Η Επισφαλής Αυτοτέλεια Της Μοναχικότητας.

By | Παρασκευή, Ιουνίου 22, 2018 Leave a Comment
Η Επισφαλής Αυτοτέλεια Της Μοναχικότητας.
Κείμενο / φωτογραφίες  : xlapakosayros




Ματιά βαριεστημένη στου ρολογιού του δείκτες. Συνήθεια ασυναίσθητη. Κίνηση ρουτίνας. Η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα. Τα μεσάνυκτα. Ένα περιπαικτικό χαμόγελο πλασματικής απορίας, στο πρόσωπο εγκαταστάθηκε. Το φερμουάρ του αντίσκηνου άνοιξε. Έβγαλε έξω στο ψιλοβρόχι το ταλαιπωρημένο του κεφάλι. Αυτό το, εξαιρετικά απρόβλεπτο, τμήμα του σώματός του που τόσα του είχε προσφέρει και ακόμη περισσότερα του είχε στερήσει. Κλεφτές ματιές τον ορίζοντα ανίχνευσαν. Δεύτερος, της επιβεβαίωσης, έλεγχος στο ρολόι του. Δώδεκα και τέταρτο. Τα μεσάνυκτα. Και όμως, παρά το περασμένο της ώρας, της συννεφιάς την ασθμαίνουσα προσπάθεια και την πολιορκία του ψιλόβροχου, το φως ήταν αρκετό ακόμη και για διάβασμα. Ο Ήλιος, αναρτημένος στα σύνορα μεταξύ ουρανού και γης, πεισματικά αντιστεκόταν. Το σκήπτρο του δεν σκόπευε να παραδώσει στην νύχτα. Είχε γείρει για λίγο στις παρυφές του ορίζοντα. Απλά για να ξαποστάσει. Νέες δυνάμεις να αναλάβει. Και να επανέλθει. Ακούραστος. Αέναος. Σε μια ουράνια ατελεύτητη πορεία....



Ήταν οι τελευταίες μέρες του Ιουλίου του 2002. Βρισκόταν ήδη πάνω από μία εβδομάδα στην Νορβηγία. Είχε, επιτέλους, καταφέρει να κάνει πραγματικότητα αυτό το όνειρο. Μια βασανιστική Χίμαιρα που, υπερήλικη πλέον, στοίχειωνε τις ταξιδιωτικές του φαντασιώσεις για πολλά χρόνια. Oslo, φιόρδ, καταρράκτες, ατέλειωτα και πυκνά δάση, νησιά Lofoten νησιά Vesteralen, Τάρανδοι, Αρκτικός Κύκλος, Λαπωνία.....ονόματα και λέξεις μαγικές. Το άκουσμά τους και μόνο, αρκετό ήταν για να του προκαλέσει ταχυπαλμία. Και βέβαια, πάνω απ’ όλα, το Βόρειο Ακρωτήριο. Της Ευρώπης το ταξιδιωτικό Everest. Το βορειότερο σημείο της ηπείρου, στο οποίο μπορεί κάποιος να φτάσει οδικώς....
Με αυτές τις σκέψεις είχε ξεχαστεί. Η βροχή, ανενδοίαστα, το κεφάλι του είχε μουλιάσει. Η Μάχη, ατάραχη, εξακολουθούσε να αναπαύεται στο διπλό σταντ. Κάτω από τους τροχούς της, στρώμα υγρό, το πυκνό καταπράσινο γρασίδι. Τραβήχτηκε μέσα στην σκηνή. Άναψε τσιγάρο....


Ο αργοπορημένος Μορφέας αδυνατούσε τα βλέφαρα να του βαρύνει. Ο ύπνος, μια επιθυμία ανικανοποίητη. Η προσμονή της επόμενης μέρας, μούδιασμα έφερνε στις άκρες των δακτύλων. Ρίγος και ανατριχίλα στην σπονδυλική του στήλη. Κάθισε στο πάτωμα του αντίσκηνου. Θέση συσπείρωσης. Τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα γόνατά. Βρισκόταν εδώ και τρεις ώρες σε ένα από τα camping της πόλης Alta. Χιλιόμετρα 250 η απόσταση από το Βόρειο Ακρωτήριο. Αύριο θα ήταν η μεγάλη μέρα. Η πραγματικότητα θα έπαιρνε την θέση του ονείρου. Διακαής πόθος ετών, την εκπλήρωσή του εκλιπαρούσε... 


 Μνήμες των προηγούμενων ημερών, άρχισαν να ξετρυπώνουν από τα έγκατα του μυαλού του. Δειλά στην αρχή. Ορμητικά στην συνέχεια. Σαν ένας βουνίσιος, εαρινός, φουσκωμένος χείμαρρος. Θυμήθηκε την επίσκεψη στην Γερμανική πόλη Aalen, στην κυρία Ελένη. Την Ελληνίδα μετανάστρια που τον είχε φροντίσει σαν δεύτερη μάνα του, μετά από εκείνο το τρομακτικό (όσο και ανόητο) μοτοσυκλετιστικό ατύχημα, στα Γερμανικά εδάφη, το καλοκαίρι του 1998. Θυμήθηκε επίσης το ενάλιο ταξίδι από την Γερμανία προς την Σουηδία και την δίωρη συζήτηση, επί παντός επιστητού, με δύο απίστευτες όσο και εκπληκτικές από κάθε άποψη, Ολλανδέζες μοτοσικλετίστριες. Το ζευγάρι των ηλικιωμένων Γάλλων που την Ευρώπη  γυρνούσαν με το αυτοκινούμενο τροχόσπιτό τους. Την μαγευτική, εκμαυλιστικά ανθρώπινη, πρωτεύουσα της Νορβηγίας: Το υπέροχο Όσλο. Την, υπέροχα τρελλή, Ολλανδέζα ποδηλάτισσα στο camping του Όσλο. Την Σκανδιναβία περιηγούταν πάνω σε ένα ταπεινό ποδήλατο. Τους προσηνείς μηχανικούς στο YAMAHA CENTER της Νορβηγικής πρωτεύουσας. Την πανέμορφη πόλη Trondheim, με την, άψογη από κάθε άποψη, ελληνική ταβέρνα ACROPOLIS της οποίας οι ιδιοκτήτες και το προσωπικό ήταν Ιρανοί!!! Τα φιόρδ, την σχεδόν ερωτική διείσδυση της θάλασσας μέσα στην στεριά. Το, αδικαιολόγητο ίσως, δέος που αισθάνθηκε όταν διάβηκε τον Αρκτικό Κύκλο. Τον Αρκτικό Ζωολογικό Κήπο. Υπόδειγμα ιδανικό για το πώς πρέπει να διαμορφώνονται παρόμοια πάρκα έκθεσης της άγριας πανίδας.


Η   Ε-Κ-Π-Λ-Η-Κ-Τ-Ι-Κ-Η διαδρομή από το Fauske μέχρι το Narvik: 250 χλμ άγριας ομορφιάς. Κάλλος της φύσης που την αναπνοή δυσκόλευε. Παθιασμένη ερωτική συνεύρεση γρανίτη, θάλασσας και δάσους. Εικόνες που ο εγκέφαλος αρνείται πεισματικά να τις δεχτεί σαν αληθινές. Με την πανταχού παρούσα βροχή να προσθέτει, ανεξήγητα, την καθοριστική πινελιά στο όργιο της τέρψης των αισθήσεων. Και έπειτα μια απροσδόκητη όσο και εποικοδομητική γνωριμία σε ένα εστιατόριο στο Narvik: Ένας γραφικός Νορβηγός ψαράς. Κάτοχος μιας Goldwing 1500. Πολύτιμες πληροφορίες τον προμήθευσε για το υπόλοιπο της διαδρομής του. Της αποφυγής, μεθόδους, των Νορβηγικών ραντάρ! Το ζευγάρι των Νορβηγών με την Χάρλευ που τους βοήθησε, υπό καταρρακτώδη βροχή, να επισκευάσουν το πληγωμένο ελαστικό της μοτοσικλέτας τους. Τα αμέτρητα τούνελ που διαπερνούσαν τα σωθικά των βουνών. Οι πανέμορφοι ''κερατάδες'' (τάρανδοι) που είχαν την κακιά συνήθεια να στέκονται μέσα στον δρόμο (ειδικά πάνω στις στροφές!!).....



 Ο καταιονισμός των πρόσφατων αναμνήσεων δεν ήταν δυνατόν να σβήσει από την καρδιά του την αίσθηση της μοναξιάς που τον πλημμύριζε εκείνη την στιγμή. Πριν ακόμη ξεκινήσει αυτό το μοναχικό ταξίδι (ακόμη ένα), ήξερε ότι θα αντιμετώπιζε αυτές τις συναισθηματικές διακυμάνσεις. Ήξερε ότι θα ένιωθε , βασανιστική, την έλλειψη της συντρόφου του. Την απουσία των φίλων του. Οι λέξεις από ένα κείμενο του OSHO ανέβηκαν με σφοδρότητα στο στόμα του. Σχεδόν κρεμάστηκαν στην άκρη της γλώσσας του: Η μοναξιά είναι απουσία, ακριβώς όπως το σκοτάδι είναι η απουσία του φωτός....
Δεν μπορείς να πολεμήσεις απευθείας το σκοτάδι. Να το εξαφανίσεις είναι προσπάθεια μάταιη. Γιατί, απλούστατα, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. Το σκοτάδι είναι απλά η απουσία του φωτός. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται, δεν είναι αυθύπαρκτο. Ένα μικρό κερί αρκεί, κάτι το υπαρκτό, για να εξαφανιστεί το σκοτάδι. Τι έπρεπε λοιπόν να είχε κάνει; Να ταξιδέψει μαζί με την σύντροφό του; Μήπως με τους φίλους του;...
Η αλλαγή είναι ο θεμέλιος λίθος της ζωής. Τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν δεδομένο. Ούτε η ίδια η ζωή. Πόσο μάλλον οι άνθρωποι που μας περιβάλλουν. Ο φίλος μπορεί να μην παραμείνει φίλος για πάντα. Η απλά να χαθεί από την ζωή σου. Το ίδιο και η σύντροφος. Και τότε θα έχεις ένα κενό στην ύπαρξή σου. Μια τρύπα που θα αισθάνεσαι την ανάγκη να την κλείσεις με την παρουσία κάποιου άλλου. Η ΜΟΝΑΞΙΑ είναι αρνητική. Στην ΜΟΝΑΧΙΚΟΤΗΤΑ δεν σου λείπει κανείς. Έχεις κάνει την μεγαλύτερη ανακάλυψη: Έχεις βρει τον ΕΑΥΤΟ σου.



Δηλαδή ο άνθρωπος που έχει βρει τον εαυτό του, που νιώθει ικανή πληρότητα με την μοναχικότητά του δεν μπορεί να ζήσει με τους υπόλοιπους του είδους του; Όταν νιώθει ότι ο ίδιος, συναισθηματικά και ψυχολογικά, ΄΄επαρκεί΄΄ στον εαυτό του, μήπως καταλήγει από την κοινωνία να αποτραβηχτεί? Τους υπόλοιπους ανθρώπους να αποδιώχνει;
Και όμως. Αν δεν είσαι ικανός να ΄΄συνυπάρξεις΄΄ με τον εαυτό σου, πως μπορείς να είσαι ικανός να συνυπάρξεις, σε αρμονία, με τους άλλους; Όταν φοβάσαι την κατάσταση του να είσαι μόνος, αρχίζεις και χάνεις την ατομικότητα σου. Την ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ σου. Το βάρος της μοναξιάς, σου επιβάλλει να ενταχθείς. Γίνεσαι ακόμη ένα κομμάτι στο παζλ του πλήθους. Προσαρμόζεις τον εαυτό σου στα ιδεώδη, στα πιστεύω και στις απαιτήσεις των διάφορων κοινωνικών ομάδων και ανθρώπων. Σε καίει η ανάγκη της αποδοχής τους. Αποζητάς την αγάπη τους. Όταν είσαι ευτυχισμένος με τον εαυτό σου, δεν έχεις ανάγκη την αποδοχή και την αγάπη κανενός: ΕΙΣΑΙ γεμάτος αγάπη. Και αυτό σε κάνει ικανό να δώσεις την αγάπη σου και στους άλλους. Όταν είσαι επαίτης, δεν μπορείς να δώσεις. Το να φτάσεις όμως στην κορύφωση της μοναχικότητας, στην απόλυτη ΄΄νιρβάνα΄΄ της ανθρώπινης ψυχής, στην ψυχολογική και συναισθηματική απεξάρτηση από οποιαδήποτε ΄΄αναγκαία ή μη΄΄ συνύπαρξη και, επιτέλους, στην αυτόβουλη και με καθαρό μυαλό επιλογή, είναι τόσο, μα τόσο, δύσκολο.... Τόσο συγκλονιστικά επίπονο…



Ήταν γύρω στις 9 το πρωί όταν άφησε πίσω του την πόλη της Άλτα. Η Μάχη γουργούριζε ικανοποιημένη, παλινδρομώντας υπόκωφα τα δύο της πιστόνια. Ο μπροστινός τροχός της ακολουθούσε την ίδια, εδώ και αρκετές μέρες, κατεύθυνση: Βόρεια. Η βροχή συνέχιζε, άοκνη, την προσπάθειά της να του θρυμματίσει το ηθικό. Περνώντας τον Εβδομηκοστό Παράλληλο του Βορείου Ημισφαιρίου, ένας νέος εχθρός εμφανίστηκε: Ο Αίολος. Με την μορφή σφοδρών ανέμων που προσπαθούσαν να τον μυήσουν στην Μοτοσυκλετιστική Ιστιοπλοΐα. Είχε ήδη εισχωρήσει μέσα στις μεγάλες επίπεδες εκτάσεις του βόρειου τομέα του Finnmark. Της βορειότερης και πλέον αραιοκατοικημένης Νορβηγικής επαρχίας. Στις μεγάλες ευθείες που συνάντησε ήταν αναγκασμένος να έχει την Μάχη υπό κλίση ώστε ο άνεμος να μην τον πετάξει από τον δρόμο.
Στην μικρή πόλη Skaidi σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο για καφέ και τσιγάρο. Έξω από το παράθυρο της μικρής καφετέριας έβλεπε τους ντόπιους να πηγαινοέρχονται στο δρόμο και στις δουλειές τους. Η κακοκαιρία που επικρατούσε εκείνη την στιγμή σίγουρα θα τους φαινόταν δώρο της Φύσης σε σχέση με τους πολικούς –20 βαθμούς, τις χιονοθύελλες και το, τουλάχιστον για 2 μήνες, απόλυτο σκοτάδι που αντιμετώπιζαν τον χειμώνα...


 Κοντά στην πόλη Russenes η διακλάδωση του δρόμου του έδινε 2 επιλογές: Η μία προς το Βόρειο Ακρωτήριο. Η δεύτερη οδηγούσε νότια, στις μεγάλες πόλεις των Λαπώνων και στα σύνορα με την Φινλανδία. Αυτός θα ήταν ο δρόμος της επιστροφής....
Βόρεια λοιπόν… Αλλαγμένο, πλέον, το τοπίο. Τα πυκνά δάση είχαν δώσει την θέση τους στην χαμηλή, ποώδη βλάστηση. Έτσι το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στην αγριάδα του βραχώδους τοπίου, στην θυμωμένη θάλασσα, στην αποφυγή των ΄΄στρητάδικων΄΄ ταράνδων και στην σκέψη ότι σε λίγη ώρα θα έφτανε στην είσοδο ενός από τα μεγαλύτερα υποθαλάσσια τούνελ της Ευρώπης. Ένα τούνελ μήκους επτά χιλιομέτρων, σκαμμένο κάτω από τον βυθό του ωκεανού. Χωρίς εσωτερική επένδυση, του έδινε την εντύπωση ότι εκινείτο μέσα σε μια σπηλιά. Στην έξοδο της σήραγγας συνειδητοποίησε ότι είχε πλέον φτάσει: Βρισκόταν στο νησί Mageroya, το νησί στο οποίο βρισκόταν το αντικείμενο του πόθου του: Το Βόρειο Ακρωτήριο. Μετά από μία σύντομη επίσκεψη στην μικρή πόλη Honningsvag, τον βορειότερο δήμο παγκοσμίως, κατευθύνθηκε 8 χλμ βορειότερα, προς το camping που θα τον φιλοξενούσε….



Ούτε σκέψη για αντίσκηνο: Ο θυελλώδης αέρας επέμενε, η βροχή το ίδιο. Η κούραση των προηγούμενων ημερών και των πολλών χιλιομέτρων και η ανάγκη να βάλει επιτέλους μία μπουγάδα, τον οδήγησαν να νοικιάσει ένα από τα δωμάτια που υπήρχαν ελεύθερα. Αφού ασφάλισε την Μάχη από τον αέρα, μπήκε στο δωμάτιο, έκανε ένα ντους και ξεκίνησε το πλύσιμο των ρούχων…
 ….Άπλωσε την μπουγάδα πάνω από το καλοριφέρ. Κοίταξε το ρολόι του. Έδειχνε 23.15 πριν τα μεσάνυχτα, ώρα Νορβηγίας. Παραμέρισε την κουρτίνα από το παράθυρο. Έξω το ψιλοβρόχι συνεχιζόταν. Πάνω από τις βορινές εξάρσεις του εδάφους υψωνόταν, αόριστη απειλή, το πυκνό πέπλο της ομίχλης. Έστρεψε το βλέμμα του στο αντικρινό ξενοδοχείο: Ο θυελλώδης αέρας προσπαθούσε λυσσαλέα να σκίσει τις δεκάδες σημαίες και ταυτόχρονα να εκριζώσει τους ιστούς, πάνω στους οποίους ήταν αναρτημένες....
Φόρεσε τα ισοθερμικά. Έπειτα το δερμάτινο παντελόνι. Την fleece μπλούζα. Το μπουφάν. Τις μπότες. Ποτέ ξανά δεν είχε ντυθεί τόσο αργά. Νωχελικά. Τελετουργικά. Μάλλον φοβισμένα. Οπωσδήποτε διστακτικά. Αφού πέρασε πάνω στο κορμί του το αδιάβροχο, το βλέμμα του άφησε εκ νέου να πλανηθεί πέρα από το τζάμι του παραθύρου. Η ομίχλη είχε κατέβει ακόμη χαμηλότερα. Οι ψιχάλες είχαν παραχωρήσει την θέση τους σε μια ανησυχητικά σταθερή ποτιστική βροχή. Όλοι οι οιωνοί ούρλιαζαν:΄΄ΠΟΥ ΠΑΣ ΑΝΟΗΤΕ;΄΄ Ο σπόρος της αμφιβολίας άρχισε να αναπτύσσει τις ρίζες του μέσα στην καρδιά του. Η αδρεναλίνη που εκκρινόταν από την προσμονή της τελικής ΄΄εφόδου΄΄ στο Βόρειο Ακρωτήριο, αναμιγνυόταν με το φόβο που προκαλούσε η επιδείνωση του καιρού. Ένα κοκτέιλ εκρηκτικό. Που απειλούσε να τινάξει στον αέρα την εύθραυστη ψυχική του ισορροπία. Να ξεκινήσει ή όχι; Να αψηφήσει τα σημάδια του καιρού ή να επιδείξει σωφροσύνη; Να προχωρήσει άμεσα προς την επίτευξη του τελικού του σκοπού; Μήπως θα ήταν πιο συνετό να περιμένει μέχρι το επόμενο βράδυ την πιθανή καλυτέρευση των καιρικών συνθηκών; Πως θα διέσχιζε μόνος αυτά τα 25 χιλιόμετρα που τον χώριζαν από την Βόρεια εσχατιά της Ευρώπης; Μέσα σε συνθήκες που απείχαν έτη φωτός από το να χαρακτηριστούν ιδανικές; Και αν αύριο ο καιρός παρέμενε ίδιος; Αν χειροτέρευε; Δεν είχε πολλές μέρες στην διάθεσή του. Ο άδειος χώρος στο πορτοφόλι του αυξανόταν ανησυχητικά. Τα περιθώρια ήταν μηδαμινά....
Αναμνήσεις των τελευταίων μηνών αναρριχήθηκαν στην ορθοπλαγιά των σκέψεών του. Γνωστοί και φίλοι τον παρότρυναν να μην επιχειρήσει αυτό το ταξίδι στην Σκανδιναβία μόνος του. Τα χιλιόμετρα, του έλεγαν, είναι πολλά. Ο καιρός εκεί πάνω, άσχημος. Η Μάνα του, κλαίγοντας, τον παρακαλούσε να μείνει στην Ελλάδα. Οι φρικτές αναμνήσεις της από το τελευταίο του άσχημο ατύχημα στην Γερμανία ήταν ακόμη νωπές. Και Εκείνη, η αγαπημένη σύντροφός του, του ζητούσε να πάνε μαζί σε κάποιο Ελληνικό νησί. Όπως του έλεγε, ΄΄το καλοκαίρι δεν υπάρχει πιο όμορφος τόπος από την Ελλάδα΄΄. Γλυκιά μου, οι ομορφότεροι τόποι είναι ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΗ ΔΕΙ...



Ήταν 10 λεπτά πριν τα μεσάνυχτα όταν αποφάσισε τελικά να βγει από το δωμάτιο. Το λιγοστό, λόγω ομίχλης, φως από τον Ήλιο του Μεσονυκτίου έκανε το τοπίο απόκοσμο. Η Μάχη στεκόταν στη θέση της, κολλητά στον τοίχο του κτηρίου, προστατευμένη από τον ανελέητο βοριά. Ο παγωμένος αέρας, στιγμιαία, του έκοψε την ανάσα. Ανέβηκε στην σέλα, πάτησε την μίζα και μετά από λίγα λεπτά περνούσε την έξοδο του camping.
 Σε καμία περίπτωση δεν ξεπέρασε την ταχύτητα των 40 χλμ. Είχε πλέον εξοικειωθεί αρκετά με τους κανόνες της...ιστιοπλοϊκής πλαγιοδρόμησης. Έτσι σταμάτησε να ανησυχεί τόσο πολύ για τον αέρα. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν η πυκνή ομίχλη. Ο φόβος του μεγάλωσε όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν δύσκολο να αντιληφθεί έγκαιρα τα, γεμάτα τουρίστες, λεωφορεία που πηγαινοερχόντουσαν πάνω στον στενό, με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση, δρόμο. Πέρασε αλώβητος και την διασταύρωση που οδηγούσε στο μικρό χωριό Skarsvag. Τα εναπομείναντα χλμ λιγόστευαν. Η αγωνία γρατζουνούσε την καρδιά του. Η προσμονή του πυρπολούσε το μυαλό. Παρά το τσουχτερό κρύο των 5 βαθμών, ο ιδρώτας έβγαινε άφθονος από τους πόρους του δέρματός του....



Επιτέλους! Μετά από οδήγηση 40 περίπου λεπτών, γύρω στις μία το πρωί, με την βοήθεια του, θαμπού από την ομίχλη, Ήλιου του Μεσονυχτίου είδε μπροστά του το κτήριο στο οποίο θα πλήρωνε το, μάλλον, τσουχτερό εισιτήριο που θα του εξασφάλιζε την είσοδο στο NORDKAPP (Βόρειο Ακρωτήριο). Με την ανάσα βαριά, κατευθύνθηκε στο μεγάλο, και γεμάτο οχήματα, parking. Αυτοκινούμενα τροχόσπιτα, τουριστικά λεωφορεία, ιδιωτικά αυτοκίνητα και μερικές, μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού, μοτοσικλέτες. Θολή εμφανίστηκε, στης σκέψης τον ορίζοντα, του απευκταίου η υποψία. Με ευγένεια βεβιασμένη, την κουβέντα απέφυγε με ένα ζευγάρι μεσήλικων Γερμανών (βλέποντας το GR σε μια μοναχική μοτοσικλέτα, είχαν κρεμάσει το σαγόνι μέχρι το έδαφος). Με πόδια φτερωτά διέσχισε τα εναπομείναντα μέτρα. Ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο διαγραφόταν μέσα από την αχλή που εξέπεμπε ο, ήδη ραγισμένος, μύθος. Ε-Μ-Π-Ο-Ρ-Ι-Κ-Ο  Κ-Ε-Ν-Τ-Ρ-Ο!! ΕΛΕΟΣ!!! Στην τελευταία άκρη της Ευρώπης! Στην Βόρεια εσχατιά της ηπείρου! Στο σύμβολο της απομόνωσης, της περιπετειώδους αναζήτησης, της αφορμής για προσωπική ενδοσκόπηση και αυτογνωσία! Το σύμβολο, ήταν πλέον, της απόλυτης εκμετάλλευσης του εναπομείναντος ανθρώπινου εξερευνητικού ενστίκτου. Η σκύλευση της έμφυτης τάσης του ανθρώπου για, έστω και περιστασιακή, φυγή στο άγνωστο!



Και τι δεν υπήρχε εκεί μέσα! Καταστήματα με χιλιάδες αναμνηστικά είδη. Εστιατόρια απλά. Εστιατόρια πολυτελείας. Καφετέριες. Μουσείο. Αίθουσα προβολών. Συνεδριακό κέντρο. Μετεωρολογικός σταθμός. Υπάλληλοι ντυμένοι με παραδοσιακές Νορβηγικές φορεσιές. Και το αποκορύφωμα: Μία σουίτα υπέρ-πολυτελείας σε σχήμα θόλου, στην κορυφή του εμπορικού κέντρου, για ρομαντικά (και ματσωμένα) ζευγάρια….
Απογοητευμένος. Θλιμμένος. ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΕΝΟΣ. Βγήκε έξω και πορεύθηκε προς την άκρη του γκρεμού, δίπλα στο συρματόπλεγμα, πάνω από τον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό. Το πλήθος πίσω του. Ανθρώπων σύνολο. Παρέες μεγάλες και μικρές. Κοινωνία παγκοσμίων τουριστών που, περήφανοι, τραβούσαν φωτογραφία τον εαυτό τους με φόντο την «άκρη του κόσμου» (την οποία προσέγγισαν με αεροπλάνο και κατέκτησαν με λεωφορείο….). Εντός του τεράστιου γυάλινου κτιρίου, του λιτού τοπίου δυνάστη, ακόμη περισσότεροι τουρίστες περιφέρονταν. Έτρωγαν, ψώνιζαν, κατανάλωναν. Κορεσμένοι, κατόπιν, στα αυτοκίνητά τους έμπαιναν. Τα τουριστικά λεωφορεία γέμιζαν. Της επιστροφής τον δρόμο, ανέμελα, τραβούσαν. Έχοντας, μάλλον, απολέσει την ΕΥΚΑΙΡΙΑ...



Το βλέμμα έτεινε μπροστά του. Κάτω από τα πόδια του χύνονταν γκρεμοί κάθετοι. Ο Αρκτικός Ωκεανός τα μάτια γέμιζε. Ο Ήλιος του Μεσονυχτίου, έπαιζε κρυφτό, στον θλιμμένο ουρανό. Το ψιλόβροχο αναποφάσιστο, σαν διακεκομένη συνουσία,  ύγραινε και στέγνωνε σαδιστικά το βραχώδες τοπίο. ΄΄Ουρλιάζοντας΄΄ η σιωπή κατέβαινε από τον Βορρά και ταρακουνούσε το μυαλό του. Συνειδητοποίησε απορημένος ότι, πλέον, δεν κρύωνε...
Έκανε μεταβολή. Με σταθερό βήμα προσπέρασε το κτίριο και τους περιστασιακούς θαμώνες του. Στο parking κατευθύνθηκε. Ανέβηκε στην Μάχη και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Παρηγορήθηκε, αναλογιζόμενος τους στίχους του Αλεξανδρινού ποιητή:
<<Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτή δεν θάβγαινες στο δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.>>
Είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής για το camping. Το μυαλό του ΄έβραζε΄΄. Χιλιάδες εγκεφαλικές συνάψεις πλημμύριζαν το κεφάλι του με μικροβόλτ. Δεν άντεξε άλλο. Άφησε την άσφαλτο και μπήκε σε ένα χωμάτινο πλάτωμα. Εγκατέλειψε την Μάχη και περπάτησε γύρω στα 300 μέτρα. Βρέθηκε σε ένα χώρο με πέτρες και αραιή χαμηλή βλάστηση. Έμεινε ακίνητος, όρθιος, με τα χέρια κρεμασμένα. Τυλιγμένος από το πέπλο της ομίχλης. Με τις ψιχάλες να του υγραίνουν το κεφάλι. Οι μόνοι ήχοι ήταν το σφύριγμα του ανέμου και οι σταγόνες που χτυπούσαν επάνω του. Κοίταξε γύρω του. Έβλεπε…..τίποτα. Ήταν μόνος. Στην, έστω συμβολική, άκρη του κόσμου. Έμεινε έτσι για, περίπου, 5 λεπτά. Αργά αλλά σταθερά, ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης ''έσκαψε'' το πρόσωπό του. Έστω και για λίγο είχε βρεθεί στο ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΟΥ Βόρειο Ακρωτήριο….
Με αργό βήμα, πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς την Μάχη. Μπροστά του, πάνω στην ομίχλη, σαν σε ολόγραμμα, τα λόγια διάβασε του, κορυφαίου ίσως, ποιητή της Πορτογαλίας, Fernando  Pessoa :

<<Η ζωή είναι αυτό που εμείς την κάνουμε να είναι.
Τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες.
Αυτό που βλέπουμε, δεν είναι αυτό που βλέπουμε.
Είναι αυτό που είμαστε.>>





Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 σχόλια: