρά οικοδομήματα και να της προσφέρει προνόμια
ρωμαϊκής πόλης.
Καθισμένος για
περίπου μια ώρα στα σκαλοπάτια του αρχαίου θεάτρου, παρατηρούσα βουβός το
μεγαλείο αυτού του ανυπέρβλητου μνημείου. Κι όταν κάποια στιγμή έκλεισα για
λίγο τα μάτια, ίσως κι από την κούραση, βρέθηκα να περπατώ στους πλακόστρωτους
δρόμους της παραθαλάσσιας πολιτείας, μαζί με τους αρχαίους κατοίκους της. Ήταν ένα
νοερό ταξίδι πίσω στο χρόνο, που πραγματικά θα ήθελα να ήταν ρεαλιστικό!
Η σύγχρονη Τρίπολη,
που αντίκρισα τριγυρνώντας με την λευκή ΚΤΜ στους δρόμους της, χρωστά σε μεγάλο
βαθμό την σημερινή της όψη στα τεράστια πετρελαϊκά κοιτάσματα που κρύβει η
άμμος της Σαχάρας. Χάρη στον μαύρο χρυσό, η Λιβύη μέσα στα τελευταία 40 χρόνια κατάφερε
να μεταμορφωθεί από ένα φτωχό τριτοκοσμικό κράτος σε μια ραγδαία αναπτυσσόμενη
χώρα του αραβικού κόσμου. Η βορειοαφρικανική χώρα είναι σήμερα η πρώτη
πετρελαιοπαραγωγή δύναμη της Αφρικής και η έβδομη παγκοσμίως.
Αντίθετα, η παλιά
πόλη της Τρίπολης, περιτριγυρισμένη από καλοδιατηρημένα τείχη, αντιπροσωπεύει το
αυθεντικό κομμάτι της λιβυκής πρωτεύουσας και χρονολογείται από τον 16ο
αιώνα. Μιλάμε για μια πολιτεία αραβικής αρχιτεκτονικής και ύφους, με ανήλιαγα
σοκάκια, τζαμιά, κατάλευκες κατοικίες και πολύβουες υπαίθριες αγορές. Δίχως
αμφιβολία, ήταν το πιο ενδιαφέρον σημείο της πρωτεύουσας.
Τα ξημερώματα της έβδομης μέρας, η
διαπεραστική φωνή του μουεζίνη που αντηχούσε πάνω από την λιβυκή πρωτεύουσα
καλωσόριζε τον ερχομό της τελευταίας μέρας στη Λιβύη. Στην πορεία προς τα
τυνησιακά σύνορα (170 χλμ.
δυτικά της Τρίπολης), η αρχαία πολιτεία Σαμπράτα μού πρόσφερε το τελευταίο
μάθημα αρχαιολογίας στη λιβυκή γη. Με την παρουσία μου εδώ, ολοκλήρωνα τον
κύκλο γνωριμίας με τον εκπληκτικό πλούτο των αρχαιολογικών μνημείων της Λιβύης,
που 14 μήνες αργότερα, στις 20/10/2011, με τον θάνατο του Μουαμάρ Καντάφι, θα
άλλαζε οριστικά σελίδα στην νεότερη ιστορία της.
ΤΕΛΟΣ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ
0 σχόλια: