ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ 5 ΝΗΣΙΔΕΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

By | Δευτέρα, Μαρτίου 13, 2017 Leave a Comment
Ελλάδα Παντού
Κείμενα / φωτογραφίες : Κωνσταντίνος Μητσάκης



Τόσα χρόνια που ταξιδεύω με την μοτοσυκλέτα στους δρόμους αυτού του όμορφου κόσμου, πάντα τυγχάνει να ανακαλύπτω ξεχασμένες νησίδες ελληνισμού. Αυτά που μου εξιστορούν οι Έλληνες της διασποράς, άλλοτε με μελαγχολούν και άλλοτε με κάνουν υπερήφανο, που στην τσέπη μου έχω διαβατήριο ελληνικό…


                    1)  ΤΟΥΡΚΙΑ -  Το Μοσχονησί του Αλί


    Το Μοσχονήσι (ή Μοσχόλησος) είναι το μόνο κατοικημένο νησί από μια συστάδα 22 νησιών και βραχονησίδων που βρίσκονται απέναντι από το Αϊβαλί της Μικρασίας. Εδώ έφτασα εκείνο το ζεστό απομεσήμερο περνώντας με την Ducati Hypermotard 821 την γέφυρα που ενώνει σήμερα το νησί με το Αϊβαλί.
    Σε τούτο το γαλήνιο τόπο, όπου το παρελθόν και το παρόν έσμιγαν αρμονικά και ο χρόνος κυλούσε αργά, εύκολα θα έριχνα άγκυρα για να γίνω ναυαγός στο όνειρο.
Τα διατηρητέα νεοκλασικά αρχοντικά των Ελλήνων κατοίκων του νησιού, το ξωκλήσι του Άι-Γιάννη, η μητρόπολη του Αγίου Ταξιάρχη, τα παραθαλάσσια ταβερνάκια με το ολόφρεσκο ψάρι, οι φορτωμένοι με τα διάφορα ζαρζαβατικά αραμπάδες, τα στενά πλακόστρωτα δρομάκια, η μικρή υπαίθρια αγορά, οι παραδοσιακοί ανεμόμυλοι…
    Αν και γνώριζα ότι η ιστορία του λιλιπούτειου νησιού ήταν άρρηκτα δεμένη μ’ εκείνη του Αϊβαλί (και κατά συνέπεια με την παρουσία του ελληνικού στοιχείου), ποτέ δεν πίστευα πως θα με υποδέχονταν στο πανέμορφο Μοσχονήσι με κρητικές μαντινάδες! Ο Αλί, ιδιοκτήτης ενός εστιατορίου που βρισκόταν στην προκυμαία με τις αραγμένες ψαρόβαρκες, αφού με ξάφνιασε με τα άψογα ελληνικά που μιλούσε, με καλωσόρισε στο μαγαζί του τραγουδώντας μια κρητική μαντινάδα. «Κρητικός είμαι κι εγώ. Ο πατέρας μου ήρθε στο Μοσχονήσι από την Κρήτη το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών και άνοιξε αυτήν την ψαροταβέρνα… Στην Κρήτη έχω πάει τρεις φορές. Έψαξα να βρω το σπίτι του πατέρα μου, δεν υπάρχει πια…».
   Αρκετά διαχυτικός και παρορμητικός, ο ευγενέστατος Μοσχονησιώτης δεν δίστασε να μου ανοίξει την ψυχή του, πράγμα που με έκανε να αισθανθώ αρκετά οικεία μαζί του -λες και βρήκα έναν φίλο από τα παλιά. Και φυσικά θα ήμουνα χαζός αν έλεγα όχι στην πρόσκληση του Αλί να επισκεφτώ ξανά το νησί και να απολαύσω την φιλοξενία του.
   Αλλά δεν ήταν μόνο ο Αλί που μου μίλησε με λαχτάρα για την ελληνική του καταγωγή. Περπατώντας στα δρομάκια του νησιού, αρκετοί ήταν οι ντόπιοι που προσπάθησαν να επικοινωνήσουν μαζί μου με σπαστά ελληνικά. Η ιστορία τους μεγάλη! Οι περισσότεροι ήταν απόγονοι Τουρκοκρητικών προσφύγων που είχαν ήρθαν από το Ρέθυμνο με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Κρυφός τους πόθος; Να επισκεφθούν κάποτε την Κρήτη, τον τόπο που γνώριζαν μόνο από τις ιστορίες των παππούδων τους.





………………………………………………………………………………………….

  
          2) ΑΡΜΕΝΙΑ – Αδιαφορία και εγκατάλειψη


     Το σπιτικό τους φτωχικό, μα πεντακάθαρο. Τα λαμπερά τους πρόσωπα αντανακλούσαν την εγκάρδια διάθεση και θαλπωρή της ψυχής τους. Τα ζεστά τους χαμόγελα είχαν διώξει από πάνω μου όλη την κούραση του δρόμου, ενώ το μικρό τραπέζι μπροστά μου ήταν στρωμένο μ’ ότι νόστιμο είχαν προλάβει να ετοιμάσουν στα γρήγορα οι γυναίκες του σπιτιού. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα πρωτόγνωρης οικειότητας, μια μικρή, πρόχειρη γιορτή είχε στηθεί για να τιμηθεί ο δίτροχος Έλληνας οδοιπόρος του Καυκάσου.
    Οικοδεσπότης μου ο Κάμο, ο πρωτότοκος γιος μιας οικογένειας Ελληνοαρμενίων, οι οποίοι μου είχαν ανοίξει διάπλατα τις πόρτες του σπιτιού τους. Από τον κεντρικό δρόμο της πόλης, εκεί όπου με είχε εντοπίσει λίγο νωρίτερα με το αυτοκίνητό του ο Κάμο, βρέθηκα δίχως να το πολυκαταλάβω στο σπίτι τους, στην Alaverdi (Αλαβερντί), μια ορεινή πολιτεία ανθρακωρύχων του Αρμενικού Καυκάσου, μόλις 45 χλμ. νότια της αρμενο-γεωργιανής συνοριακής μεθορίου.
   Ο Κάμο έλαμπε κυριολεκτικά από την χαρά του που έβλεπε άνθρωπο από την Ελλάδα, τη δεύτερη πατρίδα του. Γύρω από το τραπέζι κάθονταν τα άλλα δυο αδέλφια του, η μητέρα του και η υπερήλικη γιαγιά του. «Στην Αρμενία επιστρέψαμε πριν από ένα χρόνο περίπου, μετά από 15 χρόνια παραμονής στην Ελλάδα. Μέναμε στη Θεσσαλονίκη. Κάποια στιγμή όμως, ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά. Καταλαβαίνοντας ότι έφτανε το τέλος του, εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στην Αρμενία και να πεθάνει εδώ, στη γη των πατεράδων του. Τελικά, πριν από είκοσι μέρες ο Θεός τον συγχώρησε και τον πήρε κοντά του…»
   Μια βουβή θλίψη ακολούθησε τα λόγια του Κάνο. Τα μάτια όλων βούρκωσαν και οι ψυχές τους κλείδωσαν για λίγο. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει. «Ο Αρτίν, ο μικρότερος αδελφός μου, επιστρέφει αύριο ξανά στη Ελλάδα. Μένει στην Ξάνθη μαζί με την οικογένειά του. Εγώ αντίθετα, έχω αποφασίσει να μείνω εδώ και να συνεχίσω τη δουλεία που έκανα με τον πατέρα μου στην Ελλάδα. Σκοπεύω  να ανοίξω ένα μικρό εργοστάσιο κατασκευής επίπλων εδώ στην Αλαβερντί, αφού κάτι παρόμοιο δεν υπάρχει.
   Ήταν πάντως μια δύσκολη απόφαση να μείνω και να δουλέψω εδώ. Βλέπεις, έπρεπε να ισορροπήσω ανάμεσα στη νοσταλγία της Ελλάδας και στην ελπίδα μιας πιο άνετης ζωής εδώ στην Αρμενία. Πολλοί είναι άλλωστε οι συμπατριώτες μου που προσπαθούν να έρθουν και να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Για αυτούς, το μέλλον, οι προσδοκίες και οι ελπίδες ακούνε στο όνομα Ελλάδα. Εξαιτίας της ζοφερής οικονομικής και πολιτικής κατάστασης εδώ, όλοι θέλουν να φύγουν, να έρθουν στην Ελλάδα. Μήπως όμως η Ελλάδα είναι αυτή που πρέπει να έρθει εδώ;»
   Τα τελευταία λόγια του Κάμο έκρυβαν μια πικρή αλήθεια που δεν μπορούσα να παραβλέψω. Μέσα από τα λεγόμενά του διέκρινα το μεγάλο παράπονο των Ελληνοπόντιων της Υπερκαυκασίας για την παντελή έλλειψη υλικής και ηθικής συμπαράστασης από την πλευρά της Ελλάδας.
   Οι Ελληνοπόντιοι της Υπερκαυκασίας έχουν δυστυχώς συνειδητοποιήσει, με τον πλέον άμεσο τρόπο, πως η πατρίδα τους έχει λησμονήσει και εγκαταλείψει στη μοίρα τους. Αν και οι εκπατρισμένοι Έλληνες της Υπερκαυκασίας πασχίζουν με νύχια και με δόντια να διατηρήσουν ζωντανά τα συμβολικά γνωρίσματα της εθνικής τους ταυτότητας, η μητρόπολη παραδόξως τηρεί απέναντί τους μια στάση αμφίβολη, αδιάφορη, σχεδόν απαξιωτική. Γιατί άραγε;




…………………………………………………………………………………….

              3) ΑΖΕΡΜΠΑΙΤΖΑΝ - Η τελευταία Ελληνίδα


   Το ασφάλτινο χαλί που τρέχει κάτω από τους τροχούς της πορτοκαλί ΚΤΜ έχει τα μαύρα του τα χάλια, κυριολεκτικά! Ο κεντρικός οδικός άξονας που συνδέει την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν με την Τιφλίδα της γειτονικής Γεωργίας, τον αμέσως επόμενο προορισμό μου, παρουσιάζει σε όλο του το μήκος μια άθλια εικόνα που με κουράζει. Οι αναρτήσεις δουλεύουν πυρετωδώς, τα ρουλεμάν του τιμονιού προσπαθούν να αποφύγουν τις αμέτρητες λακκούβες και τα φρένα στριγγλίζουν συνεχώς ανατριχιαστικά.
   Κάποια στιγμή η σκονισμένη μοτοσυκλέτα φρενάρει μπροστά από μια φτωχική κατοικία της κωμόπολης Safaraliyev, κοντά στην πόλη Ganja (340 χλμ. δυτικά της πρωτεύουσας Μπακού). Από τις πληροφορίες μου, η γυναίκα που ζει μόνη της σε αυτό εδώ το σπίτι είναι η μοναδική Ελληνίδα (κατά το ήμιση Πόντια) που έχει απομείνει στην ευρύτερη περιοχή του Δυτικού Αζερμπαϊτζάν. Είναι η κυρά-Ζώγια (Ζωή), που συναντώ καθισμένη στα ξύλινα σκαλοπάτια μιας ταλαιπωρημένης αγροικίας.
   Ήθελα πραγματικά να την ανταμώσω και να της σφίξω το χέρι. Την αρχική έκπληξή της διαδέχεται μια αγκαλιά γεμάτη καλοσύνη και ανθρωπιά. Για μια στιγμή σαστίζω, πάω να δακρύσω, λες και ανταμώνω κάποιον δικό μου άνθρωπο. Σύντομα, η συζήτησή μας συνεχίζεται στο εσωτερικό της λιτής κατοικίας της κυρά-Ζώγιας. Λίγα και παλιά τα έπιπλα, ξεφτισμένη η ταπετσαρία στους τοίχους, σκουριασμένη η μικρή ξυλόσομπα, αλλά μεγάλη η καρδιά της οικοδέσποινας: «…μπορεί να γεννήθηκα στην Ελλάδα, αλλά μεγάλωσα εδώ μετά τον εμφύλιο, μακριά από τη πατρίδα. Έχασα νωρίς τον άντρα μου και συντηρούμαι τόσα χρόνια με μια μικρή σύνταξη, γύρω στα 40 Ευρώ το μήνα. Τόσα χρόνια ζω κυρίως με ό,τι μου προσφέρει η γη…κάποτε η Safaraliyev έσφυζε από ζωή, είχε πολύ κόσμο. Όμως, μετά το 1992 πολλοί έφυγαν. Δεν ήταν εύκολο να μείνουν, αφού δουλειές δεν υπήρχαν. Εγώ έμεινα, παρά τις τεράστιες δυσκολίες που υπάρχουν. Ποτέ δεν σκέφτηκα να γυρίσω στην Ελλάδα. Τον αγαπώ αυτόν τον τόπο, εδώ θέλω να κλείσω τα μάτια μου…» 
    Στενοχωριέμαι πολύ. Όχι τόσο με την βιωματική αφήγηση της κυρά-Ζώγιας, αλλά γιατί δεν μπορώ να ενδώσω στις επίμονες παρεκλήσεις της να με φιλοξενήσει. Δεν μπορώ, γιατί το ίδιο βράδυ πρέπει οπωσδήποτε να περάσω τα σύνορα με την Γεωργία. Η βίζα λήγει τα μεσάνυχτα και κάθε μέρα καθυστέρησης πληρώνεται με 200 Ευρώ πρόστιμο! Γνωρίζω ότι οι Αζέροι δεν αστειεύονται!
    Το μόνο που κάνω είναι να φάω μαζί της και να πιούμε ένα ποτηράκι κρασί. Πάνω στο μικρό τραπέζι, τα χέρια της κυρά-Ζώγιας αφήνουν μπροστά μου ζεστό αζέρικο πιλάφι, φρέσκια ντομάτα και ψιλοκομμένο κρεμμύδι, σκληρό ζυμωτό ψωμί και τυρί πρόβειο! Ταπεινά τα εδέσματα, αλλά οι γεύσεις αξεπέραστες, ανόθευτες, έτσι όπως ακριβώς τις γνώριζα πριν κάποιες δεκαετίες και στην Ελλάδα.
    Οι ώρες κυλούν γοργά και η κουβέντα καλά κρατεί. Ο ήλιος, όμως, που αρχίζει να γέρνει δίνει το σύνθημα της αναχώρησης. Και όταν έρχεται η ώρα του αποχαιρετισμού, η πλαστική σακούλα που παίρνω από τα χέρια της κυρά-Ζώγιας είναι γεμάτη με φιλέματα: «τα φρούτα και τα λαχανικά είναι από τον κήπο μου. Σου έχω επίσης και λίγο τυρί με ψωμί, για τον δρόμο. Καλό σου ταξίδι παιδί μου…». Λίγες κουβέντες ακόμα, μια ζεστή αγκαλιά και ξεκινώ! Απομακρύνομαι γοργά. Ο χρόνος είναι εχθρός. Νιώθω όμως κάτι μέσα μου να με βασανίζει. Παραδόξως, φεύγω από αυτόν τον τόπο με περισσότερες ερωτήσεις από αυτές που έφερα!  

 



………………………………………………………………………………………..

            4) ΑΙΓΥΠΤΟΣ - Οι Έλληνες Αιγυπτιώτες


   «Εμείς, οι Έλληνες Αιγυπτιώτες πέμπτης και έκτης γενιάς, βρεθήκαμε στη χώρα του Νείλου απ’τα χρόνια του Μωχάμετ Άλι, του Καβαλιώτη ηγέτη που στάλθηκε να πολεμήσει τον Ναπολέοντα στη Σφίγγα και στις Πυραμίδες. Και, σαν κατανίκησε τους Μαμελούκους, κάλεσε τους προγόνους μας να ’ρθουν από κάθε γωνιά της πατρίδας. Σαν αποδημητικά πουλιά, στεριανοί και νησιώτες, ήρθαν, έμειναν, δούλεψαν σκληρά και πύργωσαν το θαύμα του αιγυπτιώτη ελληνισμού...
   Σήμερα καλωσορίζουμε εσάς που μας επισκέπτεστε στη δεύτερη πατρίδα μας, για να σας ξεναγήσουμε με υπερηφάνεια στους χώρους που φτιάχτηκαν με μόχθο γενεών και γενεών. Διαβαίνοντας τις εκκλησίες, τα μοναστήρια, τα εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά μας ιδρύματα, η καρδιά θα σκιρτήσει μπροστά στα μεγαλεία του αιγυπτιώτη ελληνισμού. Οι λίγοι που μείναμε κρατάμε ακόμα. Με πείσμα, αποφασιστικότητα και επίγνωση του χρέους. Η δική μας Ιθάκη είναι εδώ…»
   Μέσα σε μια συγκινησιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα, ο κ. Ιωάννης Διακουμίδης, πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας του Καΐρου, διαβάζοντας ένα μικρό απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου της κοινότητας, επιχειρούσε να μου χαρίσει ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, τόσο μακρινό όσο και η ελληνική παρουσία στη χώρα του Νείλου.
   Από τα μινωικά χρόνια ως τον Μέγα Αλέξανδρο και από την εποχή του Βυζαντίου ως τον κοινό αγώνα Ελλήνων και Αιγυπτίων ενάντια στον Άξονα, υπήρχε μια αδιάλειπτη και ιστορικά αρμονική συνύπαρξη των δύο λαών. Ένα αξιοθαύμαστο φαινόμενο, που γιγαντώθηκε μετά τα χρόνια του Μωχάμετ Άλι, αναδεικνύοντας σε σύντομο χρονικό διάστημα μια ακμαία και πολυπληθή κοινότητα διακοσίων πενήντα χιλιάδων ομοεθνών μας, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στα κοινωνικά, πολιτιστικά και οικονομικά δρώμενα της νεότερης Αιγύπτου.
    Δυστυχώς όμως, το απόδημο ελληνικό στοιχείο, εξαιτίας των διωγμών που εξαπέλυσε στη δεκαετία του 1950 το καθεστώς Νάσερ κατά των ξένων υπηκόων, συρρικνώθηκε απελπιστικά, με αποτέλεσμα σήμερα οι Έλληνες Αιγυπτιώτες να αριθμούν λίγα παραπάνω από δύο χιλιάδες άτομα.
   Η επιθυμία μου να βρεθώ δίπλα στο ελληνικό στοιχείο της Μαύρης Ηπείρου και να γνωρίσω τις ιδιαιτερότητες και τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες της Αφρικής στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, να καταξιωθούν και να διατηρήσουν την ελληνική τους ταυτότητα μακριά από το μητροπολιτικό χώρο στάθηκε η αφορμή της παρουσίας μου στα γραφεία της ελληνικής κοινότητας του Καΐρου.                                  
    Και όταν αργά το ίδιο απόγευμα η πολύωρη επίσκεψή μου στα γραφεία της ελληνικής κοινότητας έφτανε στο τέλος της, τη γνωριμία μου με το τοπικό ελληνικό στοιχείο επισφράγισε η προσφορά ενός πραγματικά ανεκτίμητου δώρου, γεμάτου εθνικές μαρτυρίες και μνήμες: το βιβλίο της κοινότητας, που μου δόθηκε από τα χέρια του αείμνηστου κ. Διακουμίδη, έμελλε να με συντροφεύει καθ’ όλη τη διάρκεια του οδοιπορικού μου, μαζί φυσικά με τις θερμές ευχές των Ελλήνων Αιγυπτιωτών του Καΐρου για επιτυχή έκβαση της παράτολμης οδικής διάσχισης της Αφρικής, από το Κάιρο στο Κέιπ Τάουν με μια μοτοσυκλέτα.




……………………………………………………………………………………..

                5) ΡΩΣΙΑ – Ποντιακός ελληνισμός

  
    Ότι δεν κατάφερε ο Μέγας Ναπολέων και ο Χίτλερ με τον πολυάριθμο στρατό τους, το κατάφερα εγώ τελικά με το μικρό HONDA Supra Χ 125. Αφού μπήκα στην Μόσχα νικητής, πήγα κατευθείαν στην Κόκκινη Πλατεία, όπου βροντοφώναξα με περίσσιο ενθουσιασμό: «Σύντροφε Πούτιν, η πόλις σου εάλω...». Ενώ για τις τρεις επόμενες μέρες, προσπάθησα να βολέψω όλες τις υποχρεώσεις και τις επιθυμίες μου.  
   Κάπου στο κέντρο της πόλης, με περίμεναν φυσικά και οι εκπρόσωποι του Συλλόγου Ελλήνων της Μόσχας. Πρωτοστατούντος του προέδρου κ. Αρχιμήδη Σαχμπάζωφ, η υποδοχή και ο εναγκαλισμός που έτυχα από τους ομογενείς της ρωσικής πρωτεύουσας με συγκίνησε αφάνταστα.
   Σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. Αρχιμήδη Σαχμπάζωφ, ο αρκετά δραστήριος Σύλλογος Ελλήνων της Μόσχας ιδρύθηκε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950, κυρίως από Έλληνες ποντιακής καταγωγής που έμεναν στην Μόσχα: «Όμως, το 1991, ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στην γειτονική Γεωργία στάθηκε η αιτία, χιλιάδες Έλληνες να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και να εγκατασταθούν τόσο στην Κριμαία, όσο και στην Μόσχα, όπου κι ενσωματώθηκαν μαζί μας στην μεγάλη ελληνική οικογένεια της Ρωσίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς διέμεναν στην περιοχή της Τσάκλα από τις αρχές του 20ου αιώνα και είχαν έρθει από τις τουρκικές περιοχές του Πόντου, για να γλυτώσουν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Κεμάλ Ατατούρκ»
   Σήμερα, αριθμώντας περίπου 5.000 μέλη, ευελπιστούμε και προσπαθούμε η ελληνική κοινότητα της ρωσικής πρωτεύουσας να παραμείνει ο φάρος του ελληνικού πολιτισμού στην Ρωσία. Περίπου 150 ελληνόπουλα φοιτούν στο σχολείο της κοινότητάς μας, ενώ κάθε χρόνο οργανώνουμε ελληνικές μουσικές και χορευτικές παραστάσεις, θεατρικά δρώμενα, φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου και εκθέσεις βιβλίου…».
   Κι αφού παρέλαβα από τον κ. Αρχιμήδη Σαχμπάζωφ κάποια συμβολικά δώρα του συλλόγου για να τα παραδώσω στη Μονή της Παναγίας Σουμελά στην Βέροια, ευχήθηκα ολόθερμα στους Έλληνες της Μόσχας καλή δύναμη στο αξιέπαινο έργο τους και συνέχισα απτόητος με το μαύρο παπί Supra 125 το οδοιπορικό μέσα στην Ιστορία του Ποντιακού ελληνισμού… 

















//////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////// 
Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 σχόλια: