κείμενο/φωτογραφίες : Αχιλλέας Ασκώτης
Η διαδρομή δεν έχει τίποτα να δώσει, απολύτως τίποτα. Οι 4 λωρίδες της οδού όπου οι Αλβανοί αρέσκονται να τον ονομάζουν autostrada, καμιά σχέση με αυτοκινητόδρομο άσε που κρύβουν και κινδύνους αρκετούς, μια οι Αλβανοί που οδηγούν νομίζοντας ότι κανείς άλλος στον δρόμο, είσοδοι και έξοδοι από παντού χωρίς σήμανση και χωρίς προστατευτικό στις άκριες του δρόμου ώστε ζώα είναι πολύ εύκολο να μπουν, χωματόδρομοι να μπαίνουν στον δρόμο, καταλαβαίνετε ότι τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στον δρόμο και με ταχύτητες κάτω από 100 χλμ/ω. Κοντεύοντας Δυρράχιο μια θαλασσινή αύρα με καθαρά αίσθηση αλμύρας μου έρχεται κατάμουτρα και επίσης μυρωδιά από βότανα, αναζωογονητική ήτανε αυτή η δόση φρεσκάδας που πήρα έτσι στο αναπάντεχο και στο δωρεάν.

Κατά λάθος είμαι δίπλα από ένα γκρουπ, ο ξεναγός του χώρου μοιάζει με Αλβανός, τον ακούω για περίπου 5-6 λεπτά και πουθενά δεν άκουσα να αναφέρει κάτι από την Ελληνικότητα του χώρου, ούτε και στις πινακίδες του κάθε χώρου που διάβασα δεν έλεγε για Ελληνική πόλη ή στοιχείο. Τον άκουσα να αναφέρει ένα Ρωμαίο αυτοκράτορα μονάχα και τώρα στέκομαι λίγο πιο ψηλά τους, εκεί στην αρχαία αγορά, και σκέφτομαι να επέμβω για να διευκρινίσω κάποια πράγματα και να εξηγήσω κάποια πράγματα, αλλά δεν το έκανα γιατί λέω μπας και τα είπε πριν και εγώ δεν άκουσα και γίνω ρόμπα... ας το πάρει το ποτάμι.
Η έλξη μεταξύ εμού και Βαλκανικών χωρών έχει
ξεπεράσει τα όρια του απόλυτου πάθους. Αυτή η έλξη δεν είναι προσωπική μου και
μόνο, την μοιράζονται πολλοί ταξιδιώτες που είχαν κι αυτοί την ευτυχία να
ζήσουν και να απορροφήσουν τα όσα έχει να δώσει η Βαλκανική χερσόνησος. Όταν
γκρεμίστηκε το Σιδηρούν παραπέτασμα με την διαφάνεια του Γκορμπατσόφ, οι χώρες
αυτές αναδύθηκαν από τα μουντό και απρόσιτο τους χωροχρόνο όπως και η θεά
Αφροδίτη απ΄τα κύματα της θάλασσας... έκτοτε οι ταξιδευτές όρμησαν να
εξερευνήσουν τις χώρες αυτές και επιστρέφοντας όλοι μιλούσαν με διθυραμβικά
σχόλια.
Η Ρωμυλιά ή Ρούμελη είναι η επίσημη ονομασία
που έδωσαν οι «καλοί» μας Οθωμανοί στην Βυζαντινή αυτή επαρχία που ξεκινούσε
από Βουλγαρία μέχρι Αλβανία συμπεριλαμβανομένης και Ελλάδας. Η λέξη Ρωμυλιά
κτητική στα Οθωμανικά, η χώρα των Ρωμαίων στην ακρίβεια αλλά η σημασίας της
εννοούσε οι χώρες που κατάκτησαν από τους Βυζαντινούς. Στα σκαριά της η Ρωμυλιά
κατείχε στην γεωγραφική της έκταση την Θράκη, Μακεδονία, Μοισία μέχρι τον
Βόσπορο. Οι ποταμοί Σάβα και Δούναβης ήταν το βόρειο της σύνορο, η Αδριατική
θάλασσα το δυτικό και ο Μοριάς (Πελοπόννησος) στα νότια. Η διοικητή περιφέρεια
της Ρωμυλιάς ουσιαστικά ιδρύθηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι το
τέλος των Οθωμανών με ανώτερο άρχοντα της περιοχής τον Αρχίμπεη και με
διοικητική πρωτεύουσα πρώτα τα Σόφια μέχρι το 1836 όπου μετά πρωτεύουσα
χρίστηκε η πόλη Μοναστήρι, σημερινή πόλη Bitola στην χώρα των Σκοπίων.Τα Βαλκάνια ονομάζονται και Χερσόνησος του
Αίμου, εδώ όπως πάντα η Ελληνική μυθολογία εισέρχεται και λέει ότι από το αίμα
του τιτάνα Τυφώνα που του έριξε ο καλός μας Δίας κεραυνό, δόθηκε το όνομα
Αίμος. H οροσειρά Αίμος είναι υπαρκτή, βρίσκεται βόρεια της Ροδόπης και
καλύπτει την βόρεια πλευρά της τωρινής Βουλγαρίας με ψηλότερη κορυφή το Μπότεφ
στα 2,376 μέτρα .
Τα όρη αυτά ξεκινούν από τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη μέχρι τα παράλια της
Μαύρης θάλασσας.
Άσε τους μεγάλους δρόμους και πάρε τα
στενά... είπε ο Πυθαγόρας, αλληγορικό μεν αλλά το παίρνω κυριολεκτικά και
πάντα αυτό ακολουθώ, έτσι, το μικρό αυτό οδοιπορικό αφετηρία έχει τα Τίρανα,
Ιλλυρικά παράλια, κατεβαίνει τελείως νότια μέχρι Άγιους Σαράντα
συμπεριλαμβανομένων ιστορικών Ελληνικών επαρχιών της βόρειας Ηπείρου, και
προχωρά στα ενδότερα διαμέσου ορών Σκάδρος στα Σκόπια, κεντρική Βουλγαρία και
με τελικό προορισμό την πόλη του Κάσσανδρου, πρωτεύουσα της Μακεδονίας...
Θεσσαλονίκη.Κανένα ταξίδι δεν εγγυάται ούτε τον
προορισμό ούτε την επιστροφή. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κάποτε θα τελειώσει και
στο χέρι σου είναι να απολαύσεις τη διαδρομή... και μ΄αυτό το γνωμικό
επίσης στο νου, όταν γερνάει το πλάσμα αυτά παθαίνει και τα βλέπει όλα σαν
ποίηση, ξεκινώ μέσα στην καρδιά του Φθινοπώρου από Τίρανα προς Δυρράχιο με
αρκετό κρύο να με διαπερνά παντού καθώς το πρωινό είναι νωρίς ακόμα, τέλη
Οκτωβρίου συγκεκριμένα με βρίσκει πλήρες φορτωμένο να κάνω τα 35 περίπου
χιλιόμετρα προς Επίδαμνο ή ως γνωστό, το Δυρράχιο (Durres). Προορισμοί μου επί
Αλβανικού εδάφους είναι οι Ελληνικές αρχαίες πόλεις στις Ιλλυρικές/Δαλματικές
ακτές και να οδηγήσω ανάμεσα στην δοξασμένη επαρχία της βόρειας Ηπείρου, εδώ
όπου ζουν ακόμα μικρές ξεχασμένες Ελληνικές μειονότητες που «αντάλλαξε» /
«άφησε» ο Ελευθέριος Βενιζέλος στις αρχές του 20ου αιώνα.


Η διαδρομή δεν έχει τίποτα να δώσει, απολύτως τίποτα. Οι 4 λωρίδες της οδού όπου οι Αλβανοί αρέσκονται να τον ονομάζουν autostrada, καμιά σχέση με αυτοκινητόδρομο άσε που κρύβουν και κινδύνους αρκετούς, μια οι Αλβανοί που οδηγούν νομίζοντας ότι κανείς άλλος στον δρόμο, είσοδοι και έξοδοι από παντού χωρίς σήμανση και χωρίς προστατευτικό στις άκριες του δρόμου ώστε ζώα είναι πολύ εύκολο να μπουν, χωματόδρομοι να μπαίνουν στον δρόμο, καταλαβαίνετε ότι τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στον δρόμο και με ταχύτητες κάτω από 100 χλμ/ω. Κοντεύοντας Δυρράχιο μια θαλασσινή αύρα με καθαρά αίσθηση αλμύρας μου έρχεται κατάμουτρα και επίσης μυρωδιά από βότανα, αναζωογονητική ήτανε αυτή η δόση φρεσκάδας που πήρα έτσι στο αναπάντεχο και στο δωρεάν.
Μπαίνοντας στην πόλη το κλασσικό μπάχαλο
αυτοκινήτων και ανθρώπων, ακολουθώ τις οδηγίες του GPS για το πρώτο που θα
έβλεπα. Το μπάχαλο συνεχίζεται χωρίς σταματημό και δεν πολύ αργεί να φτάσω στα
αρχαία Ρωμαϊκά λουτρά που βρίσκονται σε κεντρικό δρόμο. Σταματάω στο πεζοδρόμιο
δίπλα ακριβώς από τον χώρο, ένα μεγάλο οικόπεδο περιφραγμένο είναι τα απομεινάρια
του χώρου. 5-6 κολώνες και κάτι απλοϊκά πατώματα χωρίς διακόσμηση είναι όλο
κι΄όλο. Ένας τσιγγάνος παίζει κλαρίνο εκεί και ένας φαφούτης γεροντάκος που δεν
πρέπει να τα έχει 400 αρχίζει να μου μιλά ιταλικά. Με τον πρώτο ξεμπερδεύω
γρήγορα δίνοντας του κάτι ψιλά αλλά ο φαφούτης, συγγνώμη είχε 2 δόντια – 1 σε
κάθε ημισφαίριο της στοματικής του κοιλότητας, δεν μου δίνει ανάσα. Βγάζω φώτο,
ενημερώνω το LiveTripTraveller και την κάνω άμεσα μπας και ησυχάσω από τον
καημένο γέροντα που μάλλον νόμιζε ότι μιλούσε με τον Μουσολίνι, τόσο γερασμένος
δείχνω λέτε? Μπροστά μου μια συμπαθητική πλατεία με σιντριβάνι δαπέδου και με
το δημαρχείο της πόλης να δεσπόζει. Σε μόλις 200 μέτρα δεξιά για
αρχαίο αμφιθέατρο της πόλης, πληρώνω 1.5 ευρώ και μπαίνω. Μικρός χώρος και το
μόνο που αξίζει είναι οι υπόγειες στοές.
Το αμφιθέατρο κτίστηκε την εποχή του
αυτοκράτορα Τραϊανού τον 2ο αιώνα μ.Χ. Ανακαλύφθηκε το 1966 και
έκτοτε γίνονται προσπάθειες για πλήρες αποκατάσταση και συντήρηση. Καταστράφηκε
από διάφορους σεισμούς και οι Οθωμανοί το έθαψαν μέχρι την ανακάλυψη του. Το
αμφιθέατρο χρησιμοποιήθηκε για εκδηλώσεις μέχρι τον 5ο αιώνα μ.Χ., και επί
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπου ανήκε, μετά την υιοθέτηση του Χριστιανισμού ως
επίσημης θρησκείας.
Το περπατώ λιγάκι, βγάζω τις φώτο μου και
επειδή δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνω εδώ, φεύγω. Οδεύω προς παραλία, Βυζαντινά
τείχη περιτριγυρίζουν το εδώ κομμάτι της αρχαίας πόλης σε συνδυασμό με Ενετικά
οχυρά δίνοντας μια άλλη αίγλη όπως επίσης τονίζει και το ιστορικό υπόβαθρο της
πόλης.
Αν και τα σωζόμενα ερείπια ελάχιστα, η πόλη
ιδρύθηκε με το όνομα Επίδαμνος το 627 π.Χ. από Κερκυραίους αποικιστές και
λίγους Κορίνθιους. Η γεωγραφική της θέση πολύ προνομιακή καθώς διέθετε φυσικό
βραχώδες λιμάνι το οποίο περιστοιχιζόταν από έλη και ψηλά απότομα βράχια
καθιστώντας την ασφαλή. Η Επίδαμνος ήταν γνωστή ως μια πολιτικά ανεπτυγμένη
κοινωνία κάνοντας τον μεγάλο φιλόσοφο Αριστοτέλη να επαινέσει το πολιτικό της
σύστημα, τον έλεγχο εμπορίου μεταξύ Ελλήνων και αποίκων του τοπικού πληθυσμού.
Κόρινθος και Κέρκυρα φιλονικούσαν για το ποιά θα είναι η μητρόπολης της πόλης
με αποτέλεσμα να επισπεύσουν τον Πελοποννησιακό πόλεμο το 431 π.Χ. Όταν οι
Ιλλυρικοί πόλεμοι με την Ρωμαϊκή δημοκρατία το 229 π.Χ. έληξαν με ήττα των
Ιλλύριων, η πόλη πέρασε στα χέρια των Ρωμαίων και η πόλη αναπτύχθηκε σαν
σημαντική στρατιωτική και ναυτική βάση. Οι Ρωμαίοι την μετονόμασαν
Dyrrachium από το Ελληνικό Δυρράχιο.


Μπαίνω στην παραλία, πεζόδρομος, πολλά
καφέ/εστιατόρια που γεμίζουν απ΄άκρη σε άκρη αυτό το παραλιακό κομμάτι της
πόλης. Βαλμένα όλα ωραία και ησυχία επικρατεί παντού, είμαι σίγουρος
κατακαλόκαιρα εδώ θα γινόταν χαμός. Την αράζω για καφεδάκι με φόντο την
Αδριατική θάλασσα και φυσικά τον τιγράκο μου. Ρουφώ το καλοφτιαγμένο μου Latte
με αρκετή δόση Αδριατικής θέας και με την μοναξιά μου στον χώρο, αγναντεύω την
απόλαυση της στιγμής. Αυτό κράτησε λίγο, καβαλάω και φεύγω. Μπαίνω στην Εγνατία
οδό, απ΄εδώ αρχίζει η αρχαία αυτή οδός που καταλήγει Κωνσταντινούπολη, ένωνε το
αρχαίο λιμάνι της πόλης εδώ μέχρι το ανατολικότερο σημείο της Ευρωπαϊκής
επικράτειας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στη μικρή μου γύρα είδα και 3
χριστιανικές εκκλησιές ανάμεσα στα τόσα τζαμιά και μάλιστα σε πολύ καλή
κατάσταση που δείχνει ότι οι εκκλησιές αυτές λειτουργούν, υπάρχουν και εδώ
χριστιανοί... άρα θα την βγάλω ζωντανός χαχα. Γενικά η πόλη έχει να δείξει και
αν υπάρχει χρόνος υπάρχουν χώροι και τόποι για το περίεργο μάτι. Η Εγνατία και
Αδριατική οδός με βγάζουν έξω απ΄την πόλη προς Αυλώνα όπως λέει η σχεδιασμένη
μου διαδρομή προς ελληνόφωνη Αλβανία, ιστορικά μονοπάτια με καρτερούν. Το
πρωινό κρύο αρχίζει να φεύγει, η θερμοκρασία ανέβηκε τουλάχιστον 4-5 βαθμούς, η
διαδρομή δεν λέει τίποτα, άχαρο τοπίο με μικρές βιομηχανικές περιοχές, σπίτια,
μαγαζιά, εστιατόρια, καφέ διάσπαρτα παντού στην διαδρομή συνοδευμένα με
μυρωδιές από μπόχα, καυσαέριο, φυτοφάρμακα και ότι άλλο σκεφτείς. Αυτό το
σκηνικό μέχρι πόλη Fier, μια κλασσική Αλβανική πόλη με κίνηση και
μποτιλιαρίσματα. Εγώ βγαίνω παραπλεύρως για να αποφύγω το κέντρο και άμεσα να
καλύψω τα 12 χλμ για αρχαία Απολλώνια, ψιλοχάνομαι γιατί ακολούθησα ταμπέλες
και όχι το GPS αλλά σύντομα έφτασα. Η πόλη βρίσκετε πάνω σ΄ένα ψηλό
πράσινο λόφο με θέα απλόχερη. Παρκάρω δίπλα από φρουρό, τον κερνάω τσιγάρο για
να μου προσέχει όλα όσα άφησα στην μηχανή και μπαίνω. Μικρός ο χώρος αλλά αυτά
που βλέπω πολύ όμορφα, ειδικότερα το αέτωμα πάνω στην πύλη της πόλης, απλά
υπέροχο.
Η Απολλώνια Ιλλυρική ήταν αποικία των
Κορινθίων κοντά στους ποταμούς Αώο και Άψο όπως λέει ο Στράβωνας. Ιδρύθηκε τον
6ο αιώνα π.Χ. από Κορίνθιους και Κερκυραίους. Το πολίτευμα
της ολιγαρχικό και επαινείται από τον Αριστοτέλη. Το 312 π.Χ. οι κάτοικοι της
απέκρουσαν με επιτυχία την στρατιά του Κάσσανδρου και αργότερα συμμάχησαν με
τον βασιλειά της Ηπείρου, Πύρρο Α΄. Το 229 π.Χ. η πόλη υποτάχθηκε στην Ρωμαϊκή
αυτοκρατορία και επικοινωνούσε με την Μακεδονία μέσω Εγνατίας οδού. Η πόλη
διατηρούσε την ακμή της και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους αφού αναφέρεται από
τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο φαντάζομαι στα επικά του συγγράμματα και
ειδικότερα στο «Περί της Βασιλείου Τάξεως».

Κατά λάθος είμαι δίπλα από ένα γκρουπ, ο ξεναγός του χώρου μοιάζει με Αλβανός, τον ακούω για περίπου 5-6 λεπτά και πουθενά δεν άκουσα να αναφέρει κάτι από την Ελληνικότητα του χώρου, ούτε και στις πινακίδες του κάθε χώρου που διάβασα δεν έλεγε για Ελληνική πόλη ή στοιχείο. Τον άκουσα να αναφέρει ένα Ρωμαίο αυτοκράτορα μονάχα και τώρα στέκομαι λίγο πιο ψηλά τους, εκεί στην αρχαία αγορά, και σκέφτομαι να επέμβω για να διευκρινίσω κάποια πράγματα και να εξηγήσω κάποια πράγματα, αλλά δεν το έκανα γιατί λέω μπας και τα είπε πριν και εγώ δεν άκουσα και γίνω ρόμπα... ας το πάρει το ποτάμι.
Μπαίνοντας στον χώρο πρόσεξα ότι το μουσείο
της Απολλώνιας είναι ένα παλιό μοναστήρι και ναός μέσα στην αυλή. Σαν κλασσικός
περίεργος μπήκα να δω τι γίνετε, σε άψογη κατάσταση όλα, μοναστήρι και ναός, με
αγάλματα, κίονες και ευρήματα γενικά από την αρχαία Απολλώνια να στολίζουν την
εσωτερική αυλή. Βγαίνοντας είδα γενειάδα και ράσα, τον προσεγγίζω και του μιλώ
ελληνικά, με σπαστά και λιγοστά ελληνικά μου ανταποκρίθηκε. Μου είπε ότι πριν
πολλά χρόνια ήταν όντως μοναστήρι Ορθόδοξο και ο ναός είναι αφιερωμένος στην
Παναγία. Δεν μπόρεσα να μαζέψω κι΄άλλες πληροφορίες γιατί η γλώσσα όπως
καταλαβαίνετε μας έβαζε φραγμούς, τον ευχαριστώ και φεύγω. Κερνάω ακόμη ένα
τσιγάρο τον φρουρό για να τον ευχαριστήσω που βρήκα την πραμάτεια μου όπως την
άφησα, καβαλάω μηχανή και κατηφορίζω. Ο λόφος είναι γεμάτος απομεινάρια της
αρχαίας πόλης, παντού μισογκρεμισμένοι τείχη από σπίτια και οικοδομήματα.
Ακολουθώ την ηλεκτρονικά χαραγμένη μου πορεία αλλά... χώμα, γίνετε να μην κάνω
και λίγο χώμα, αλίμονο. Στέκοντας πλέον για να απορροφώ επιπλέον κραδασμούς
και για καλύτερο έλεγχο μηχανής είμαι μέσα στους αγρούς της κεντρικής Αλβανίας
σ΄ένα στενό χωματόδρομο γεμάτο τρύπες και κοτρόνες συγχρόνως να χαιρετάω τον
κάθε αγρότη που έβρισκα μπροστά μου μπας και χρειαστώ το τρακτέρ του να με
βγάλει απ΄εδώ μέσα και καλύπτω καμιά 10 χλμ μέχρι να ενωθώ με ασφάλτινη οδό
προς την Αυλώνα.


Η διαδρομή 4πλής κατεύθυνσης έτσι τα
εναπομείναντα χλμ να γίνονται σβέλτα, όσο από τοπίο, τζίφος πάλι. Μπαίνω
Αυλώνα, πιο συγυρισμένη, πιο καθαρή, πιο ωραία. Ψάχνω τον παραλιακό δρόμο αλλά
έργα στους δρόμους και χωρίς σήμανση η πορεία μου κόβεται, επιστροφή και λέω
να πιω τον καφέ μου έξω απ΄την πόλη. Εκεί στο αναπάντεχο ο παραλιακός με
υπέροχα καφέ και θέα, παρκάρω μηχανή και κάθομαι χωρίς δισταγμό. Καπουτσίνο,
τσιγάρο και όμορφη θέα να απλώνετε χωρίς αναστολές μπροστά μου. Η Αδριατική
όπως πάντα να κάνει παρέα στον μοναχικό μου κόσμο, το μπλε ούτε κι΄αυτό λέει να
με αποχωριστεί.
Η Αυλώνα είναι μια από τις αρχαιότερες
πόλεις της Αλβανίας, ιδρύθηκε από Έλληνες τον 6ο αιώνα π.Χ. και
ονομάστηκε Αυλών. Ήταν μια από τις αρκετές αποικίες στις Ιλλυρικές ακτές και
που αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πτολεμαίο στο βιβλίο του Γεωγραφία. Η
πόλη υπήρξε σημαντικό λιμάνι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ρουφάω τον καπουτσίνο, καπνίζω 2-3
τσιγάρα, τραβάω λίγες φώτο & βίντεο και ξεκινώ. Η διαδρομή (SH8) από νωρίς
έδειξε τι έμελλε να δω. Φιδίσιος δρόμος πάνω στο κύμα σ΄ένα βραχώδες τοπίο αριστερά
μου που έσβηνε πάνω σε κρυστάλλινες παραλίες στα δεξιά μου... μια ομορφιά
υπέροχη, ένα πανέμορφο άγριο παραλιακό τοπίο που έδινε ρέστα. Επί 5-6 χλμ αυτό
έβλεπα, αρκετά εστιατόρια, ταβέρνες, μπαράκια, καφέ... η τουριστική υποδομή στο
απόγειο της. Όσο από οδήγηση, απλά υπέροχα να οδηγάς σε τέτοια μέρη. Μετά από
Orikum μπαίνω στα ενδότερα, η φύση δεν είναι αδιάφορη και τα μικρά χωριουδάκια
με τις κοτούλες, χήνες και λοιπά πουλερικά να στολίζουν τις αυλές των σπιτιών.
Μικροπωλητές με φρούτα και λαχανικά στις άκριες του δρόμου καθώς έβλεπα τα
Κεραύνια όρη ή όρη Χειμμάρας να κοντεύουν.
Το όνομα με Ελληνική καταγωγή και ψηλότερη
κορυφή στα 2,044 μέτρα ,
στα βορειοδυτικά βρίσκεται το Ακροκεραύνιο ακρωτήρι που χωρίζει το Ιόνιο
πέλαγος με Αδριατική θάλασσα. Στην αρχαιότητα το όρος οριοθετούσε τις Ελληνικές
φυλές από τις Ιλλυρικές. Το όρος αναφέρθηκε και από τους γεωγράφους/ταξιδιώτες,
Στράβωνα – Πτολεμαίο – Παυσανία.
Ανηφορίζω το όρος με
αρκετό στροφιλίκη και θεάσεις όμορφες. Σύντομα μπαίνω σε δάσος, το πάρκο
Llogara ή το πέρασμα Llogara, τα δέντρα ψηλά και πυκνά. Αλπικού τύπου διαδρομές
σε σχετικά καλή άσφαλτο, φτάνω στο ψηλότερο σημείο που με φέρνει ο δρόμος στα 1,050 μέτρα και γεμάτο
αλπικού τύπου μοτέλ, ξενοδοχεία και υπέροχα εστιατόρια. Πραγματικά είναι όλα
υπέροχα εδώ πάνω, όλα τα προαναφερθέντα καταλύματα βαλμένα μέσα στο δάσος το
καθένα μόνο του. Το πυκνό δάσος τελειώνει σύντομα, σε 5-6 χλμ περίπου, όλα
τελειώνουν επίσης. Το σκηνικό αλλάζει ριζικά... μια μαγεία ήτανε, μια ουτοπία
ήτανε... όχι, ήταν πραγματικό. Τα όρη να σβήνουν σχετικά απότομα στην θάλασσα
καθώς κατηφορίζω για Χειμμάρα και μπροστά μου να βλέπω μια μαγευτική, ονειρική
θέα... την Αλβανική Ριβιέρα. Οι εικόνες απλά δίνουν ρέστα, κάνουν ρεσιτάλ πια
είναι η καλύτερη. Στάσεις πάμπολλες να αποθανατίσω άπαντα, όσο και αν βιάζομαι
να φτάσω Βουθρωτό πριν κλείσει ο χώρος συνεχίζω να σταματάω για να απολαμβάνω
και να φωτογραφίζω την απίστευτη θέα... σε μια στάση μου δίπλα τουρίστες και
άκουγα τις εκφράσεις θαυμασμού γι΄αυτό που κοινά αντικρίζαμε. Χρήζω τον δρόμο
SH8 σαν την καλύτερη διαδρομή επί Αλβανικού εδάφους.
Πλέον τα ονόματα θυμίζουν Ελλάδα, πλέον τα
τζαμιά αντικαθιστούνται με εκκλησιές και καμπαναριά, πλέον οι Αλβανικές
ονομασίες εστιατορίων και ξενοδοχειακών μονάδων είναι στα Ελληνικά, πλέον είμαι
στα 250 μέτρα
με δεξιά το Ιόνιο πέλαγος καθώς διαπερνώ χωριά, μικρά και μεγάλα. Πλέον η φύση
γέμισε ελιές, ελαιώνες παντού, απέραντα στρέμματα, πλέον μυρίζει... Ελλάδα.
Ίσως με συνεπαίρνει η Ελληνικότητα μου, ίσως τα παραλέω λιγάκι, ίσως τα νιώθω
εντονότερα, ίσως γιατί... απλά Έτσι Είναι!!!


Μπαίνω Χειμμάρα, δεξιά ταμπέλα για παλιά πόλη.
Να κείτεται σ΄ένα δάσωσης λόφο ήταν πανέμορφο να την βλέπεις, πετρόκτιστα
σπίτια και πετρόκτιστοι δρόμοι/σοκάκια να της δίνουν μια πανέμορφη γραφική
αίγλη, μια αίγλη που εγώ δεν έκανα να πάρω γιατί δεν με παίρνει ο χρόνος.
Συνιστάτε χωρίς κανένα δισταγμό να επισκεφτείτε την παλιά πόλη γιατί είναι
απίστευτα παραδοσιακή και πανέμορφη. Μπαίνει και αυτό στην λίστα για μέρη που
θα ξαναέρθω. Κατεβαίνω προς νέα πόλη της Χειμμάρας, τουριστική καθαρά αλλά το
αξίζει κι΄αυτή χωρίς ενδοιασμούς.Σε λίγο το υψόμετρο αλλάζει, σχεδόν 60 μέτρα πλέον, αλλάζει
και το τοπίο σε κάτι λίγο πιο άχαρο, τα χλμ λίγα, μπήκα πλέον στην παραλιακή
πόλη των Αγ. Σαράντα. Μεγάλωσα και άκουγα για τους Αγ. Σαράντα σε εθνικούς
επετείους και έπη εθνικά και στο μυαλό μου «κτίστηκε» ένα μικρό απόμερο
παραδοσιακό χωριό... καμία σχέση. Όλο πολυκατοικίες αμφιθεατρικά κτισμένη η
τουριστική αυτή πόλη που το μόνο που έχει να αναδείξει είναι τουριστικά θέρετρα
και υποστατικά. Εδώ καλοκαίρι πρέπει να γίνετε Ο Χαμός. Το άκουσα πρόσφατα
βέβαια ότι σκίζει από τουρισμό και όντως εδώ η θάλασσα και παραλίες είναι
ελκυστικά όμορφα, την προσπερνώ για να πάω Βουθρωτό.


Φτάνω, παρκάρω απέναντι από Ενετικό φρούριο
και μπαίνω σαν Ιάπωνας τουρίστας με κάμερες, φωτογραφικές και ότι άλλο
θελήσετε. Περπατώ προς κύριο χώρο και βλέπω ότι η κάμερα τέλειωσε και η 2η εφεδρική μπαταρία,
όχι ρε γαμώτ. Κάνω κλικ ότι έχω κάμερα κινητού, ΣΗΜ πρώτη φορά την χρησιμοποιώ.
Φτάνω στον αρχαιολογικό χώρο, τραβάω τα πλάνα μου, απολαμβάνω την αρχαιότητα
του χώρου και ξεχνάω να τραβήξω φώτο, ας είναι, έχω τα πλάνα λέω ο κακόμοιρος
(δέστε πιο κάτω).
Το Βουθρωτό ή αλλιώς Butrint ήταν μια
Ελληνική πόλη της φυλής των Χαόνων. Τον 4ο αιώνα π.Χ.
ανεπτύχθη πολύ σαν πόλη και λιμάνι. Το Ελληνικό του ημερολόγιο παρουσιάζεται
και στον σπουδαίο μηχανισμό των Αντικυθήρων. Οι Ρωμαίοι την κατάκτησαν τον 3ο αιώνα μ.Χ. Το
Βουθρωτό παράμεινε σημαντική πόλη, λόγω και της θέσης της, μέχρι τον 16ο αιώνα όπου
καταστροφικοί πόλεμοι την άφησαν σε ερείπια. Σώζονται μέχρι τώρα το
Βαφτιστήρι, η Αγορά, το Θέατρο και Βασιλικός ναός.
Η διαμονή μου στο Εξαμίλι ή Ksamil, ανάμεσα
από Βουθρωτό και Αγ. Σαράντα, τουριστικό κι΄αυτό αλλά σε μικρογραφία. Ένα
απλοϊκό δωμάτιο σε οικογενειακή θαλπωρή νοίκιασα, ωραία θέα προς παραλία. Το
απόγευμα αργά πήρα τα πόδια μου για μάσα σε παραλιακό εστιατόριο που μου
σύστησε η σπιτονοικοκυρά. Περπατώ ένα μικρό άδειο στενοσόκακο παραλιακά και μου
φωνάζει ένας τύπος γύρω στα 65-70. Απαντώ σε αγγλικά και τελικά μου βγαίνει να
μιλά Ελληνικά, ο Πολυχρόνης. Τελικά είναι Αλβανός από Κορυτσά, έζησε Ελλάδα
όπως χιλιάδες άλλοι και τον βάφτισαν. Με πήρε στην κουβέντα αλλά δεν του άρεσε
που τον τράβαγα βίντεο. Δεν τον πολύ πήρα στην κουβέντα γιατί μου φάνηκε μεθυσμένος,
κάπνισα 1 τσιγάρο μαζί του και έφυγα. Ένα εστιατόριο πάνω στον μικρό λόφο με
καλοδέχεται με τα πορτοκαλοκίτρινα χρώματα του ηλιοβασιλέματος αντίπερα, εκεί
που έσβηνε το ηλιοβασίλεμα είναι και το νησί των Φαιάκων, η Κέρκυρα, δεν την
έβλεπα απλά την... ένιωθα εκεί.
Στο δωμάτιο μου νωρίς το βράδυ να γράψω και να
μεταφέρω φώτο και βίντεο, τα βίντεο του κινητού ήταν... ανάποδα. Μα τους
χίλιους λύκους, και στο προηγούμενο μου ταξίδι το θέμα βίντεο μου βγήκε στραβά,
έχασα πολλά βίντεο. Νομίζω είναι καιρός να αφήσω λίγα γκατετζάκια πίσω για να
νευριάζω λιγότερο, θα μείνω κλασσικός με τις φώτο μονό.
Πρωινός, πρωινός επόμενη μέρα, αφού κοιμήθηκα
ψες νωρίς. Βγήκα στην βεράντα, άναψα τσιγάρο, έβλεπα το Ιόνιο πέλαγος και
αγνάντευα... αυτό ήταν το πρόγευμα μου. Φόρτωσα και την έκανα. Καθώς όδευα για
Αγ. Σαράντα σκεφτόμουνα να πάω στον μόλο να πιω τον καφέ μου, στην διασταύρωση
για Αγ. Σαράντα άλλαξα γνώμη, ένας απλός καφενές στα προάστια της πόλης που
είναι σαν χωριό, με κέρδισε. Ένας περιποιημένος καπουτσίνος και με άπλετο
χαμόγελο από τον ψηλόλιγνο καφετζή που μιλούσε σχεδόν άπταιστα Ελληνικά, μου
έφτιαξε το πρωινό μου.


Ο δρόμος SH99 θα με διαπερνούσε τα βουνά Gjere
προς δρόμο SH4, στην καρδιά της Δρόπολης. Η Δρόπολης είναι η Ελληνόφωνη επαρχία
της Αλβανίας γνωστή και ως Βόρεια Ήπειρος όπου ακόμα και η Αλβανική κυβέρνηση
της αναγνωρίζει. Η διαδρομή ξεκινά άχαρα αλλά ευτυχώς αρχίζει την ανάβαση για
τα βουνά και πλέον το πρασινίζει η πλάση. Δεν πολυαργεί να φτάσει η πρώτη μου
επίσκεψη στο χωριό Μεσοπόταμος, το μοναστήρι του Αγ. Νικολάου. Το βρίσκω εύκολα
μέσω μικρής χωμάτινης διαδρομής και παρκάρω μέσα στην μεγάλη χωμάτινη αυλή,
στις πύλες εισόδου είχε ταμπέλα που έλεγε στα Ελληνικά και Αλβανικά ότι
γίνονται εργασίες επιδιόρθωσης στην εκκλησιά. Πάρκαρα απέναντι από είσοδο του
ναού και άρχισα να βιντεογραφώ, άκουσα να μου μιλάνε Ελληνικά, οι κτιστάδες
πάνω σε σκαλωσιές μου είπαν ότι απαγορεύεται να μπω στο χώρο λόγω εργασιών και
επίσης ότι απαγορεύεται να κινηματογραφώ λόγω επίσης των εργασιών. Του απαντώ
ότι εργασίες κάνετε και όχι κάτι μυστικό που ο κόσμος δεν πρέπει να δει ή να
ξέρει.... τα πήρα λίγο στο κρανίο γιατί μπούρδες ακούω. Κινηματογράφησα όχι την
εκκλησιά, τον περίγυρο. Βέβαια στο πίσω μέρος του ναού πήρα κάποια πλάνα. Τους
λέω σε λίγο αν μπορώ να μπω μέσα να δω τον ναό και μου είπαν όχι, εκεί
θύμωσα περισσότερο και τους απάντησα ότι μαλακίες μου λέτε. Ένας πετάχτηκε και
μου είπε να μπούμε μαζί για μια στιγμή και έτσι έκανα, ο ναός από μέσα
υπέροχος, μικρός σχετικά αλλά με υπέροχους κίονες σαν βάσεις του ναού.
Εικονογραφίες μόνο στο ιερό είχε και αυτό με παραξένεψε λιγάκι. Οι υπόλοιποι
τοίχοι είχαν ένα χρώμα πεσμένου/παστέλ μπλε, τώρα βάφτηκε, έτσι ήταν...δεν
ξέρω.


Μεγάλο κτίσμα και με οντότητα, κτισμένο λένε
τον 4ο αιώνα μ.Χ. από τον Μ. Κωνσταντίνο και ξανακτισμένο από
τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ τον 11ο αιώνα
και θεωρείται ως μνημείο προστατευόμενο από την Αλβανική κυβέρνηση. Βρίσκεται
σε λόφο και παλιά υπήρχαν τείχη που το οχύρωναν για προστασία. Ο χώρος είναι
σαν αρχαιολογικό μουσείο από πατώματα, αετώματα, κιονόκρανα κ.λ.π. τα οποία
είναι φερμένα από την κοντινή Ελληνική αρχαία πόλη της Φοινίκης (πρωτεύουσα των
Χαόνων). Εύρημα επίσης αναγράφει το όνομα Μενέλαος και πιστεύεται ότι πρόκειται
για τον βασιλειά της Σπάρτης. Χωρίς να είναι επιβεβαιωμένο, ιστορικοί και
αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι εδώ η περιοχή συνδέεται με τον Τρωικό πόλεμο όπως και
το Βουθρωτό σε απόσταση 20
χλμ.
Λίγο τσαντισμένος φεύγω, αφού ευχαρίστησα
μ΄ένα τσιγάρο τον Αλβανό κτίστη. Το κέρασμα τσιγάρου χωρίς να το γνωρίζω, κάνει
θραύση εδώ στην Αλβανία. Ο δρόμος ανεβαίνει υψομετρικά και αναμενόμενο η πλάση
να παίρνει τα πάνω της. Δασική διαδρομή ακολουθώ με τον μικρό ποταμό Bistrice
να κατηφορίζει το βουνό δίνοντας και αυτός μια πινελιά ομορφιάς στο τοπίο. Λίγα
μικρά χωριά στο διάβα μου, εκκλησιές βλέπω παντού ακόμα και σε απόμερα μέρη,
εικονοστάσια επίσης στο δρόμο αρκετά
Στο τέλος του SH99
μπαίνω στην περιοχή της Δρόπολης με τα 34 ελληνόφωνα χωριά της. Το Αλβανικό
κράτος αναγνωρίζει επίσημα την περιοχή σαν Ελληνική μειονότητα και δίνει το
δικαίωμα δημιουργίας Ελληνικών σχολείων. Η περιοχή ξεκινά από τα σύνορα της
Κακαβιάς και τελειώνει νότια του Αργυρόκαστρου κατά μήκος του κυρίου δρόμου,
SH4.
Διαπερνώ χωρίς
σταματημό Ελληνικά χωριά, Ελληνικούς χώρους, Έλληνες μιας αλλιώτικης Ελλάδας
και είμαι απόλυτα σίγουρος σε μια συνομιλία μαζί τους θα είχαν χιλιάδες
πράγματα να μου εξιστορήσουν. Νιώθω την ανάγκη να σταματώ σε κάθε χωριό, σε
κάθε πλατεία, σε κάθε σπίτι, να πιάσω κουβέντα με τον καθένα που βρίσκω μπροστά
μου και να μάθω όλα αυτά που έχουν μέσα τους, όλα αυτά που εμείς δεν ξέρουμε
και δεν ζήσαμε. Η απογοήτευση και πίκρα των κατοίκων θα ήταν πολύ υπαρκτή σε
μια απλή συζήτηση και θα συμφωνούσα απόλυτα. Οι Έλληνες εδώ δεν φυλάνε
Θερμοπύλες αλλά είχαν «προδοθεί», δόθηκαν παρά την θέληση τους σε άλλο κράτος.
Παρόλη την προσπάθεια της Ελλάδας και Ελληνικού στρατού, η περιοχή δόθηκε
τελικά στην Αλβανία το 1913, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά από πιέσεις των
μεγάλων δυνάμεων αντάλλαξε την περιοχή αυτή με νησιά του Αιγαίου. Οι κάτοικοι
αντέδρασαν έντονα και με τα όπλα ανά χείρας προσπάθησαν να κερδίσουν αυτονομία
αλλά τα πολιτικά παιγνίδια και αστάθεια της εποχής δεν άφησαν αυτό να γίνει
πραγματικότητα. Και έκτοτε έμειναν εδώ, εδώ στα καταραμένα βουνά, εδώ στην ψεύτικη
ξενιτιά, σε μια αθέλητη απομόνωση. Βέβαια πολλοί έφυγαν, ξενιτεύτηκαν παντού
στην υφήλιο.
Η περιοχή της
βόρειας Ηπείρου κατοικούσαν από την 2η χιλιετία π.Χ. από
τα Ελληνικά φύλα κυρίως των Θεσπρωτών, Χαόνων και Μολοσσών. Σημαντικές πόλεις
και οικισμοί ήταν το Βουθρωτό, ο Ογχησμός (Αγ. Σαράντα), Αντιγόνεια (κοντά στο
Αργυρόκαστρο), Φοινίκη (νομός Αυλώνας) και άλλες. Οι Ρωμαίοι την κατείχαν μέχρι
τον 12ο αιώνα μ.Χ. και τον 13ο αιώνα γίνεται τμήμα
του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Επήλθε ο Οθωμανικός ζυγός για 4 αιώνες με την
περιοχή εδώ να πρωτοστατεί σε επαναστατικές ενέργειες εναντίον των Οθωμανών
ειδικότερα στην επανάσταση του 1821 και 1854 προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν τον
Ρωσσο-τουρκικό πόλεμο και να ενωθούν με Ελλάδα όπως ήταν και πάντοτε ο απώτερος
τους σκοπός, ο ύστατος τους καημός. Μετά την πτώση των Οθωμανών, το 1913
γεννιέται με την στήριξη των μεγάλων δυνάμεων το Αλβανικό κράτος με την βόρεια
Ήπειρο στα σκαριά της. Ο Βενιζέλος βέβαια δεν δέκτηκε αλλά οι μεγάλες πιέσεις
τον ανάγκασαν να αφήσει την περιοχή στην Αλβανία με αντάλλαγμα τα νησιά του
Αιγαίου. Οι εδώ κάτοικοι ένιωσαν προδομένοι όχι μόνο γιατί η Ελλάδα δεν
διεκδίκησε την περιοχή αλλά ούτε και τους προμήθευσε όπλα για να αμυνθούν των
Αλβανών. Η ορολογία Βόρεια Ήπειρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φόρα το 1914 στην
σύνοδο της Κέρκυρας όπου η περιοχή γινόταν αυτόνομη... ένα όνειρο που έσβησε
γρήγορα λόγω αστάθειας στην περιοχή και 1ου Π.Π. Πριν την
παραχώρηση της βόρειας Ηπείρου στην Αλβανία, η Ελληνική γλώσσα εδώ θεωρήθηκε η
καθαρότερη και απαλλαγμένη από τοπικούς ιδιωματισμούς.
Οδηγώντας πλέον στην
πεδιάδα του ποταμού Δρίνου με όλα αυτά τα ιστορικά στο μυαλό μου, όλα τα
συμβάντα που συντέλεσαν ένα τεράστιο ιστορικό χρονολόγιο μέχρι και το έπος του
40, με κάνουν να νιώθω μια βαθειά ευλάβεια και σεβασμό στο χώρο που κυλούν οι
ρόδες μου. Η βόρεια Ήπειρος είναι πολύ πλούσια σε ιστορία, αρχαίες πόλεις,
οικισμούς και απομεινάρια πολλών πολέμων και μαχών... θα είναι βαρετό να δίνω
κάθε ιστορικό υπόβαθρο κάθε χωριού και περιοχής που διαπερνώ, η περιοχή γέμισε/γεμίζει
βιβλία από ιστορία, παραδόσεις και κουλτούρα.
Η διαδρομή μου με έβαζε
να περάσω από χωριά Τεριαχάτες και Σωφράτικα, ήθελα να μπω να τα δω, να δω πως
είναι, και έτσι έκανα. Κτισμένα στους πρόποδες των βουνών, η διαδρομή μέσα στα
2 χωριά πολύ ανηφορική ή πολύ κατηφορική με ζορίζει αρκετά, ο δρόμος είναι
πετρόκτιστος και όχι άσφαλτος. Αμφιθεατρικά κτισμένα τα οδηγώ, σχεδόν κανένα
άνθρωπο δεν είδα, ούτε κανένα καφενέ να κάτσω με πρόφαση τον καφέ να μιλήσω με
ντόπιους. Ούτε και από αρχιτεκτονικής λένε κάτι, ίσως αφημένα στον χρόνο να
είναι, ίσως η αποξένωση, δεν μπορώ να ξέρω στα σίγουρα. Στο τέλος, βγαίνοντας
από Σωφράτικα βλέπω καφενέ και κατεβαίνω. Ακούω Ελληνικά και καλημερίζω γενικά
εκεί στον χώρο. Έρχεται ο καφετζής, Έλληνας ντόπιος. Παραγγέλνω ένα ελληνικό
και ακούω τους διπλανούς τι λένε για να μπω στο θέμα. Τελικά έρχεται ο καφετζής
και τον πιάνω κουβέντα καθώς ήταν πολύ χαμογελαστός και φιλικός γύρω στα 55-60
χρονών. Δυστυχώς άκουσα όλα αυτά που ανάμενα να ακούσω... οι νέοι φεύγουν,
δουλειές λιγοστές, μισθοί πείνας, τίποτα να κάνουν εδώ. Οι Έλληνες κάνουν 1-2
παιδιά ενώ οι Αλβανοί όσα μπορούν, θα μας τα πάρουν όλα οι Αλβανοί στο τέλος
μου λέει. Με ενημερώνει ότι τα πλείστα σχολεία εδώ κλείσανε, η γυναίκα μου
δασκάλα συνεχίζει αλλά τώρα δουλεύει στο ληξιαρχείο της περιοχής. Έχω 2 κόρες
μου εξηγεί ο καλοσυνάτος καφετζής, η μια εδώ παντρεμένη με Έλληνα και παίρνει
μισθό 230 ευρώ και η άλλη Ιωάννινα σπουδάζει. Τα είπαμε ακόμα λίγο και ζητάω να
πληρώσω παρόλο που είδα ότι ο καφές ήταν 50 λέκε (40 σεντς δικά μας) και
ετοιμάζω ένα 2 εύρω που είχα να του το δώσω... κερασμένο μου είπε, όχι του
απαντώ δεν δέχομαι και μου λέει... ένας καφές πατριώτη είναι, κερασμένος από
μένα και καλό δρόμο να΄χεις. Ο κόσμος της επαρχίας συνήθως δεν κοιτάει το χρήμα
και ειδικότερα αυτοί που είναι πραγματικά φτωχοί... τέτοιες πράξεις με
σκλαβώνουν.


Πολύ κοντά το
Αργυρόκαστρο όπου εδώ θα μείνω 2 βράδια για να το δω όσο πιο καλά γίνετε.
Μπαίνοντας Αργυρόκαστρο ένιωσα έντονα να φωνάξω «εάλω η πόλης», για πάρτη μου,
να την κάνω δική μου και να την δωρίσω στον βασανισμένο εδώ Ελληνισμό που ίσως,
μάλλον είναι πιο Έλληνες από εμάς. Χωρίς να θέλω να προχωρήσω τις
σκέψεις/συναισθήματα για να μην πιάσει πάλι το πατριωτικό μου και μπω κόκκινα,
οδεύω για το Ελληνικό προξενείο για να μου συστήσουν ένα ξενοδοχείο με Έλληνα
ιδιοκτήτη, για κάποιο λόγο δεν ήθελα να μείνω σε Αλβανικό όχι πως τα έχω μαζί
τους, απλά έτσι το είδα. Οι εμπειρίες μου με Αλβανούς εδώ και χρόνια σε ταξίδια
μπορώ να πω άριστες, ποτέ δεν ένιωσα εχθρότητα, το αντίθετο θά΄λεγα. Στο
προξενείο μου πρότειναν ένα ξενοδοχείο αλλά πηγαίνοντας εκεί ήταν αρκετά
ακριβό, ήταν όμως ένα μεγάλο σπίτι πλήρες ανακαινισμένο με υπέροχη διακόσμηση
και αρκετό μεράκι. Βρίσκω τελικά στην πλατεία της παλιάς πόλης. Αράζω πραμάτεια
μου και έξω για γνωριμία με την γραφική μικρή πόλη που είναι κάτω υπό την
προστασία της ΟΥΝΕΣΚΟ. Οι μικροί δρόμοι πετρόκτιστοι και γεμάτοι αυτοκίνητα.
Λίγο ψιλό μπάχαλο αλλά απλά πανέμορφη. Τα πλείστα σπίτια σε παραδοσιακό ρυθμό,
όλα σχεδόν φτιαγμένα, λουλούδια και παραδοσιακές λευκές κεντητές κουρτίνες στα
παράθυρα, πολλά μαγαζάκια με σουβενίρ, καφενεδάκια, εστιατόρια κ.λ.π. Το
μοναδικό τζαμί στην πόλη αναπαλαιώνεται με χορηγία...ποιάς άλλης, της Τουρκίας.
Μια τουρκική σημαία κρέμεται εκεί για μας την σπάζει προφανώς. Περπατώ αλλά η
άνοδος έχει αρκετή κλίση και λαχανιάζω εύκολα. Ο ιδρώτας να τρέχει καθώς
περιφέρομαι και παρατηρώ ότι βρίσκεται μπροστά μου, κανονικός τουρίστας
σχιστομάτης έγινα να φωτογραφίζω και βιντεοσκοπώ συνεχώς. Κουράστηκα,
μεσημέριασε, λέω πιο πάνω θα πάω το απόγευμα καθώς θα πηγαίνω στο γεφύρι του
Αλή Πασά που βρίσκεται πάνω από την πόλη. Κάθισα λίγο παράμερα μπας και ησυχάσω
από θόρυβο. Ένα μικρό ταβερνάκι με το όνομα Αργυρώ με βρίσκει να την αράζω,
καλές τιμές και σχετικά Ελληνικό μενού... τελικά ο τύπος Αλβανός παντρεμένος με
Ελληνίδα.Λίγη ξεκούραση και το
απόγευμα οδεύω για γεφύρι Αλί Πασά, το είχα ήδη σημείωση στο GPS και ακολουθώ
διαδρομή, με βάζει σε τόπους που δεν περνά όχημα, πάω από αλλού, πάω παραπέρα,
πάω μέσω νέας πόλης... τίποτα δεν βγαίνει. Λέω θα πάω από παλιά πόλη αλλά από
ψηλότερα και τότε να βάλω στο στίγμα να με καθοδηγήσει. Οι πετρόκτιστες με
πολλές μοίρες ανηφόρες μου κάνουν τη ζωή δύσκολη, μπαίνω όπου δω ότι με βγάζει
αλλά καμιά δεν με βγάζει πουθενά, όλα καταλήγουν σε αδιέξοδο ή σκαλιά να βγεις.
Και άντε τώρα κάνε επαναστροφή στα στενά σοκάκια και με τόση κλίση... τα
ρούφηξα 1-2 φορές. Παρέδωσα τα όπλα, επιστροφή σε ξενοδοχείο και καφέ εκεί με
την θέα του Γράμμου όρους απέναντι.
Σε ανασκαφές βρήκαν
αντικείμενα που χρονολογούνται από την εποχή του Σιδήρου. Η πρώτη καταγραφή της
πόλης είναι το 1336 με το Ελληνικό όνομα Αργυρόκαστρο σαν τμήμα της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας. Τα τείχη της πόλης χρονολογούνται από τον 3ο αιώνα μ.Χ. Η πόλη
έζησε πολλές πολιτιστικές και πολιτικές αλλαγές μέσα στους αιώνες. Αριθμοί
43,000 κατοίκους όπου λέγεται ότι το 34% είναι Έλληνες. Το πρώτο Ελληνικό
σχολείο κτίστηκε εδώ το 1663.


Το βραδάκι έφαγα την
σουπίτσα μου καθήμενος έξω με το αεράκι να τσιμπάει λίγο, κρέας και μπόλικο
γιαουρτοσκόρδιον συνοδευμένο, μπυρίτσα και βουρ μετά δωμάτιο για συγγραφή και
ανάλυση φώτο και βίντεο. Μοναστηριακή η ζωή μου σ΄αυτό το ταξίδι, το
τιγράκι μου η Σούλη δεν μπορούσε να ακολουθήσει λόγω εργασίας έτσι κάνω ένα
είδος προετοιμασίας για να πάω Άγιο Όρος... όχι ρε παίδες δεν σάλταρα ακόμα
απλά έχω πρόσκληση για να πάω εκεί και δεν ξέρω πως θα τα βγάλω πέρα με τόση
ησυχία, απομόνωση και να κοιμάμαι μόλις δύση ο ήλιος.
Χαλαρό ξύπνημα, χωρίς καμπαναριό (ξυπνητήρι), καφές στην βεράντα του μικρού απλού ξενοδοχείου στην κεντρική πλατεία με φόντο τα όρη απέναντι και γύρω στις 10 ξεκινώ για Αντιγόνεια Χαονίας. Η διαδρομή σύντομα με βγάζει από τον SH4, δεξιά για να ανεβώ όρη και χωριά. Η Αντιγόνεια βρίσκετε γεωγραφικά ακριβώς απέναντι από Αργυρόκαστρο, στο απέναντι βουνό. Ο δρόμος κλασικός Αλβανικός με λογής λογής καταστάσεις καθώς αρχίζω να βγαίνω υψομετρικά. Τα χωριά φτωχά, ατημέλητα, κοπάδια στο δρόμο αρκετά και φυσικά όλη η διαδρομή γεμάτη περιττώματα από πρόβατα και αγελάδες. Μετά από καμιά 25 λεπτά φτάνω στον χώρο, η μπάρα κλειστή και το ξύλινο κουβούκλιο του φρουρού/εισπράκτορα το ίδιο. Βγάζοντας ρούχα και καθώς προετοίμαζα τα πράγματα μου έκανα και την σκέψη να μπω με την μηχανή, εδώ πάνω κανείς δεν είναι αλλά άσε λέω, ας κάνω και το περπάτημα μου με τέτοιο ωραίο καιρό και τοπίο (750 μέτρα ).
Σε κανένα 5λέπτο φτάνω, βλέπω κάτι απομεινάρια αρχαίων τειχών και μια ταμπέλα
δείχνει για την ακρόπολη της πόλης. Ανεβαίνω στο στενό απότομο σε κλίση
μονοπατάκι, ανεβαίνω, ανεβαίνω, οι ανάσες μου χάνονται, περπατώ ανάμεσα σε
δέντρα και χαμηλή βλάστηση με τον φόβο μην βρω κανένα φίδι εδώ πάνω... τζίφος.
Ακολουθώ κάτι βέλη που βρίσκω κάθε τόσο πάνω σε δέντρα και πιστεύω ότι καλά
πάω. Μετά από μια στάση 5 λεπτών μπας και ρουφήξω λίγο αέρα και φτάνω σύντομα.
Ένα παλιό τετράγωνο κτίσμα βλέπω μπροστά μου και διερωτώμαι αν αυτή είναι η
ακρόπολη. Οι δυνάμεις μου άρχισαν να λένε... την πάτησες βλάκα, πίσω και τέρμα
η φάση. Απογοητευμένος γιατί σε φώτο όταν μελετούσα κάθε χώρο, άλλα είδα, «Μα
που είναι» έλεγα μέσα μου. Η χωμάτινη οδός όμως συνεχιζόταν και παρά πέρα στο
οροπέδιο αλλά είπαμε, δύναμη γιοκ. Προσεγγίζοντας την μηχανή εμφανίστηκε και ο
φρουρός, ερχόταν τρέχοντας προς εμένα, λέω χρήματα θα θέλει. Κι΄ όμως, ο καλός
ανθρωπάκος ερχότανε να μου δώσει το ενημερωτικό για τον αρχαιολογικό χώρο. Τον
παρεξήγησα και τον λυπήθηκα επίσης για κάποιο λόγο. Κάνω και μια στάση για
σκουπίσω ιδρώτα και να πάρω κανονικές ανάσες, του κερνάω τσιγάρο και του λέω θα
μπω μέσα με μηχανή, αυτός τρεχάτος μου άνοιξε την πύλη. Χρήματα για είσοδο δεν
μου ζήτησε αλλά του τα έδωσα και με κάτι παραπάνω για την καλή του θέληση.
Τελικά ο χώρος όλος είναι πολύ μεγάλος, παντού διάσπαρτα στο διάβα μου έβλεπα
τα ερείπια αυτής της πόλης που τον καιρό εκείνο πρέπει να ήταν το Παρίσι επί
Χαονίας.
Χαλαρό ξύπνημα, χωρίς καμπαναριό (ξυπνητήρι), καφές στην βεράντα του μικρού απλού ξενοδοχείου στην κεντρική πλατεία με φόντο τα όρη απέναντι και γύρω στις 10 ξεκινώ για Αντιγόνεια Χαονίας. Η διαδρομή σύντομα με βγάζει από τον SH4, δεξιά για να ανεβώ όρη και χωριά. Η Αντιγόνεια βρίσκετε γεωγραφικά ακριβώς απέναντι από Αργυρόκαστρο, στο απέναντι βουνό. Ο δρόμος κλασικός Αλβανικός με λογής λογής καταστάσεις καθώς αρχίζω να βγαίνω υψομετρικά. Τα χωριά φτωχά, ατημέλητα, κοπάδια στο δρόμο αρκετά και φυσικά όλη η διαδρομή γεμάτη περιττώματα από πρόβατα και αγελάδες. Μετά από καμιά 25 λεπτά φτάνω στον χώρο, η μπάρα κλειστή και το ξύλινο κουβούκλιο του φρουρού/εισπράκτορα το ίδιο. Βγάζοντας ρούχα και καθώς προετοίμαζα τα πράγματα μου έκανα και την σκέψη να μπω με την μηχανή, εδώ πάνω κανείς δεν είναι αλλά άσε λέω, ας κάνω και το περπάτημα μου με τέτοιο ωραίο καιρό και τοπίο (
Φημισμένη πόλη στη
αρχαιότητα, κτισμένη από τον βασιλειά Πύρρο της Ηπείρου και αφιερωμένη στην
γυναίκα του Αντιγόνη. Κτισμένη τον 3ο αιώνα π.Χ. σε
οικοδομικά τετράγωνα όπως το Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα και κάλυπτε μια
έκταση 450 στεμμάτων. Η Αντιγόνεια ήταν η 2η σε μέγεθος πόλη της
Χαονίας και η πόλη έλεγχε τα περίφημα στενά της Αντιγόνειας όπου ένωνε την
Απολλώνια και Αυλώνα διάμεσο της κοιλάδας του Δρίνου. Η πόλη καταστράφηκε από
τους Ρωμαίους, άγνωστο πότε αλλά κάποιες πληροφορίες λένε ότι η πόλη έζησε γύρω
στα 150 με 200 χρόνια μόνο.

Δεν ξέρω το γιατί αλλά με αυτή την ιστορία τριγύρω μου, εγώ να στέκομαι εκεί με την τόση άπλετη θέα και την αρχαιότητα του χώρου, ήταν ένα υπέροχο δυνατό συναίσθημα. Τοποθεσία μαγευτική όσο και η σημασία αυτής της αρχαίας πόλης. Επιστρέφω πίσω και πάω δίπλα στο χωριό Σαρακινίτσα (Saraqinisht). Όπως ανάμενα, φτωχό και αφημένο, το διαπέρασα όλο για να δω άνθρωπο, είδα ένα ζευγάρι κάποιας ηλικίας που ερχόντουσαν από τα χωράφια τους. Οι κάτοικοι του πρέπει να είναι λιγοστοί, 1-2 σπίτια είδα που μου φάνηκαν «νέα», εδώ τέλειωνε και ο δρόμος. Γενικά από την ώρα που πήρα τον δρόμο αυτό, από πεδιάδα Δρίνου, είδα περισσότερα ζώα παρά ανθρώπους, αυτοκίνητο δεν είδα ούτε και ένα, τους πολύ λιγοστούς ανθρώπους που είδα ήταν στα χωράφια τους και 2-3 βοσκούς. Τώρα να μου πείτε, νέος άνθρωπος τι να κάνει εκεί πάνω, στην απόλυτη απομόνωση, διερωτούμαι εάν είχαν τηλέφωνο και τηλεόραση τα χωριά αυτά.

Δεν ξέρω το γιατί αλλά με αυτή την ιστορία τριγύρω μου, εγώ να στέκομαι εκεί με την τόση άπλετη θέα και την αρχαιότητα του χώρου, ήταν ένα υπέροχο δυνατό συναίσθημα. Τοποθεσία μαγευτική όσο και η σημασία αυτής της αρχαίας πόλης. Επιστρέφω πίσω και πάω δίπλα στο χωριό Σαρακινίτσα (Saraqinisht). Όπως ανάμενα, φτωχό και αφημένο, το διαπέρασα όλο για να δω άνθρωπο, είδα ένα ζευγάρι κάποιας ηλικίας που ερχόντουσαν από τα χωράφια τους. Οι κάτοικοι του πρέπει να είναι λιγοστοί, 1-2 σπίτια είδα που μου φάνηκαν «νέα», εδώ τέλειωνε και ο δρόμος. Γενικά από την ώρα που πήρα τον δρόμο αυτό, από πεδιάδα Δρίνου, είδα περισσότερα ζώα παρά ανθρώπους, αυτοκίνητο δεν είδα ούτε και ένα, τους πολύ λιγοστούς ανθρώπους που είδα ήταν στα χωράφια τους και 2-3 βοσκούς. Τώρα να μου πείτε, νέος άνθρωπος τι να κάνει εκεί πάνω, στην απόλυτη απομόνωση, διερωτούμαι εάν είχαν τηλέφωνο και τηλεόραση τα χωριά αυτά.
Μπαίνω ξανά στον SH4
για Τεπελένι. Η διαδρομή ομορφαίνει πολύ όταν κοντεύεις αυτής της ηρωικής πόλης
καθώς οι ποταμοί Δρίνος και Αώος και η φύση μαζί δημιουργούν εικόνες. Μπαίνω
στο Τεπελένι και το πρώτο που βλέπω άγαλμα του Αλή Πασά, είναι η γενέτειρα του.
Η πόλη δεν λέει πολλά, αρκετά καφέ γεμάτα κόσμο, φτιαγμένη και περιποιημένη
αλλά καμιά σχέση με το Αργυρόκαστρο. Η πόλη δεν έχει καθόλου χαρακτήρα και
απογοητεύτηκα πολύ. Ούτε για καφέ δεν ήθελα να κάτσω, εδώ δεν μύριζε Ελλάδα
καθόλου. Παρόλο το όλο μου συναίσθημα, είδα και εκκλησιές, μπορώ να πω ότι
τζαμί δεν είδα. Μπορεί να μην έκατσα για ένα καφέ αλλά οδήγησα μέσα στην πόλη
και το βόρειο προάστιο της.
Η ονομασία της πόλης
σημαίνει Λόφος της Ελένης. Εδώ κοντά έγινε και η γνωστή πολεμική διένεξη της
αρχαιότητας μεταξύ Ρωμαίων και Μακεδόνων επί Φιλίππου Β’, Μάχη του Αώου.
Πότε κτίστηκε η πόλη δεν αναφέρεται πουθενά.
Όπως μπήκα, βγήκα.
Γράφει ένας πρώην Έλληνας πρέσβης στην Αλβανία – Εκείνη η 28η Οκτωβρίου 1999 ήταν για
όλους μας μια συγκλονιστική εμπειρία. Μετά την δοξολογία κατεβήκαμε πεζή στο
νεκροταφείο στους Βουλιαράτες (Ελληνικό χωριό μετά την Κακαβιά). Στα λίγα
μνήματα των Ελλήνων πεσόντων στον πόλεμο του 40 που βρίσκονται σε πραγματικό
νεκροταφείο - . Γιατί το ανάφερα αυτό, γιατί οι Έλληνες μαχόμενοι εδώ εναντίον
του φασισμού (2ος Π.Π.) δεν έτυχαν ποτέ αναγνώρισης ούτε και κανονικής ταφής όπως
έκανε με τους Ιταλούς η Αλβανική κυβέρνηση. Τα πτώματα είναι ακόμα άθαφτα στα
βουνά και στους λόγγους, ακόμα εκεί.Οδηγώ πίσω στο υπέροχο
Αργυρόκαστρο, έβαλα στο μάτι ένα μικρό εστιατόριο στο δρόμο για μεσημεριανό.
Σταματάω εκεί, ο τύπος (Αλβανός) ένας νεαρός δεν είχε ιδέα, γενικά δεν είχε
ιδέα τη σημαίνει να αναγράφεις έξω από το μαγαζί σου «Εστιατόριο». Με μεταφραστή
στο τηλέφωνο του προσπαθούσαμε να εξηγηθούμε, όταν κατάλαβε ότι ήθελα να φάω
και δεν είχε μενού αλλά ούτε να μου προτείνει τίποτα, απλά έφυγα και πάω στα
σίγουρα. Κάτω στο ξενοδοχειάκι μου, κεντρική πλατεία Αργυροκάστρου με ωραιότατη
θέα... πας να υποστηρίξεις και κάτι άλλο αλλά πάει να σου βγει ξινό.
Ξεκούρασα το υπέροχο
μου κορμί στον φρέσκο αέρα εδώ και αγαλλίασε η ψυχή μου. 2 μερίτσες εδώ με
ηρέμησαν. Το απόγευμα ετοίμασα μοτοσυκλέτα για αναχώρηση, λάδιασα καδένα, την
περιεργάστηκα λιγάκι και τέλος. Όλα είναι έτοιμα για την μεγάλη μέρα, το αύριο,
όπου θα περάσω τα βουνά της Πίνδου, εκεί που το έπος του 40 έζησε μεγάλες
στιγμές.


0 σχόλια: