ΛΙΒΥΗ, Κωνσταντίνος Μητσάκης

By | Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 26, 2013 Leave a Comment
    
           
                                               ΛΙΒΥΗ
                     Επτά μέρες με τον Καντάφι

 


     Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Λιβύη ήταν κόρη του βασιλιά της Αιγύπτου Έπαφου και μητέρα του Αγήνορα και του Βήλου. Οι δυο γιοί του Βήλου, Δαναός και Αίγυπτος, κληρονόμησαν και μοιράστηκαν το μεγάλο βασίλειο της Βόρειας Αφρικής: ο Αίγυπτος πήρε το ανατολικό τμήμα (την Αραβία), ενώ ο Δαναός πήρε το δυτικό και το βάφτισε με το όνομα της γιαγιά του, τη Λιβύη. 


   Από αυτό τον γοητευτικό μύθο, προέκυψε η σύγχρονη Λιβύη, μια χώρα με τετραπλάσια έκταση από την Γαλλία, αλλά με μόλις πέντε εκατομμύρια κατοίκους. Θεωρητικά εύκολη η οδική αποστολή μου στην Λιβύη, όπου είχα να διατρέξω 1.800 χλμ. κατά μήκος του παράκτιου οδικού άξονα. Η πραγματικότητα, ωστόσο, αποδείχθηκε αρκετά διαφορετική. Μπορεί η κίνηση στους δρόμους να ήταν υποτονική, όμως, η παντελής έλλειψη πινακίδων σήμανσης -και όχι μόνο- με λατινική γραφή, σε συνδυασμό με την άγνοια ξένης γλώσσας από τη συντριπτική πλειψηφία των ντόπιων, έκαναν την προσπάθεια αναζήτησης ενός προορισμού μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που στηρίχθηκα αποκλειστικά στη τύχη ή στο ένστικτό μου για να φτάσω εκεί που ήθελα (ξενοδοχείο ή αξιοθέατο)!
     Ήταν, όντως, μια μεγάλη ταλαιπωρία, την οποία όμως ξεχνούσα κάθε φορά που σταματούσα μπροστά στην μάνικα. Γιατί εδώ στη Λιβύη, ο Έλληνας οδηγός παίρνει την εκδίκησή του: η τιμή της βενζίνης στη χώρα της υπερπαραγωγής δεν ξεπερνούσε τα 0,10 ευρώ/λίτρο. Μόλις 2 ευρώ χρειαζόμουν για να γεμίσω τα ρεζερβουάρ της ΚΤΜ! Το εμφιαλωμένο νερό στοίχιζε πιο ακριβά! Μήπως θα έπρεπε να αρχίζω να πίνω…βενζίνη, αντί για νερό;



Αρχαιοελληνικές μαρτυρίες

     Αφήνοντας πίσω μου τις αιγυπτιακές συνοριακές εγκαταστάσεις άρχισα να κατευθύνομαι προς την Κυρηναϊκή χερσόνησο (550 χλμ. δυτικά), τον κατεξοχήν γεωγραφικό χώρο ανάπτυξης του αρχαιοελληνικού αποικισμού στη Βόρεια Αφρική. Ο χρόνος σημάδευε τον 7ο π. Χ. αιώνα, όταν στην κατάφυτη Κυρηναϊκή οι πρόγονοί μας αποίκησαν -δεν κατέκτησαν- τα λιβυκά παράλια και ίδρυσαν σταδιακά πέντε ελληνικές πόλεις, που έμελλε να συγκροτήσουν την Πεντάπολη (Κυρήνη, Απολλωνία, Πτολεμαΐδα, Τεύχειρα-Αρσινόη, Ευεσπερίδες-Βερενίκη). Οι αρχαίοι Έλληνες μετέφεραν εδώ έναν ανώτερο πολιτισμό κι έναν τρόπο ζωής που σταδιακά υιοθετήθηκε από τους ντόπιους.




   Ο σεβασμός και η συμπάθεια των γηγενών απέναντι στο ελληνικό στοιχείο συνέχισε διαχρονικά να υφίσταται, κάτι που ισχύει ως και σήμερα, αφού σχεδόν παντού διαπίστωνα περιχαρής πως εξακολουθούμε να χαίρουμε της ίδιας εκτίμησης από τους σύγχρονους Λίβυους, για τους οποίους αποτελούμε και παραδοσιακοί φίλοι!
    Η δίτροχη παρουσία μου δημιουργούσε πάντα έναν ασφυκτικό ανθρώπινο κλοιό γύρω μου. Όλοι με πλησίαζαν για να ανταλλάξουν μαζί μου μια κουβέντα, ένα χαιρετισμό ή να μου ρίξουν μόνο μια φευγαλέα ματιά! Για αυτούς αντιπροσώπευα ένα παράθυρο στον «έξω κόσμο». Όσοι γνώριζαν λίγα αγγλικά, με βομβάρδιζαν με ερωτήσεις, τόσο για την κατάσταση εκτός Λιβύης, όσο και για την γνώμη που είχε ο υπόλοιπος κόσμος για την πατρίδα τους και για τον αμφιλεγόμενο ηγέτη τους, τον συνταγματάρχη Καντάφι. Τι να τους απαντούσα; Λίγους μήνες αργότερα,  απαντήσεις στα ερωτήματά τους θα έδιναν οι βόμβες του ΝΑΤΟ, η ανατροπή του καθεστώτος και ο βίαιος θάνατος του Καντάφι. Παιχνίδια πολέμου, παιχνίδια πετρελαίου!



    Με ορμητήριο την πόλη Μπέιντα, για δυο μέρες κυριολεκτικά «σπούδασα» αρχαιολογία, εξερευνώντας την Κυρήνη, την Απολλωνία και την Πτολεμαΐδα. Εντυπωσιακοί ναοί, αγορές, θέατρα, επιβλητικά τείχη, γλυπτά και επιγραφές, ήταν τα μνημεία που άντεξαν στα ανελέητα χτυπήματα του χρόνου. Την τρίτη μέρα στην Μπέιντα παρέμεινα για να συνέλθω από την ηλίαση που έπαθα τριγυρνώντας ασκεπής στους αρχαιολογικούς χώρους.
    Η κοντινή Βεγγάζη ήταν ένας ενδιάμεσος σταθμός στην πορεία μου προς την πρωτεύουσα Τρίπολη. Η εικόνα της δεύτερης σε μέγεθος πόλης της Λιβύης διόλου δε με ενθουσίασε. Ήταν ένα απρόσωπο αραβικό αστικό κέντρο που ταυτίστηκε στη μνήμη μου με την επεισοδιακή προσαγωγή μου στην κεντρική αστυνομική διεύθυνση της πόλης. Είχα το θράσος να αποθανατίσω φωτογραφικά την λευκή ΚΤΜ μπροστά σ’ ένα από γιγάντια πόστερ του Καντάφι που δέσποζαν σε πολλά σημεία της πόλης. Όχι, δεν με μαστίγωσαν, ούτε με έκλεισαν σε κάποιο σκοτεινό κελί χωρίς φαί και νερό. Απλά μου ζήτησαν να σβήσω τις επίμαχες φωτογραφίες, όπως και έκανα. Εκτός από μια…
    Αν φοβήθηκα; Όχι, ήταν κάτι το αναμενόμενο, αφού για επτά μέρες  πρωταγωνιστούσα σ’ ένα ιδιότυπο «Big Brother». Από το πρώτο ως το τελευταίο χιλιόμετρο επί λιβυκού εδάφους, ένιωθα πως δυο μάτια με παρακολουθούσαν συνέχεια. Τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα, μυστικοί αστυνομικοί ξεπετάγονταν από το πουθενά, και αφού με ακινητοποιούσαν διακριτικά, είχαν μαζί μου μια φιλική κουβεντούλα (προς Θεού, όχι ανάκριση) και μια εξακρίβωση στοιχείων.

Η γενέτειρα του Σέπτιμου Σεβήρου


     Βεγγάζη – Τρίπολη 1050 χλμ. Η απόσταση ανάμεσα στα δυο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας χρειάστηκε να καλυφθεί αυθημερόν, αφού η επταήμερη βίζα παραμονής δεν μου επέτρεπε να «σπάσω» τη διαδρομή. Ευτυχώς, το οδικό δίκτυο ήταν σε ικανοποιητική κατάσταση, διευκολύνοντας έτσι την βεβαρημένη οδική αποστολή εκείνης της ημέρας. Μοναδική καθυστέρηση τα πάμπολλα σημεία ελέγχου που υπήρχαν καθοδόν. Ο σχολαστικός έλεγχος του αναβάτη και της μοτοσυκλέτας, τις περισσότερες φορές κατέληγε σ’ ένα θερμό καλωσόρισμα και μια πρόσκληση για τσάι. Ανοιχτές αραβικές καρδιές και αμέριστη συμπάθεια για τον Έλληνα ταξιδιώτη.
   Παραβλέποντας την αποπνικτική ζέστη (41ο C) και την τρομερή κούραση των χιλιομέτρων, βρήκα ωστόσο το κουράγιο να κατέβω από την σέλα της ΚΤΜ και να εξερευνήσω την αρχαία πολιτεία της Μεγάλης Λέπτιδος (125 χλμ. πριν φτάσω στην Τρίπολη). Δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό αν δεν σταματούσα στην Μεγάλη Λέπτις, που θεωρείται ένας από τους συναρπαστικότερους αρχαιολογικούς χώρους του κόσμου.
   Και πραγματικά, η Μεγάλη Λέπτις, την οποία οι αρχαίοι πρόγονοί μας ονόμαζαν Νεάπολη, διατηρείται σε απίστευτα εντυπωσιακή κατάσταση, προσφέροντας στον επισκέπτη μια εικόνα για το πως μπορεί να ήταν η Αλεξάνδρεια ή η Καρχηδόνα. Τα καλοδιατηρημένα μνημεία μαρτυρούν τις προσπάθειες του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σέπτιμου Σεβήρου να κοσμήσει την παράκτια γενέτειρά του με λαμπρά οικοδομήματα και να της προσφέρει προνόμια ρωμαϊκής πόλης.
   Καθισμένος για περίπου μια ώρα στα σκαλοπάτια του αρχαίου θεάτρου, παρατηρούσα βουβός το μεγαλείο αυτού του ανυπέρβλητου μνημείου. Κι όταν κάποια στιγμή έκλεισα για λίγο τα μάτια, ίσως κι από την κούραση, βρέθηκα να περπατώ στους πλακόστρωτους δρόμους της παραθαλάσσιας πολιτείας, μαζί με τους αρχαίους κατοίκους της. Ήταν ένα νοερό ταξίδι πίσω στο χρόνο, που πραγματικά θα ήθελα να ήταν ρεαλιστικό!




Στην καρδιά της Λιβύης


   Καθώς προσέγγιζα την Τρίπολη, παρατηρούσα μια σταδιακά αυξανόμενη ανθρώπινη παρουσία, ενώ οι μικρές πόλεις και τα χωριά που με υποδέχονταν, με έβαζαν κατευθείαν στην ατμόσφαιρα και την καθημερινότητα των Αράβων κατοίκων της χώρας, με όλα τα καλά και τα κακά που αυτό συνεπάγεται. Και όσο αναφορά τη δεύτερη... αραβική παράμετρο, με θλίψη διαπίστωνα ότι η ακαταστασία, η βρωμιά και τα σκουπίδια που έκαναν αισθητή την παρουσία τους «υπερτόνιζαν» το αραβικό ταμπεραμέντο της... καλαισθησίας και της υγιεινής των Λίβυων. Ένας γενικευμένος αραβικός κανόνας αισθητικής αντίληψης, που μόνο στην Ιορδανία και στη Τυνησία είχα αντικρίσει μια διαφοροποίησή του - ευτυχώς προς το καλύτερο!

   Στο αντιστάθμισμα όμως της παραπάνω υποβαθμισμένης ποιότητας ζωής, στάθηκαν οι ίδιοι οι Λίβυοι, που αυθόρμητοι, απλοϊκοί και αυθεντικοί με αγκάλιασαν με μια πρωτόγνωρη αμεσότητα και φιλικότητα. Ανοιχτές αραβικές καρδιές, άπλετα χαμόγελα, προθυμία και θέληση για βοήθεια και εξυπηρέτηση, ήταν το κλίμα μέσα στο οποίο βίωσα την επαφή μαζί τους, όλο το χρονικό διάστημα της παραμονής μου στη Λιβύη. Άλλωστε οι Άραβες ανέκαθεν χαίρουν της ιδιαίτερης εκτίμησης από μέρους μου για αυτόν ακριβώς το λόγο: γιατί ξέρουν να προσεγγίζουν τον άγνωστο συνάνθρωπό τους αυθόρμητα και ειλικρινά, κάνοντάς τον να νιώσει μέσα απ’  αυτήν τους την επαφή, άνετα και ζεστά, σαν δύο παλιοί, καλοί φίλοι. Μια ανθρώπινη δυναμική και καθαρότητα που οι Ευρωπαίοι δυστυχώς δεν έχουν!


   Η άφιξή μου στη Τρίπολη έγινε πολύ μετά την δύση του ηλίου, ενώ η κατάσταση κυκλοφοριακού πανικού που αντιμετώπισα στο κέντρο της πόλης, σχετιζόταν με την πρόθεση πολλών κατοίκων της ν’ απολαύσουν την ...Παρασκευϊάτικη βόλτα τους (η Παρασκευή αντιπροσωπεύει για τους Μουσουλμάνους ότι η Κυριακή για τους Χριστιανούς). Η ανεύρεση ενός ξενοδοχείου δίπλα στα τείχη της παλαιάς πόλης στάθηκε το ιδανικότερο φινάλε της πρώτης μέρας στην λιβυκή πρωτεύουσα.
   Η σύγχρονη Τρίπολη, που αντίκρισα τριγυρνώντας με την λευκή ΚΤΜ στους δρόμους της, χρωστά σε μεγάλο βαθμό την σημερινή της όψη στα τεράστια πετρελαϊκά κοιτάσματα που κρύβει η άμμος της Σαχάρας. Χάρη στον μαύρο χρυσό, η Λιβύη μέσα στα τελευταία 40 χρόνια κατάφερε να μεταμορφωθεί από ένα φτωχό τριτοκοσμικό κράτος σε μια ραγδαία αναπτυσσόμενη χώρα του αραβικού κόσμου. Η βορειοαφρικανική χώρα είναι σήμερα η πρώτη πετρελαιοπαραγωγή δύναμη της Αφρικής και η έβδομη παγκοσμίως.




    Αντίθετα, η παλιά πόλη της Τρίπολης, περιτριγυρισμένη από καλοδιατηρημένα τείχη, αντιπροσωπεύει το αυθεντικό κομμάτι της λιβυκής πρωτεύουσας και χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Μιλάμε για μια πολιτεία αραβικής αρχιτεκτονικής και ύφους, με ανήλιαγα σοκάκια, τζαμιά, κατάλευκες κατοικίες και πολύβουες υπαίθριες αγορές. Και κόσμος! Πολύς κόσμος! Ποικιλόμορφος, παράξενος, πρωτόγνωρος. Φωνές, χρώματα, σπρωξίματα, μυρουδιές, με μύησαν στην τελετουργία του αραβικού παζαριού, μια πρόκληση των ανθρώπινων αισθήσεων, την οποία ποτέ δεν αφήνω αναπάντητη. Δίχως αμφιβολία, ήταν το πιο ενδιαφέρον σημείο της πρωτεύουσας.
   Ταυτόχρονα, η ύπαρξη και αρκετών νέγρων μέσα στο συνονθύλευμα του πλήθους επιβεβαίωνε στα μάτια μου τον χαρακτηρισμό της Λιβύης ως χωνευτήρι των λαών της Κεντρικής και Κεντροδυτικής Αφρικής. Προερχόμενοι από το Τσαντ, το Μάλι, το Σουδάν, και τον Νίγηρα, καταφθάνουν στη χώρα του Καντάφι για αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, ακολουθώντας τον ίδιο ακριβώς δρόμο που αιώνες τώρα ακολουθούσαν τα καραβάνια, πού έρχονταν από την Κεντρική Αφρική, φορτωμένα χρυσό, ελεφαντόδοντο, φτερά στρουθοκαμήλων και -τι ειρωνεία- νέγρους δούλους!

Τέλος εποχής
   Τα ξημερώματα της έβδομης μέρας, η διαπεραστική φωνή του μουεζίνη που αντηχούσε πάνω από την λιβυκή πρωτεύουσα καλωσόριζε τον ερχομό της τελευταίας μέρας στη Λιβύη. Στην πορεία προς τα τυνησιακά σύνορα (170 χλμ. δυτικά της Τρίπολης), η αρχαία πολιτεία Σαμπράτα μού πρόσφερε το τελευταίο μάθημα αρχαιολογίας στη λιβυκή γη.
    Η νεκρή σήμερα Σαμπράτα ιδρύθηκε αρχικά από Φοίνικες αποίκους, για να γνωρίσει τον εξελληνισμό κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, και στη συνέχεια να περάσει στα χέρια Βανδάλων, Βυζαντινών και Αράβων. Τα πάμπολλα ερειπωμένα κτίρια, οι ναοί, το υδραγωγείο, αλλά κυρίως το εντυπωσιακό της θέατρο (ιστορικές μαρτυρίες της εποχής του Αντωνίου του Ευσεβούς και του Μάρκου Αυρήλιου) φανερώνουν το παρελθόν μιας πόλης που κάποτε έσφυζε από ζωή.
   Κτισμένη πάνω στην αρχαία οδό που συνέδεε τη Μεγάλη Λέπτιδα με την Καρχηδόνα, η Σαμπράτα ήλεγχε τόσο το εμπόριο μεταξύ των Δυτικών και Ανατολικών Βορειοαφρικάνικων ακτών, όσο και αυτό του ελεφαντόδοντου που ερχόταν από την Κεντρική Αφρική. Αναπόφευκτα λοιπόν, η σπουδαία γεωγραφική θέση της, την καθιστούσε απαραίτητη κτήση στα σχέδια του εκάστοτε ισχυρού της μεσογειακής λεκάνης.
    Με την παρουσία μου στη Σαμπράτα, ολοκλήρωνα τον κύκλο γνωριμίας με τον εκπληκτικό πλούτο των αρχαιολογικών μνημείων της Λιβύης, που 14 μήνες αργότερα, στις 20/10/2011, με τον θάνατο του Μουαμάρ Καντάφι, θα άλλαζε οριστικά σελίδα στην νεότερη ιστορία της.

   





























Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 σχόλια: